ΤΟ ΚΩΔΙΚΟ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑ ήταν «Απόλλων». Κατά κόσμον ήταν ο δικηγόρος και αξιωματικός Ιωάννης Πελτέκης, που είχε ιδρύσει την οργάνωση «Υβόννη», «ένα από τα πιο πολύτιμα δίκτυα αντίστασης στην Ελλάδα». Ο Απόλλων και η Υβόννη ξεκίνησαν να δραστηριοποιούνται στην Αθήνα στις αρχές του 1943. Το δίκτυο αποδείχτηκε παραδειγματική περίπτωση «αντιστασιακής οργάνωσης πόλης». Μάλιστα, μεταξύ του Ιουνίου 1943 και του Σεπτεμβρίου 1944 οι επιτυχίες του ήταν σημαντικές. Οργάνωσε σαμποτάζ σε 58 γερμανικά πλοία, από τα οποία καταστράφηκαν ολοσχερώς τα 16, ανατίναξε αποθήκες πυρομαχικών στη Λέρο και στο Χασάνι (Ελληνικό), κατέστρεψε 27 ατμομηχανές και ανατίναξε μέσα σε σήραγγα ένα τρένο που μετέφερε πετρέλαιο και πυρομαχικά.
Καθ’ οδόν προς τη Μέση Ανατολή, για να ενταχθεί στον εκεί ελληνικό στρατό, ο Πελτέκης πέρασε από την Τουρκία, όπου τον στρατολόγησε η Βρετανική Υπηρεσία Ειδικών Επιχειρήσεων, η SOE (Special Operations Executive), το στέλεχος της οργάνωσης Ντέιβιντ Πάουσον. Η SOE ιδρύθηκε το καλοκαίρι του 1940, μετά τη συνθηκολόγηση της Γαλλίας με τη Γερμανία, με στόχο την κατασκοπεία και το σαμποτάζ. Ήταν σε μόνιμη αντιπαράθεση με το βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών, το Φόρεϊν Όφις, και τις άλλες βρετανικές μυστικές υπηρεσίες. Το «κατεστημένο» των βρετανικών υπηρεσιών θεωρούσε τη SOE ακραία, με irregular πρακτικές, πολύ περισσότερο που στελέχη της είχαν εκφράσει απόψεις για συνεργασία με την ευρωπαϊκή αριστερά και τα οργανωμένα εργατικά κινήματα στις κατεχόμενες χώρες, «ώστε να συγκροτηθούν μυστικοί στρατοί που θα χτυπήσουν σκληρά αργότερα όταν δώσουμε το σύνθημα». Αλλά το 1943 η SOE ήταν «νομιμοποιημένη» και ενδυναμωμένη στην Ελλάδα, μετά την τεράστια επιτυχία της επιχείρησης Harling τον Νοέμβριο του 1942, δηλαδή της ανατίναξης της σιδηροδρομικής γέφυρας του Γοργοπόταμου, σε συνεργασία με τους αντάρτες του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ.
Ο Καψάσκης παρουσιάζει τη δράση των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών στην Ελλάδα, τις σχέσεις μεταξύ τους, συχνά σχέσεις αντιπαράθεσης, τις σχέσεις τους με αντιστασιακές οργανώσεις, τον βασιλιά και την εξόριστη κυβέρνηση στο διάστημα 1940 έως 1947.
Ο Ντέιβιντ Πάουσον, με τον οποίο συνεργάστηκε ο Απόλλων, ήταν ο χειριστής του Προμηθέα ΙΙ και του Οδυσσέα. Προμηθέας ΙΙ ήταν το κωδικό όνομα του Χαράλαμπου Κουτσογιαννόπουλου, ενός δημοκρατικού αξιωματικού του ναυτικού που είχε αποταχθεί το 1935. Οδυσσέας ήταν το κωδικό όνομα ενός Δωδεκανήσιου καϊκτζή, του Γεράσιμου Αλεξάτου, λαθρεμπόρου ναρκωτικών και καπνού, δημοκρατικών πεποιθήσεων, που καθοδηγούσε ένα δίκτυο καϊκιών για την επαφή μεταξύ Μέσης Ανατολής και κατεχόμενης Ελλάδας. Τα δίκτυα αυτών των δύο ανδρών αποτέλεσαν τη βάση στήριξης της SOE κατά την επιστροφή των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών στην κατεχόμενη Ελλάδα.
Η πρώτη αποστολή που ανέθεσε ο Πάουσον στον Απόλλωνα ήταν να επιστρέψει στην Ελλάδα και να απελευθερώσει τον Προμηθέα ΙΙ που είχε συλληφθεί τον Φεβρουάριο του 1943. Η αποστολή πέτυχε, ο Προμηθέας ΙΙ απελευθερώθηκε και ο Απόλλων θεωρούνταν πλέον ένας αξιόπιστος «ελεύθερος πράκτορας». Ενσάρκωνε ό,τι θα ήθελαν οι Βρετανοί από έναν πράκτορα στην Αθήνα. Δεν είχε πολιτική σκοπιμότητα, δεν ήταν αντάρτης ούτε επιρροή αντάρτικης ομάδας κι ήταν προσηλωμένος σε έναν και μοναδικό στόχο: τη νίκη στον πόλεμο. Η πολιτική ήταν όμως πανταχού παρούσα. Οι Βρετανοί αλλά και το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, στην προσπάθειά τους να ελέγξουν την αντίσταση, είχαν υιοθετήσει τη στάση «ή με εμάς ή εναντίον μας». Έτσι, ο Απόλλων/Πελτέκης κατηγορήθηκε από το Φόρεϊν Όφις ως διπλός πράκτωρ, καθώς δεν ήταν ευπρόσδεκτος ούτε από την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση ούτε από το ίδιο το Φόρεϊν Όφις. Έπεσε, λοιπόν, θύμα αυτής της πολιτικής. Και μαζί του τα 59 μέλη της Υβόννης, «που εκτελέστηκαν ενώ συνέδραμαν τον αγώνα για την απελευθέρωση της Ελλάδας».
Η μελέτη οργανώσεων όπως η Υβόννη επισκιαζόταν μέχρι τώρα από τη μελέτη για το ΕΑΜ και τον ΕΔΕΣ, όπως γράφει ο Κωνσταντίνος Καψάσκης στο βιβλίο του Οι βρετανικές μυστικές υπηρεσίες στην Ελλάδα. Δεν είναι όμως μόνο αυτός ο λόγος που διαβάζουμε με τόσο ενδιαφέρον αυτές τις «μικροϊστορίες» μέσα στη μεγάλη ιστορία που παρουσιάζει ο συγγραφέας. Όπως ο ίδιος γράφει, «κάθε μελέτη μυστικών οργανώσεων αναγκαστικά επικεντρώνεται σε συγκεκριμένα άτομα, καθώς, για λόγους επιχειρησιακής αποτελεσματικότητας και ασφάλειας, μόνο ένας περιορισμένος κύκλος ανθρώπων γνώριζε την ύπαρξή τους». Κι ακόμη «σε μια ανάλυση για κάτι τόσο προσωποκεντρικό όσο η κατασκοπεία η πολιτική προτίμηση, η ιδιοσυγκρασία και οι διαπροσωπικές σχέσεις μπορεί να έχουν καθοριστική επίδραση σε μια ολόκληρη χώρα». Ίσως γι’ αυτό εξακολουθεί να είναι τόσο γοητευτικός ο κόσμος των Βρετανών κατασκόπων και πρακτόρων. Κατείχαν ισχυρές κοινωνικές θέσεις, με υψηλές κοινωνικές διασυνδέσεις, ήταν απόφοιτοι του Κέμπριτζ κ.λπ. Ο Καψάσκης μας θυμίζει την περίπτωση του Φράνσις Νόελ-Μπέικερ, που, έχοντας διαφωνήσει με την πολιτική του Φόρεϊν Όφις για την Ελλάδα, παρέμεινε σημαντικός για τον Τσόρτσιλ. Ο Βρετανός πρωθυπουργός ήθελε να ακούσει προσωπικά τη γνώμη του, προφανώς λόγω του κοινωνικού κύρους αυτού του αποφοίτου του Κέμπριτζ.
Ο Καψάσκης παρουσιάζει τη δράση των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών στην Ελλάδα, τις σχέσεις μεταξύ τους, συχνά σχέσεις αντιπαράθεσης, τις σχέσεις τους με αντιστασιακές οργανώσεις, τον βασιλιά και την εξόριστη κυβέρνηση στο διάστημα 1940 έως 1947. Η περίοδος αντιστοιχεί με την είσοδο της Ελλάδας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι τη μεταβίβαση της στρατιωτικής ηγεμονίας από τη Βρετανία στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1947. Γράφει ο Καψάσκης: «Το 1947 η χώρα βρισκόταν πλέον σε ανοιχτό εμφύλιο πόλεμο και η Βρετανία δεν μπορούσε να υποστηρίξει την ελληνική κυβέρνηση. Στη θέση της βρετανικής υποστήριξης, η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε και έλαβε της υποστήριξη της κυβέρνησης Τρούμαν, που της εξασφάλισε τελικά τη νίκη το 1949». Οι σχέσεις των Αμερικανών με τους Βρετανούς συναδέλφους τους κατά την περίοδο της μετάβασης της ηγεμονίας δεν ήταν από τις καλύτερες. Ο πρώτος επικεφαλής της αμερικανικής OSS, λοχαγός Ουίνστον Έργκοτ, είχε πολύ κακή άποψη για τη βρετανική εμπλοκή στην Ελλάδα. Φαίνεται πως υπήρχαν προηγούμενα, καθώς οι βρετανικές υπηρεσίες είχαν προσπαθήσει να περιορίσουν, να ελέγξουν ή και να εμποδίσουν τις αμερικανικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα. Η μικροϊστορία δίνει συναρπαστικά επεισόδια, όπως η βύθιση του καϊκιού «Ειρήνη» από το βρετανικό ναυτικό τον Ιούνιο του 1944, παρόλο που το σκάφος είχε εκπέμψει σωστά σήματα. Οι Βρετανοί ήθελαν να δολοφονήσουν έναν από τους επιβάτες του σκάφους, τον Πανάγο Παραλή, που παλιότερα δούλευε για τους Βρετανούς, αλλά αργότερα στρατολογήθηκε από την OSS.
Το βιβλίο του Καψάσκη αποστασιοποιείται από τη μέχρι τώρα ιστορική διαμάχη για τον Εμφύλιο και τη βρετανική παρέμβαση, απομακρύνεται από τις λεγόμενες αναθεωρητικές και μετα-αναθεωρητικές προσεγγίσεις, αδιαφορεί για τις υποθέσεις του τύπου ότι η διόγκωση του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ μπορεί να οφείλεται στις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες, αφήνει κατά μέρος τις σχηματοποιήσεις και τα μανιχαϊστικά σχήματα και προτείνει μια νέα αφήγηση. Η αφήγηση αυτή στηρίζεται κυρίως σε αρχειακές πηγές από τις συλλογές των Βρετανικών Εθνικών Ιστορικών Αρχείων και ειδικότερα από τα αρχεία της SOE. Δείχνει την περιπλοκότητα των σχέσεων και αναδεικνύει τις αποχρώσεις, τόσο χρήσιμες για να απομακρυνθούμε από τα σχήματα, πολλές φορές μεροληπτικά, της μέχρι τώρα ιστοριογραφίας. Επιπλέον, η αφήγησή του προσφέρει συναρπαστικές σελίδες στον σημερινό αναγνώστη.
Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι η βρετανική πολιτική προς την Ελλάδα παρέμεινε πολύ πιο σταθερή απ’ ό,τι φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Υποστήριξε αταλάντευτα τον βασιλιά και την εξόριστη κυβέρνηση με στόχο την εξασφάλιση της βρετανικής επιρροής μετά τον πόλεμο. Οι πολιτικοί στόχοι της Βρετανίας ήταν σε απόλυτη προτεραιότητα σε σχέση με την αντιστασιακή προσπάθεια. Οι μυστικές υπηρεσίες, παρά τις αντιθέσεις τους, εξυπηρέτησαν την πολιτική προσπάθεια, όπως φαίνεται από το γεγονός ότι οι πολιτικές οδηγίες προς τις υπηρεσίες πληροφοριών ήταν οι ίδιες είτε επρόκειτο για τους πρώτους μήνες του πολέμου είτε κατά τα Δεκεμβριανά του 1944. Το ΕΑΜ επεκτάθηκε και αναπτύχθηκε ανεξάρτητα από τη βρετανική υλική υποστήριξη. Οι Βρετανοί ενθάρρυναν τον ανταρτοπόλεμο, αλλά το ΕΑΜ και η κυρίαρχη θέση του προϋπήρχαν κάθε βρετανικού ενδιαφέροντος. Από την πλευρά τους οι Βρετανοί δεν δίσταζαν να στηρίξουν αντιδραστικές οργανώσεις, που είχαν συχνά διασυνδέσεις με τον στρατό κατοχής. Γράφει ο Καψάσκης: «Όσο προχωρούσε ο πόλεμος και όσο το ΕΑΜ γινόταν ολοένα και πιο ανεξέλεγκτο, τόσο οι προσπάθειες των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών να το διαβρώσουν γίνονταν πιο εμφανείς και πιο απελπισμένες. Η βρετανική επέμβαση στην Ελλάδα δεν ήταν ούτε μια ηρωική πράξη υπεράσπισης της ελευθερίας ούτε μια σκοτεινή συνωμοσία για την καταστολή της ελευθερίας των Ελλήνων. Ήταν μια αντανάκλαση υποκείμενων βρετανικών προτεραιοτήτων που δεν λάμβανε υπόψη τις τραγικές τους συνέπειες».
*Παράλληλα με το βιβλίο του Κωνσταντίνου Καψάσκη, διάβασα το τρομερά ενδιαφέρον ημερολόγιο της πριγκίπισσας Ελένης του Νικολάου, που καλύπτει την περίοδο 1940-46 (εκδόσεις Καπόν). Στα γεύματα και στα δείπνα της πριγκίπισσας «συνάντησα» πολλούς δρώντες των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών στην Αθήνα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.