Ο στρατηγός Μακρυγιάννης, χάρη στα «Απομνημονεύματά» του, αποτελεί ένα από τα πιο ισχυρά σύμβολα της νεότερης Ελλάδας. Ο Ρουμελιώτης αγωνιστής με το απελέκητο γράψιμο, ο «πιο ταπεινός αλλά και ο πιο σταθερός διδάσκαλος» του Γιώργου Σεφέρη, έναν αιώνα τώρα ενσαρκώνει όσο λίγοι την ελληνική ψυχή: τον άσβεστο πόθο της για ελευθερία και δικαιοσύνη, τη γενναιότητα, την ανθρωπιά της.
Κι αν αυτός ο υποδειγματικός Έλληνας «κατασκευάστηκε»; Μήπως θα έπρεπε ν’ απομυθοποιηθεί; Μήπως τα γραπτά του, από «ιερά κειμήλια» πρέπει ν’ αντιμετωπίζονται απλώς ως ιστορικές πηγές;
Τα παραπάνω ερωτήματα βρίσκονται στο επίκεντρο του πυκνού αλλά όχι απροσπέλαστου δοκιμίου του Γιώργου Γιαννουλόπουλου «Διαβάζοντας τον Μακρυγιάννη» (Πόλις, 2003), όπου ο πρώην διευθυντής της ελληνικής υπηρεσίας του ΒΒC και αρθρογράφος σήμερα στην Εφημερίδα των Συντακτών επιχείρησε κάτι χωρίς βιβλιογραφικό προηγούμενο: ν’ αναλύσει γραμμή προς γραμμή τις αναγνώσεις του Μακρυγιάννη από τους Γιάννη Βλαχογιάννη, Γιώργο Θεοτοκά, Γιώργο Σεφέρη και Ζήσιμο Λορεντζάτο, να εξετάσει το ιδεολογικό πλαίσιο από το οποίο προέκυψαν –δημοτικισμός, Γενιά του ΄30, νεορθοδοξία– και ν’ αναδείξει τις καταβολές του ελληνοκεντρισμού.
Ο ίδιος, έχοντας ζήσει κι εργαστεί για μεγάλα διαστήματα στη Βρετανία, την Ιταλία και τη Γαλλία, εκτέθηκε «σε τρόπους σκέψης που σε κάνουν ν’ αμφιβάλλεις για το αυτονόητο. Ζώντας έξω, δεν τον βίωσα τον Μακρυγιάννη αλλά τον αντίκρυσα».
Η καρδιά του προβλήματος, σύμφωνα με τον συγγραφέα του «Διαβάζοντας τον Μακρυγιάννη», βρίσκεται στο γεγονός ότι ο στρατηγός αναδείχτηκε εξέχουσα ιστορική φυσιογνωμία μέσα από «λογοτεχνικές» αναγνώσεις, βαθύτατα αντιιστορικές.
Με εξαίρεση τον λογοτέχνη και ιστοριοδίφη που ανακάλυψε, αποκρυπτογράφησε και δημοσιοποίησε το χειρόγραφο των «Απομνημονευμάτων», τον Γιάννη Βλαχογιάννη, ο οποίος είχε κάποιες γνώσεις για το ΄21, κανείς από τους υπόλοιπους δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, επισημαίνει ο Γιαννουλόπουλος. «Αν όμως συγκρίνουμε την αφήγηση του στρατηγού με τις εκδοχές άλλων αγωνιστών του ΄21 ή με ό,τι πραγματικά συνέβη, οι αποκλίσεις είναι ενδιαφέρουσες».
Όπως υποστηρίζει ο ίδιος, «στον άδικα παραμελημένο Πρόλογο του Βλαχογιάννη, στην έκδοση του 1907, εντοπίζονται εν σπέρματι όλες οι αισθητικές, γλωσσικές, ιστορικές και γενικά ιδεολογικές θέσεις απ’ όπου ξεφύτρωσε ο αειθαλής μακρυγιαννισμός». Μιλώντας τη γλώσσα του μαχόμενου δημοτικισμού των αρχών του 20ού αιώνα, ο Βλαχογιάννης θεωρεί ότι η αμεσότητα, η απουσία δηλαδή διαμεσολάβησης και επεξεργασίας, καθιστά το κείμενο του αυτοδίδακτου στρατηγού υπόδειγμα λαϊκής σοφίας και τελειότητας.
Κι ενώ υπήρξε ο μόνος που αναρωτήθηκε για την αξιοπιστία των «Απομνημονευμάτων» παραδεχόμενος ότι ο συγγραφέας τους «και ως στρατιωτικός και ως πολιτικός δεν ήτο απαλλαγμένος φιλοδοξίας», αντιμετώπισε –λανθασμένα κατά τον Γιαννουλόπουλο– το πάθος του Μακρυγιάννη ως εγγύηση φιλαλήθειας και ειλικρίνειας, υιοθετώντας αβίαστα την άποψη εκείνου που υποτίθεται ότι έκρινε.
Αν για τον Βλαχογιάννη το μεγάλο επίτευγμα του Μακρυγιάννη ήταν η ικανότητά του να μεταφέρει ανόθευτα τα λόγια της εθνικής ψυχής, για τον Γιώργο Θεοτοκά η αξία του ηρωικού στρατηγού έγκειται στην εκρηκτική προσωπικότητά του, στη φιλοδοξία του ν’ αναδειχτεί ως άτομο, να εκφραστεί και να αυτοεκπληρωθεί αυθεντικά. Σύμφωνα πάντα με τον Γιαννουλόπουλο, στο επίμαχο άρθρο του Θεοτοκά (Νέα Εστία, Οκτώβριος 1941) ο συγγραφέας του «Ελεύθερου πνεύματος» δεν ανακαλύπτει παρά το πρότυπο του ρηξικέλευθου νέου που ο ίδιος είχε κατασκευάσει πολύ πριν διαβάσει τα «Απομνημονεύματα».
Την μεγαλύτερη ευθύνη, ωστόσο, ως προς την «κατασκευή του μακρυγιαννισμού», ο Γιαννουλόπουλος δεν την χρεώνει ούτε στον Βλαχογιάννη, ούτε στον Θεοτοκά, ούτε στον Ζήσιμο Λορεντζάτο, ο οποίος στο «Τετράδιο του Μακρυγιάννη» («Μελέτες», εκδ. Δόμος, 1994) παρουσιάζει τον στρατηγό ως ιδανικό εκπρόσωπο της λαϊκής παράδοσης, ενδεδυμένης τώρα με μια έντονα ορθόδοξη χροιά. Βασικός στόχος του συγγραφέα είναι ο Σεφέρης, δεδομένου ότι η επιρροή των γραπτών του είναι ασύγκριτα μεγαλύτερη.
Η ανάγνωση του Σεφέρη, ισχυρίζεται o Γιαννουλόπουλος, εξαφανίζει τη δεδηλωμένη πρόθεση του στρατηγού να παρέμβει πολιτικά, μεταλλάσσοντάς τον σε καλλιτέχνη. Και δικαιώνει τις παρεμβάσεις του στον δημόσιο βίο, επειδή τον έχει δικαιώσει καλλιτεχνικά.
Ο Σεφέρης συνοψίζει την αλήθεια της περιόδου εκείνης ως εξής: «… για τους ανθρώπους που ανάλαβαν να διοικήσουν τον τόπο, υπήρχε ένα εξαιρετικά δύσκολο πρόβλημα: να βάλουν σε τάξη ένα χάος, όπως έλεγαν… Τι έκαναν; Κάθησαν και βρήκαν αυθαίρετα την ευκολότερη λύση, έσβησαν δηλαδή το πρόβλημα με μια μονοκοντυλιά». Μ’ άλλα λόγια, αποφάσισαν να διαθέσουν τους πόρους του κράτους για τη συντήρηση του βαυαρικού στρατού αντί να δώσουν, όπως γράφει στις «Δοκιμές», «ένα κομμάτι ψωμί στους πεινασμένους που βοούσαν έξω από τις πόρτες του Ναυπλίου… Μ’ αυτόν τον στρατό διέλυσαν ή έδιωξαν έξω από το κράτος τους παλιούς αγωνιστές, τους φοβερούς αυτούς αγριανθρώπους, όπως πίστευαν».
Ο Γιαννουλόπουλος αντιπαραβάλλει την παραπάνω «σχηματική» προσέγγιση με το έργο του ελληνοαμερικανού Τζον Πετρόπουλος «Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο Ελληνικό Βασίλειο 1833-1843» (ΜΙΕΤ, 1997), το οποίο «σύμφωνα με την ομόφωνη γνώμη των ειδικών» φωτίζει όσο κανένα άλλο αυτό το τμήμα της νεοελληνικής ιστορίας. Ο Πετρόπουλος, επισημαίνει, έχει απέναντί του ένα πολύ πιο ευρύ και σύνθετο ορίζοντα: δεν είναι από τη μια το κράτος και από την οι παλιοί αγωνιστές, αλλά διαφορετικές ομάδες και πρόσωπα που κινούνται προς διαφορετικές κατευθύνσεις, κι ένα κράτος που προσπαθεί να συγκροτηθεί εξισορροπώντας ανάμεσα σε επιμέρους αιτήματα και προωθώντας ορισμένους στόχους, ενώ ταυτόχρονα βρίσκεται υπό την προστασία τριών ξένων, και συχνά αντίπαλων, μεγάλων δυνάμεων.
«Ένα από αυτά τα πρόσωπα ήταν και ο Μακρυγιάννης και μάλιστα όχι ιδιαίτερα σημαντικό» λέει ο Γιαννουλόπουλος. Και στη συνέχεια, καταπιάνεται με το θεμελιώδες επιχείρημα του Σεφέρη, ότι δηλαδή πρέπει να δούμε τα «Απομνημονεύματα» σαν ένα κρίσιμο σταθμό μιας πορείας η οποία άρχισε πριν από δυο χιλιάδες χρόνια περίπου.
«Ο Σεφέρης μας λέει δύο πράγματα» διαβάζουμε. «Το πρώτο, ότι ο αγράμματος Μακρυγιάννης έχει από μόνος του συνειδητοποιήσει πως η νεότερη Ελλάδα αποτελεί συνέχεια της αρχαίας και συνεπώς βλέπει την Επανάσταση του ΄21 σαν μια προσπάθεια να αποκατασταθεί η εθνική ουσία. Και το δεύτερο, ότι το συγκεκριμένο αίσθημα είναι πολύ πιο ουσιαστικό, πολύ πιο γνήσιο από τις αφηρημένες έννοιες που επεξεργάζονται σχολαστικά στις χρυσοποίκιλτες ακαδημίες λογιότατοι και αρχαιολόγοι…».
Κι όμως, η σύνδεση της νεότερης με την αρχαία Ελλάδα, έργο λογιοτάτων είναι, απαντά ο Γιαννουλόπουλος. Δεν κατασκευάστηκε από γιους τσομπάνηδων αλλά από τους διαφωτιστές. Και στο σημείο αυτό, ανοίγει μια τεράστια παρένθεση με αναφορές στον γερμανικό ρομαντισμό και στο έργο του φιλοσόφου Χέρντερ, υποστηρίζοντας πως εκεί εντοπίζονται τα σπέρματα του «λόγου περί ελληνικότητας». («Όποιες αλλαγές και να επέφερε η ιστορία, έλεγε ο Χέρντερ, ο εθνικός μας χαρακτήρας δεν έχει αλλάξει ουσιαστικά. Η εθνική αλήθεια, διακήρυσσε, εκφράζεται από τον απλό λαό και τους πραγματικούς καλλιτέχνες»).
Η ιδρυτική αρχή της νεοελληνικής ιδεολογίας που ο Σεφέρης διατύπωσε επιγραμματικά στις «Δοκιμές» («το πνεύμα του Έλληνα μένει πάντα ‘όμοιο εαυτώ’»), έχει κατά μία έννοια μεταφραστεί από τα γερμανικά, συνεχίζει ο Γιαννουλόπουλος. Αυτό όμως αποσιωπήθηκε. Γιατί διαφορετικά «θα παραδεχόμαστε εμμέσως ότι η εθνική ψυχή άρχισε να μιλάει μόνον όταν οι ξένοι μας έμαθαν πώς να την ακούμε».
Η καρδιά του προβλήματος, σύμφωνα με τον συγγραφέα του «Διαβάζοντας τον Μακρυγιάννη», βρίσκεται στο γεγονός ότι ο στρατηγός αναδείχτηκε εξέχουσα ιστορική φυσιογνωμία μέσα από «λογοτεχνικές» αναγνώσεις, βαθύτατα αντιιστορικές. Όταν ο Βλαχογιάννης μιλάει για την πηγή της ζωής που «ήρχετο λίαν μακρόθεν, εκ των βαθυρρίζων θεμελίων της φυλής και του έθνους», όταν ο Θεοτοκάς του αποδίδει την ικανότητα να συνδυάζει «τη μαστοριά των βιοτεχνών της Ελλάδας, την κληρονομιά της βυζαντινής τέχνης και την υποσυνείδητη επίδραση των αρχαίων ναών», όταν ο Σεφέρης διακηρύττει ότι «τους αρχαίους, αν θέλουμε πραγματικά να τους καταλάβουμε, πρέπει πάντα να ερευνάμε την ψυχή του λαού μας», κι όταν ο Λορεντζάτος βλέπει στα λόγια του τις αιώνιες ελληνικές ιδέες ν’ αναδύονται μέσα από τα «σκοτεινά έγκατα όπου καλουπώνονται σχήματα διανοίας», όλοι τους, σύμφωνα με τον Γιαννουλόπουλο, τονίζουν «το στοιχείο που έχει συγκροτηθεί εκτός ιστορίας και γι’ αυτό μπορεί και να αντιστέκεται στον χρόνο».
Από τη μεριά του, αντιμετωπίζει τον Μακρυγιάννη ως ιστορικό και κοινωνικό φαινόμενο, όχι ως λογοτεχνικό: «Ο αυτοδημιούργητος αυτός καπετάνιος, ο ταγμένος στην υπηρεσία του κράτους, ήταν σίγουρα γενναίος και τίμιος για τα μέτρα της εποχής. Αλλά υπήρχαν κι άλλοι, δεν ήταν μοναδικός».
Όποιος αναζητά ένα ολοκληρωμένο πορτρέτο του τελευταίου, δεν έχει παρά να διαβάσει τον «Βίο του στρατηγού Μακρυγιάννη» του Νίκου Θεοτοκά (Βιβλιόραμα, 2012), όπου ο γνωστός ιστορικός, παλιός μαθητής του Σπύρου Ασδραχά, χωρίς κατεδαφιστικές διαθέσεις και στηριζόμενος αποκλειστικά στις διαθέσιμες ιστορικές πηγές, εξετάζει τις συνθήκες που έζησε και έδρασε ο Μακρυγιάννης με τα μέτρα του δικού του και μόνο κόσμου.