Η ΚΛΑΟΥΝΤΙΑ ΕΙΣΒΑΛΛΕΙ στη ζωή του Φραντσέσκο ένα ηλιόλουστο πρωινό, στο σχολικό προαύλιο μιας επαρχιακής πόλης της νότιας Ιταλίας. Η συνάντησή τους, σαν κεραυνός στη ζωή τους, γεννά μέσα τους μια πρωτόγνωρη επιθυμία: την επιθυμία για ζωή.
Θα μεγαλώσουν μαζί, διαφορετικοί ο ένας από τον άλλον, όπως η φωτιά και το νερό. Εκείνη, μια εκκεντρική κοκκινομάλλα που φοράει γραβάτες, πάντα φευγάτη. Εκείνος συνεσταλμένος, διστακτικός, μα με τη φλόγα της ερωτικής περιέργειας να σιγοκαίει μέσα του. Δυο ασυμβίβαστοι, δυο άνθρωποι που νιώθουν να μην τους χωράει ο τόπος, ή με άλλα λόγια απλώς δυο νέοι.
Με γλώσσα λυρική και τρυφερή, ο Μάριο Ντεζιάτι τολμά να καταδυθεί στον ερωτικό κόσμο και στις ιδιαιτερότητες μιας ρευστής, ξεριζωμένης, ασυμβίβαστης γενιάς: της δικής του. Της γενιάς των millennials, των σημερινών σαραντάρηδων, που απελευθερώθηκαν και δεν φοβήθηκαν να αναζητήσουν τη θέση τους στον κόσμο μακριά από τον τόπο τους, και που ένιωσαν πραγματικά πολίτες της Ευρώπης.
Ένα μυθιστόρημα για το αίσθημα του ανήκειν, την αυτοεκτίμηση, τις ακλόνητες φιλίες, και τις άπειρες μορφές που μπορεί να λάβει η ερωτική επιθυμία όταν αφήνεται να εκδηλωθεί.
Ο Μάριο Ντεζιάτι μεγάλωσε στη Μαρτίνα Φράνκα, μια μικρή πόλη της Νότιας Ιταλίας. Σήμερα ζει μεταξύ Ρώμης και Βερολίνου. Απόφοιτος της Νομικής, εργάστηκε ως δημοσιογράφος, αρχισυντάκτης στο περιοδικό Nuovi Argomenti και στη συνέχεια ως επιμελητής εκδόσεων και διευθυντής σε εκδοτικό οίκο. Έχει γράψει έντεκα μυθιστορήματα, για τα οποία έχει τιμηθεί με σημαντικά βραβεία, δύο ποιητικές συλλογές και έχει επιμεληθεί πλήθος βιβλίων. Το μυθιστόρημά του Ασυμβίβαστοι τιμήθηκε το 2022 με το σπουδαιότερο λογοτεχνικό βραβείο της χώρας του, το Premio Strega.
Διαβάστε ένα απόσπασμα:
ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΝΕΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΠΕΡΙ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΚΑΤΟΙΚΙΩΝ, ο συνεταιρισμός όπου εργαζόμουν χρεοκόπησε· το γραφείο, ένα λυόμενο ανάμεσα στα σπίτια που ξεκοίλιαζαν οι μπουλντόζες, έγινε παρανάλωμα του πυρός όταν κάποιος το περιέλουσε με πετρέλαιο. Η εμπειρία μου, ωστόσο, με τα πρωτόκολλα και τα κτηματολόγια μου φάνηκε χρήσιμη όταν έγινα συνεργάτης σε ένα κτηματομεσιτικό γραφείο – εκείνη την εποχή όλοι έψαχναν ευκαιρίες στην Πούλια για πενταροδεκάρες, κι εγώ κατάφερνα να βάζω μια ρήτρα στα συμβόλαια ενοικίασης που μετέτρεπε τις ενοικιάσεις σε πωλήσεις. Δεν επρόκειτο για απάτη, αλλά για κενό του νόμου. Είχα μάθει ότι ο κόσμος πλήρωνε μόνο και μόνο για να μην έχει μπλεξίματα· οι νέοι ήθελαν να απαλλαγούν από τα εξοχικά σπίτια, τα τρούλι, τα ετοιμόρροπα αγροτόσπιτα που κληρονομούσαν, και οι κερδοσκόποι ήθελαν να τα αγοράσουν ξοδεύοντας όσο το δυνατόν λιγότερα. Η αντιστοίχιση προσφοράς και ζήτησης ήταν η δουλειά μου. Δεν φορούσα σακάκι και γραβάτα όπως όλοι οι συνάδελφοί μου, αλλά ήμουν πάντα φιλικός, συγκαταβατικός και καθαρός σαν φοιτητής στις πρώτες του εξετάσεις· τους ξανακαλούσα όλους στο τηλέφωνο, ακόμη και όταν είχαν υπογραφεί ήδη τα συμβόλαια. Συνήθιζα να αφήνω καφέδες σε αναμονή στις καφετέριες του κέντρου: μια ένδειξη μεγαλοψυχίας και ισχύος που μου κόστιζε ελάχιστα. «Αυτός ο καφές είναι προσφορά του Βελένο, του γιου Βελένο, γιατί αν περιμέναμε από τον πατέρα του, το πολύ πολύ να τρώγαμε καμιά κλοτσιά στον πισινό».
Το γραφείο μου στην παλιά πόλη ήταν ένα iuso, όπως αποκαλούμε εδώ τα ημιυπόγεια, σκαμμένα κάτω από τις πολυκατοικίες σαν καταφύγια χτισμένα στην πέτρα. Από το παράθυρο κοιτούσα τη χρωματιστή δέσμη ενός σιδερένιου φαναριού σε σχήμα κρίνου στη γωνία του δρόμου, ίδιο και απαράλλαχτο από τότε που το τοποθέτησαν εκεί, πριν από κανέναν αιώνα, κι ένα κομμάτι του εαυτού μου ένιωθε ακριβώς όπως εκείνο το γερασμένο σιδερένιο κομμάτι γύρω από το φως.
Το βράδυ επέστρεφα πάντα μόνος στο σπίτι, οι γονείς μου έβλεπαν τηλεόραση σε πολύ χαμηλή ένταση και αποκοιμιούνταν στις αντικριστές άκρες του καναπέ. Δεν ήθελα να γίνω σαν τον πατέρα μου, οκνηρός, με ύφος βραδύποδα. Σημείωνε τους απόντες στο απουσιολόγιο και στη συνέχεια τους έστελνε όλους να παίξουν, έτσι γενικά και αόριστα, «μπάλα». Οι μαθητές του θα μπορούσαν να κάνουν οτιδήποτε στο τσιμεντένιο τετράγωνο όπου απελευθερώνονταν σαν κρατούμενοι, ακόμη και να παίξουν ξύλο. Εκείνος, με το στρογγυλό, αγγελικό του πρόσωπο, τους αγνοούσε. Όσο καλύτερα πήγαιναν οι δουλειές μου με τα σπίτια τόσο περισσότερο ένιωθε μια απειλή να πλανάται γύρω του: ότι θα πέθαινε φτωχός. Ήταν πεπεισμένος ότι θα τον καταλήστευα, και λούφαζε σε μια αρχαϊκή, αέναη θυματοποίηση, χαρακτηριστική των ανθρώπων του Νότου.
Κάποιες μέρες, όταν δεν ήμουν έξω να δείχνω σπίτια, καθόμουν στο γραφείο κι έπαιζα Τέτρις, υπνωτιζόμουν από τις περιστροφές των χρωματιστών τούβλων, σκεφτόμουν την Κλάουντια και αφηνόμουν σε μια πλήρη αποχαύνωση ώσπου χτυπούσε το τηλέφωνο, με έναν νέο πελάτη, ένα ολοκαίνουριο τρούλο προς πώληση, ένα καταπληκτικό ετοιμόρροπο αγροτόσπιτο με αμπέλια που θα έμπαινε και αυτό στον πίνακα με τις ευκαιρίες.
Η ζωή μου είχε γίνει πια μια συνεχής διαπραγμάτευση. Μερικές φορές προχωρούσα στα τυφλά, αλλά στο τέλος τα κατάφερνα, κουβαλώντας αυτή τη μικρή δόξα του εμπόρου που βλέπει την επιχείρησή του να πετυχαίνει, τον τραπεζικό του λογαριασμό κυρίως να φουσκώνει και σπανίως να ξεφουσκώνει. Συμβόλαια, προσύμφωνα αγοραπωλησίας, υποθήκες, εγγυήσεις: οι εκφάνσεις του πλανήτη στον οποίο ζούσα. Στο μεταξύ, στη Μαρτίνα είχαν καταφτάσει πενήντα Σομαλοί, εικοσάχρονοι και άντρες όλοι, ήθελα να τους γνωρίσω από κοντά, όμως αυτοί οι νεαροί με τα στρογγυλά κεφάλια και τα αποστεωμένα πρόσωπα, τα μαύρα ατίθασα μαλλιά και τη σκούρα σαν τον καφέ επιδερμίδα, απαξιούσαν να μου ρίξουν έστω μια ματιά. Πολύ σύντομα, ένα πέπλο καχυποψίας κάλυψε αυτούς τους άντρες που περιφέρονταν στο χωριό και κοιμούνταν σε ένα ρημαγμένο παλιό ξενοδοχείο. Δεν μιλούσαν σε κανέναν, τους πλησίαζαν μονάχα τα παιδιά και οι άρρωστοι που πήγαιναν στο Κέντρο Ψυχικής Υγείας. Δεν ήταν μόνο τοπικό ζήτημα, στη χώρα δεν γινόταν λόγος για τίποτε άλλο· ήταν λες και αυτοί οι μελαψοί άνθρωποι που περιφέρονταν στους δρόμους ήταν η αιτία της κρίσης, της φτώχειας, των δολοφονιών, των λιμών, των σεισμών. Δεν με τάραζαν αυτά τα λόγια, τα είχα ξανακούσει ως παιδί για τους Αλβανούς και πιο μεγάλος για τους Ρουμάνους, τώρα είχε έρθει η σειρά των μαύρων. Αποτελούσαν μέρος ενός σεναρίου που επαναλαμβάναν οι πιο ανίδεοι και οι πιο κακοί, συχνά οι πιο πλούσιοι.
Παράλληλα με την αποδοκιμασία για τους μαύρους υπήρχε κι εκείνη για τους ομοφυλόφιλους. Ο δήμος είχε αναλάβει τη χορηγία της έκθεσης ενός νεαρού ζωγράφου που ζωγράφιζε άντρες να φιλιούνται. Την είχαν επισκεφθεί μόνο συγγενείς του καλλιτέχνη και μετά βίας κάποιοι ακόμη, όμως η ύπαρξη του δημοτικού θυρεού στο φυλλάδιο είχε σηκώσει κουρνιαχτό. Στο άψε σβήσε οργανώθηκε μια συγκέντρωση στην οποία ένας νεαρός πολιτικός από τη Μαρτίνα άστραψε και βρόντηξε κατά των ομοφυλόφιλων, που έκλεβαν τα χρήματα των σεισμοπαθών. Ο κόσμος τον χειροκρότησε, παρότι στη Μαρτίνα δεν είχε γίνει κανένας σεισμός.