Γράφει η Τζίνα Καλυβιώτου:
Για τη διερεύνηση του σκοτεινού κόσμου της ελληνικής αρχαιότητας, τα μοναδικά μέσα, στα οποία ουσιαστικά μπορεί να βασιστεί κάποιος είναι οι μαγικοί πάπυροι, οι πινακίδες και τα φυλαχτά. Μαγικοί ονομάστηκαν από τους επιστήμονες όλοι εκείνοι οι πάπυροι που περιέχουν μαγγανείες, μαγικές ρήσεις, ύμνους και τελετουργίες και προέρχονται από την ελληνική ή τη ρωμαϊκή Αίγυπτο. Γραμμένοι στην ιερογλυφική ή την κοινή αλεξανδρινή γραφή της εποχής, χρονολογούνται κυρίως στους πρώτους μετά Χριστόν αιώνες, χωρίς αυτό να σημαίνει πως η ενασχόληση με τη μαγεία δεν απαντάται πριν από την εποχή των Πτολεμαίων ή των Ρωμαίων αυτοκρατόρων. Πηγές της εποχής αναφέρουν ότι στην αρχαιότητα υπήρχαν πολλές συλλογές μαγικών κειμένων που κατεστράφησαν ηθελημένα.
Οι δοξασίες που απηχούν αυτά τα κείμενα έχουν έναν εντελώς σύνθετο χαρακτήρα, αναμειγνύοντας στοιχεία από το ελληνικό πάνθεο με αυτά της αρχαίας αιγυπτιακής θρησκείας, ενώ συχνά αποτελούν ένα αμάλγαμα αρχαίων ελληνικών, αιγυπτιακών, βαβυλωνιακών και ιουδαϊκών παραδόσεων. Σύμβολα και λέξεις εντελώς δυσνόητα, ακατάληπτες εικονογραφήσεις, αριθμοί με απόκρυφο νόημα κάνουν αναφορά σε μια μύηση, η οποία, ακριβώς για να παραμείνει κρυφή, εκφράζεται με μισόλογα.
Αν και λιγότερο αποκαλυπτικές από τους παπύρους, οι μαγικές πινακίδες αποτελούν μια εξαιρετικά πολύτιμη πηγή για τον κόσμο της ελληνικής μαγείας. Οι πινακίδες αυτές ήταν ορθογώνια μολυβένια ελάσματα, με χονδροειδή συνήθως χάραξη, τα οποία τυλίγονταν ή διπλώνονταν και ήταν καρφωμένα με ένα ή περισσότερα καρφιά που χρησίμευαν όχι μόνο για το σφράγισμα του σημειώματος αλλά συγχρόνως εξέφραζαν και την επιθυμία του συντάκτη της πινακίδας για την καθυπόταξη του παραλήπτη. Η αρχαία ελληνική λέξη «κατάδεσμος», που χρησιμοποιούνταν για τις μαγικές πινακίδες, σημαίνει δέσιμο και είναι παράγωγο του ρήματος «καταδέω» (δένω γερά), λέξεις οι οποίες εκφράζουν την επιβολή δέσμευσης στον παραλήπτη. Αδέξια χαραγμένες, με πρόχειρη γραφίδα, καρφί ή με μύτη μαχαιριού, οι μαγικές αυτές πινακίδες περιείχαν άτακτες σειρές γραμμάτων που αντιστοιχούσαν σε στερεότυπες φράσεις, επαναλαμβανόμενες και συνταγμένες σε ημιβάρβαρα ελληνικά, οι οποίες πολλές φορές αγγίζουν τα όρια της χυδαιολογίας. Αβίαστα συνάγεται το συμπέρασμα πως οι χαράκτες ήταν άνθρωποι αμόρφωτοι, προερχόμενοι από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, χωρίς το παραμικρό λογοτεχνικό ταλέντο.
Τα μολυβένια ελάσματα διπλωνόταν και τοποθετούνταν σε σημεία συνδεδεμένα με τον Κάτω Κόσμο. Οι πιο συνηθισμένες κατάρες ήταν από κατηγορούμενους σε δίκες, θύματα ληστείας, ζηλιάρηδες εραστές, και αντιπάλους σε γυμναστικές επιδόσεις. Σ’ αυτή την πινακίδα οι κατάρες στρέφονται ενάντια στις γλώσσες των μαρτύρων ή του μηνυτή.
[via] «Κάλεσε για μένα τον τρικέφαλο δαίμονα για να αποσπάσει την καρδιά του Πλότιους. Υπόσχομαι ότι θα σου προσφέρω δώρα _ σύκα και ένα μαύρο γουρούνι _ αν ολοκληρωθεί αυτό, πριν από το μήνα Μάρτιο. Αυτά θα σου προσφέρω, Περσεφόνη Salvia, όταν ολοκληρώσεις αυτά που ζητώ. Δίνω σε σένα το κεφάλι του Πλότιους του δούλου, γιού του Αβονία. Δίνω σε σένα το μέτωπο του Πλότιους. Περσεφόνη Salvia, δίνω σε σένα τα φρύδια του Πλότιους. Περσεφόνη Salvia, δίνω σε σένα τα βλέφαρα του Πλότιου. Περσεφόνη Salvia, δίνω σε σένα τους μαθητές του Πλότιους…».
«Σου παραδίδω τον Πλότιους από το μήνα Φεβρουάριο. Άφησέ τον να χαθεί οριστικά. Άφησέ τον να πεθάνει άθλια. Άφησέ τον να καταστραφεί στη δυστυχία του ολοκληρωτικά. Φρόντισε ώστε να μη δει άλλο ένα μήνα»!
Η ιδιωτική συλλογή Schøyen έχει μερικές από αυτές τις επιγραφές που μπορείτε να δείτε εδώ.
σχόλια