Ο Μακρυγιάννης είναι ένα από εκείνα τα πρόσωπα που είχαν την τύχη και την ατυχία να πεθάνουν και να αναστηθούν μες στην ανθρώπινη Ιστορία. Εν προκειμένω, η ανάσταση του Μακρυγιάννη οφείλεται σε μια προσπάθεια κάποιων επιφανών Ελλήνων διανοουμένων, που χρονολογείται στις αρχές του 20ού αιώνα με την έκδοση των απομνημονευμάτων του το 1907 από τον Γιάννη Βλαχογιάννη, 43 χρόνια μετά τον θάνατό του.
Οι προσπάθειες αναβίωσης συνεχίστηκαν και εντάθηκαν τα επόμενα χρόνια με επικεφαλής τους Γ. Σεφέρη, Γ. Θεοτοκά και αργότερα τον Ζήσιμο Λορεντζάτο. Το κύρος και η απήχηση που σταδιακά αποκτούσε ο λόγος του Σεφέρη, σε συνδυασμό με την αδυναμία αντίθετων φωνών σαν του Ν. Εγγονόπουλου να βρουν ευήκοα ώτα, καθιέρωσε τον Μακρυγιάννη ως μια μορφή ιερή, ως έναν άγιο ή έναν ημίθεο στον οποίο συμπυκνώνονταν όλες οι αρετές μιας εθνικής ορθοδοξίας, μέσω της οποίας προσδιορίστηκε τι είναι και τι δεν είναι ελληνικό.
Η μεγάλη όμως απήχηση αυτού του ειδώλου του Μακρυγιάννη χρειάστηκε διαύλους και εύφορες κοινωνικές συνθήκες για να φτάσει στο ευρύ κοινό, να σταθεροποιηθεί και να καρποφορήσει. Εδώ ακριβώς εντοπίζεται η συμβολή του καθηγητή Ιστορίας και Διδακτικής της Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου, Γιώργου Κόκκινου, και του βιβλίου του «Ο μακρυγιαννισμός - Τραγούδια για τον Μακρυγιάννη» από τις εκδόσεις Θίνες & Τήνελλα.
«Θεωρώ ότι το πολιτικό τραγούδι, ακριβώς επειδή τραγουδιέται από χιλιάδες κόσμο, διαμορφώνει εικόνες και νοήματα για το παρελθόν που έχουν μεγάλη συναισθηματική ευθυβολία και δημιουργούν συνεκτικούς-ταυτοτικούς δεσμούς».
Στο πλαίσιο μιας συζήτησης που κρατά τουλάχιστον δύο δεκαετίες από την έκδοση του «Διαβάζοντας τον Μακρυγιάννη» του Γιώργου Γιαννουλόπουλου (εκδ. Πόλις), ο Γ. Κόκκινος, παίρνοντας αφορμή από το συγκεκριμένο βιβλίο για να ξεκινήσει τη συγγραφή, ασχολείται με τον Μακρυγιάννη όχι ως ιστορικό πρόσωπο αλλά με τον μακρυγιαννισμό ως ιδεολογία, της οποίας η μεγάλη απήχηση εντοπίζεται στις αρχές της Μεταπολίτευσης μέσω του έντεχνου τραγουδιού.
Κινητοποιημένος επίσης ο Κόκκινος από την απουσία μιας πολιτισμικής ιστορίας, όπως είχε επισημανθεί από τον ιστορικό Αντώνη Λιάκο στο βιβλίο του για τον 20ό αιώνα, αποφάσισε, μέσω του μακρυγιαννισμού, να συνομιλήσει με όλους αυτούς που προηγήθηκαν, θέλοντας με την προσπάθειά του αυτή «να κατασκευάσει ένα ακόμα σκαλοπάτι στη μεγάλη σκαλωσιά που χρειάζεται», όπως μου αναφέρει. «Καμιά δουλειά στην Ιστορία, όπως και σε κάθε επιστήμη, δεν γίνεται χωρίς να προϋπάρξουν άλλοι που άνοιξαν δρόμους, που πρόσφεραν πηγές και τις είδαν με έναν τρόπο που τους συγκίνησε, που έθεσαν καινοτόμα ερωτήματα». Και ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου αναγνωρίζει τις οφειλές του σε όλους αυτούς, είτε είναι καταξιωμένοι ερευνητές είτε τώρα ξεκινούν τη σταδιοδρομία τους.
Ένα τρίτο ερέθισμα για τη συγγραφή ήταν η μεγάλη αγάπη του κ. Κόκκινου για τον Νίκο Γκάτσο και δευτερευόντως για τον Μάνο Ελευθερίου. Τους εκτιμά ως ποιητές-στιχουργούς, ωστόσο «κάποια από τα τραγούδια τους συναντώνται στον συρμό του μακρυγιαννισμού», επισημαίνει. «Στο σημείο ακριβώς όπου αναδύεται ο μεταπολιτευτικός εθνικολαϊκισμός ως επίκοινος διαπαραταξιακός ιδεολογικός χώρος και ορίζοντας μεταξύ των αντιθετικών ιδεολογιών του ΠΑΣΟΚ, της αριστεράς (στις ποικίλες εκδοχές της) και της μετριοπαθούς-φιλελεύθερης δεξιάς. Επειδή θεωρώ ότι το τραγούδι που έχει άμεσα ή έμμεσα ιστορικό θέμα, δηλαδή θέμα που ομολογείται ρητά στους στίχους ή θέμα που λανθάνει και το διαβάζουμε πίσω απ’ τις γραμμές ή, αν θέλετε, πρωτίστως το πολιτικό τραγούδι, ακριβώς επειδή τραγουδιέται από χιλιάδες κόσμο, διαμορφώνει εικόνες και νοήματα για το παρελθόν που έχουν μεγάλη συναισθηματική ευθυβολία και δημιουργούν συνεκτικούς-ταυτοτικούς δεσμούς».
«Είχα την ανάγκη, μολονότι γνωρίζω ότι ακόμα και το έντεχνο τραγούδι αντιμετωπίζεται ως μια ταπεινή τέχνη, να βοηθήσω να ερευνηθεί το πώς το τραγούδι παράγει νοήματα για το παρελθόν, νοήματα για την Ιστορία. Άρα, στην περίπτωση του βιβλίου μου, να αναρωτηθώ για ποιους λόγους τα δύο εμβληματικά τραγούδια, το ένα των Γκάτσου - Ξαρχάκου και το άλλο των Ελευθερίου - Ανδριόπουλου, που έχουν θέμα τον Μακρυγιάννη και τα οποία τραγουδήθηκαν και τραγουδιούνται ακόμα, έγιναν τα ορόσημα για τη μεταπολιτευτική εξιδανίκευση του Μακρυγιάννη».
Μπάρμπα Γιάννη Μακρυγιάννη. Ερμηνεία: Νίκος Ξυλούρης, Στίχοι: Νίκος Γκάτσος, Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος
Ο συγγραφέας, λοιπόν, άρχισε να αναρωτιέται αν αυτό είναι κάποιο χαρακτηριστικό γνώρισμα της Μεταπολίτευσης, η αναζήτηση ενός δήθεν άφθαρτου και υπεράνω σκοπιμοτήτων ήρωα, τιμητή του παρόντος και συνάμα προφήτη και Παράκλητο της Ιστορίας, ενσάρκωση ενός «καθαρού» ελληνισμού και κατά πόσο αυτή η στάση έρχεται από άλλες εποχές. Ακολουθώντας το ρεύμα της σκέψης του Γιαννουλόπουλου, διαπιστώνει κι αυτός ότι αφενός η εξιδανίκευση ξεκινά από τους Σεφέρη - Θεοτοκά, αφετέρου ότι στη συνέχεια «κουμπώνει» στις μεταπολιτευτικές ανάγκες.
«Βέβαια, είναι μια διεργασία που δεν αφορούσε μόνο αυτούς που ξεκίνησαν την εξιδανίκευση του Μακρυγιάννη, δηλαδή τον Γ. Θεοτοκά, τον Σεφέρη ή τον Λορεντζάτο λίγο αργότερα, αλλά και όλους τους άλλους της ίδιας γενιάς, της ίδιας παρέας, για παράδειγμα τον Ελύτη», τονίζει. «Έχει γράψει ο Ελύτης πράγματα, τα οποία για την εποχή τους μπορούμε να τα καταλάβουμε, όταν αναζητούνταν ένας αγνός, καθαρός, εξιδανικευμένος ελληνισμός που να “συζητά” με την εκδοχή του εκμοντερνισμού την οποία αναζητούσε η γενιά του '30. Δείτε, για παράδειγμα, τι σημαίνει μοντερνισμός στη ζωγραφική του Γκίκα. Αυτό το πάντρεμα μεταξύ της δυτικής πρωτοπορίας και του πριμιτιβισμού γίνεται από τη γενιά του '30».
Η αριστερά του Μεσοπολέμου παρακολουθεί ό,τι συμβαίνει, συνομιλεί και βρίσκεται σε διαδικασία ώσμωσης, περισσότερο όμως αποδέχεται την ισχυρή επίδραση αυτών των ιδεών. «Συνειδητοποιούμε ότι στη διάρκεια της Κατοχής και στα χρόνια που ακολούθησαν οι διανοούμενοι της αριστεράς ανακαλύπτουν κι αυτοί τον Μακρυγιάννη. Κι έτσι φτάνουμε σε ένα σημείο που η αριστερά από την Απελευθέρωση και τον Εμφύλιο και μετά προτάσσει έναν εξιδανικευμένο Μακρυγιάννη, όπως προέτασσε έναν εξιδανικευμένο Κολοκοτρώνη, έναν Καραϊσκάκη κ.λπ. Κι αυτό είναι εντυπωσιακό, διότι, όπως έχει δείξει στο σημαντικό της βιβλίο “Φουστανέλες και χλαμύδες” η Χριστίνα Κουλούρη, σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα ο Μακρυγιάννης ήταν ένας από τους ήρωες που δεν είχαν προβληθεί ούτε από το ελληνικό κράτος, ούτε από τον ελληνικό λαό, ούτε είχαν ανεγερθεί μνημεία, αγάλματα, ανδριάντες κ.λπ. προς τιμήν του.
Στο συλλογικό φαντασιακό του 19ου αιώνα ήταν ένας ήρωας δεύτερης τάξης. Το θαύμα είναι πώς αυτός ο ήρωας δεύτερης τάξης (σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, αν εξαιρεθεί ασφαλώς η συμμετοχή του στην “Επανάσταση” του 1843) γίνεται σταδιακά στον 20ό αιώνα η κυριαρχική, η εμβληματική, η πρωταγωνιστική μορφή στο πάνθεον των ηρώων του ’21. Και πως ειδικότερα στη Μεταπολίτευση παίρνει σάρκα και οστά ένας διανοητικός συρμός που εκφράζεται όχι μόνο στην ιδεολογία των κομμάτων, του ΠΑΣΟΚ τότε κ.λπ, αλλά ενσαρκώνεται μέσα από αυτό που σήμερα ονομάζουμε "δημόσια ιστορία", δηλαδή μορφές τέχνης που ασχολούνται με το παρελθόν, παράγουν νόημα για το παρελθόν, χωρίς να έχουν, βέβαια, ακαδημαϊκή αφετηρία.
Και βέβαια, ψάχνοντας διαπίστωσα ότι επιβεβαιώνεται η υπόθεσή μου πως πρόκειται για έναν συρμό ο οποίος πυκνώνει στο τέλος της δεκαετίας του ‘70, ακριβώς μετά την πτώση της χούντας και την αρχή της Μεταπολίτευσης. Συρμός ο οποίος εξακτινώνεται μέχρι τα χρόνια της κρίσης, δηλαδή μέχρι το 2015-16. Από το σώμα των περίπου είκοσι τραγουδιών τα οποία έχω συλλέξει με θέμα τον Μακρυγιάννη, δυο-τρία το πολύ είναι αυτά που θα λέγαμε ότι έχουν μια κριτική ματιά, μια μη εξιδανικευμένη αντίληψη για το τι ήταν ο Μακρυγιάννης και το τι εκφράζει συμβολικά για τον κόσμο της Μεταπολίτευσης η επίκληση του ονόματός του. Με άλλα λόγια, για το ποιες λειτουργίες επιτελεί η συχνή ανάκλησή του στο παρόν».
«Εν τω μεταξύ», προσθέτει, «μιλάμε όλοι μόνο για τα "Απομνημονεύματα", ενώ από τις αρχές της δεκαετίας του '80 ξέρουμε ότι υπάρχει και ένα άλλο κείμενο, το "Οράματα και Θάματα", που το εξέδωσε το ΜΙΕΤ. Ο συνάδελφος Νίκος Θεοτοκάς από το Πάντειο Πανεπιστήμιο έχει γράψει ενδελεχώς γι’ αυτά τα ζητήματα. Ορισμένοι θεωρούν ότι είναι το κείμενο ενός θρησκόληπτου, ενός άρρωστου, ενός διαταραγμένου ανθρώπου. Ε, δεν είναι έτσι τα πράγματα. Είναι το κείμενο ενός θρησκόληπτου ανθρώπου ο οποίος ακριβώς βρέθηκε στο μεταίχμιο, αισθάνεται ηττημένος και μη δικαιωμένος. Γι’ αυτό εναποθέτει όλες του τις ελπίδες στον κόσμο που ήξερε από τα νιάτα του, στον παραδοσιακό κόσμο, δηλαδή στον Θεό.
«Είναι μια επιστροφή σε κάτι αρχέγονο και συμβολικό. Αλλά δεν μπορούμε να μιλήσουμε για δύο Μακρυγιάννηδες, ένας είναι ο Μακρυγιάννης. Και τα δύο αυτά κείμενα, μολονότι έχουν πολύ μεγάλες διαφορές, συνομιλούν και έχουν ισχυρές διασυνδέσεις μεταξύ τους. Έχουν κοινούς κρίκους νοήματος. Άρα το ζήτημα καταλήγει να είναι γιατί η Μεταπολίτευση θέλησε να πλάσει έναν τέτοιο Μακρυγιάννη που να είναι ο απόλυτος κριτής και τιμητής. Να μας λέει ποιος πολιτικός ηγέτης "ορθοτομεί" και ποιος όχι, ποιος λαός της πρέπει της εξιδανικευμένης Ελλάδας και ποιος όχι. Ή, από την άλλη πλευρά, γιατί να μας παρουσιάζει τον Μακρυγιάννη ως έναν λεβέντη γέροντα, στεφανωμένο από την αίγλη των αγώνων του, ο οποίος κυκλοφορεί στην αγορά της Αθήνας, φεύγοντας από το σπίτι του και τους μπαξέδες του, και κερνάει γενναιόδωρα τσικουδιά τα παλικάρια. Τι σημαίνει ακριβώς "παλικάρια"; Μήπως είναι όσοι πολέμησαν στην Επανάσταση του '21 και δεν θέλησαν ή δεν μπόρεσαν να ενταχθούν στον τακτικό στρατό που οργάνωσαν οι Βαυαροί;»
Διερωτώμενος γιατί επιλέγονται αυτές οι εικόνες-ιδέες, αυτοί οι συμβολισμοί και όχι κάποιοι άλλοι, διαπιστώνει ότι, πέρα από το συγκινησιακό στοιχείο που προκάλεσαν τα τραγούδια για τον Μακρυγιάννη και την αναζήτηση ενός «τιμητή των πάντων, ενός δικαιοκρίτη της ίδιας της συνείδησης του έθνους», υπήρχε μια διάχυτη αίσθηση δυσαρέσκειας και διάψευσης των ελπίδων των πολιτών της Μεταπολίτευσης.
Ο κόσμος «καταλάβαινε ότι η δημοκρατία, όπως χτιζόταν, είχε πολύ μεγάλα ελλείμματα, ότι οι ελπίδες θα διαψευστούν, και εφεύρισκε μια εικόνα εξιδανικευμένου αρχηγού, ο οποίος, σαν τον πατέρα του έθνους ή σαν ένας Παράκλητος, ένας προφήτης της ιστορικής πρόνοιας, επανέρχεται στην Ιστορία για να χωρίσει τους αμνούς από τα ερίφια και να επαναπροσδιορίσει την πορεία. Ο Μακρυγιάννης ήταν το σύμβολο του βασικού ιδεολογικού σχήματος της εποχής, που ήταν ο λαϊκισμός και ο εθνικολαϊκισμός. Δεν υπάρχουν πολλές μορφές ηρώων που ενσαρκώνουν αυτό το ιδεολογικό μόρφωμα με καλύτερο τρόπο από τον Μακρυγιάννη. Βέβαια, άθελά του, με βάση, όμως, και τις ιδέες του που γνώρισε ο ελληνικός λαός κυρίως μέσω των "Απομνημονευμάτων" του».
Το βιβλίο του Γιώργου Κόκκινου προσθέτει ένα μικρό λιθαράκι, μία ακόμα ψηφίδα στην προσπάθεια ιστορικής διερεύνησης της ιδεολογίας του μακρυγιαννισμού. Μια ιδεολογία που οφείλουμε να επισημάνουμε ότι κατανοήθηκε τη στιγμή της γέννησής της από τον μεγάλο μας ζωγράφο, ποιητή και διανοούμενο Νίκο Εγγονόπουλο. Το 2020 οι εκδόσεις Βιβλιόραμα κυκλοφόρησαν το εντυπωσιακό «Ο Κολοκοτρώνης ωραίος σαν Μπολιβάρ» του δημοσιογράφου Κώστα Βούλγαρη, όπου αναλύεται διεξοδικά η αντίθεση του Εγγονόπουλου στον μακρυγιανισμό.
Κι αν ο «Μπολιβάρ» του ήταν πολύ κρυπτικός, ο Εγγονόπουλος υπήρξε απολύτως σαφής στο ποίημά του «Ο Βελισάριος» για τη γενιά που δημιούργησε τον μακρυγιαννισμό:
(..)
έτσι στους τελευταίους ακριβώς χρόνους της φθίνουσας περιόδου “του ’30”
αναμεσίς
στους φιλόδοξους με τ’ ακαθόριστα σχέδια
τους άγρια λυσσαγμένους –παρ’ όλο το ισχνότατο των εφοδίων τους–
για μιαν όσο μπορούσαν πλατύτερη επικράτηση
τους άγουρους – σαλιάρηδες – διακονιαρέους και κλέφτες της δόξας
ξεκίνησε νεότατος ο Βελισάριος
παρέα με τον Ανδρέα τον Εμπειρίκο
να δημιουργήσει
και να ζήσει