Πώς επηρέασε τους Αθηναίους και τους Πειραιώτες η Κατοχή και πώς αντέδρασαν μετά το πρώτο σοκ στη «νέα κατάσταση πραγμάτων»; Πώς δημιουργήθηκε το αντιστασιακό κίνημα, ποιες ήταν οι κύριες οργανώσεις του και πώς εξελίχθηκε σε ένα από τα μαζικότερα και πλέον δραστήρια στην κατεχόμενη Ευρώπη;
Ποιοι ήταν, από την άλλη, οι προδότες, οι δωσίλογοι και οι συνεργάτες των κατοχικών αρχών; Πόσες ζωές χάθηκαν στην Αττική από τον μεγάλο λιμό του ’41-’42, πόσοι αντιστασιακοί σκοτώθηκαν σε μάχες είτε εκτελέστηκαν από τους κατακτητές και τους ντόπιους συνεργάτες τους; Ποια ήταν η κορυφαία αντιστασιακή εκδήλωση; Υπάρχουν νεότερα στοιχεία για όλα αυτά;
Γιατί οι Έλληνες γιορτάζουμε κατ’ εξαίρεση την έναρξη του πολέμου και όχι τη λήξη του, την απελευθέρωση δηλαδή –επέτειος για την επίσημη καθιέρωση της οποίας έχει συνηγορήσει και ο ίδιος– και πόσα γνωρίζουμε τελικά, πέρα από τα κατασκευασμένα αφηγήματα και τα στερεότυπα, για μια πολυτάραχη ιστορική περίοδο που εξακολουθεί να προκαλεί πάθη και έριδες;
Αυτά και άλλα συζητήσαμε με τον γνωστό οικονομολόγο και ιστορικό (διδάσκει στο ΕΚΠΑ και στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο) χάρη στην επανακυκλοφορία του βιβλίου του «Η εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα» (α’ έκδοση 2012) το οποίο μαζί με το επίσης δικό του «Η Μάχη της Αθήνας» (2014) θεωρούνται κορυφαίες πηγές στο είδος τους και όχι άδικα.
Τα εγκλήματα των Χιτών, των Ταγματασφαλιτών, της Χωροφυλακής επίσης ήταν, σας διαβεβαιώ, πολύ περισσότερα, πολύ χειρότερα, δύσκολα τα χωράει ο νους. Όσο για τον δωσιλογισμό, αυτός είναι ισχυρός σε όλες τις κατεχόμενες χώρες – παντού υπάρχουν άνθρωποι που αποκτηνώνονται και καταδίδουν είτε αντιστασιακούς είτε Εβραίους.
— Το βιβλίο σας «Η εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα» είχε γίνει περιζήτητο, εξαντλήθηκε και η επανέκδοσή του γνωρίζει θερμή υποδοχή. Πού το αποδίδετε;
Αυτό συμβαίνει γιατί ενώ πολλά έχουν γραφτεί για την Κατοχή, δεν είχαμε μέχρι την έκδοση αυτή δουλειές που να εστιάζουν συγκεκριμένα στο αντιστασιακό κίνημα που αναπτύχθηκε στην πρωτεύουσα και στην Αττική συνολικά και στο πώς αντέδρασαν γενικότερα οι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι σε αυτή την «κατάσταση έκτακτης ανάγκης».
Το τελευταίο είναι, ξέρετε, κάτι αρκετά περίπλοκο, καθώς γεννήθηκε ουσιαστικά από την ίδια την κοινωνία – μπορεί την πρωτοβουλία να έλαβαν συγκεκριμένοι πολιτικοί φορείς, όπως το ΚΚΕ στην περίπτωση του ΕΑΜ, όμως η ίδια η κοινωνία είναι που το συνδιαμόρφωσε, το ανέδειξε και το μαζικοποίησε, δίνοντάς του τον χαρακτήρα που έλαβε τελικά.
Κάτι ανάλογο συνέβη σε πολλές κατεχόμενες πόλεις, η Αθήνα όμως έχει την ιδιαιτερότητα ότι εδώ, όπως και στη Βαρσοβία αντίστοιχα, αναπτύχθηκε ένα από τα μεγαλύτερα αντιστασιακά κινήματα στην Ευρώπη μιλώντας για αστικά περιβάλλοντα, τόσο σε επίπεδο μαζικότητας όσο και εύρους δράσεων. Υπάρχει ένα μεγάλο κενό σε επίπεδο μνήμης στην πόλη της Αθήνας και μιλάμε για ένα κίνημα που είχε, επιπλέον, πολλούς νεκρούς.
— Έχουμε κάποιους αριθμούς αναφορικά με τις απώλειες;
Ναι, υπάρχουν, κάπου 4.100 άνθρωποι υπολογίζεται ότι σκοτώθηκαν τότε σε όλο τον νομό Αττικής, είτε πολεμώντας τους Γερμανοϊταλούς και τους Έλληνες συνεργάτες τους είτε εκτελέστηκαν. Περίπου οι μισοί εξ αυτών ήταν αντιστασιακοί που ή παραδόθηκαν στους κατακτητές από τα ελληνικά σώματα ασφαλείας ή σκοτώθηκαν σε συγκρούσεις μαζί τους.
— Η Αθήνα είχε αναμφίβολα ένα πολύ δυνατό αντιστασιακό κίνημα και πλήρωσε βαρύ φόρο αίματος, τι κοινωνικά χαρακτηριστικά όμως είχε; Διότι υπήρξαν ταυτόχρονα και ουκ ολίγοι Αθηναίοι που ανέχθηκαν τους κατακτητές ή συνεργάστηκαν μαζί τους με το αζημίωτο, όπως γνωρίζουμε.
Να πούμε καταρχήν ότι πρόκειται για μια εξαιρετικά βίαιη και ανασφαλή εποχή. Η μεγάλη ιδιαιτερότητα του Β’ Παγκοσμίου είναι ότι οι συνέπειές του δεν μένουν στο πεδίο της μάχης αλλά εισβάλλουν κυριολεκτικά στις κατακτημένες κοινωνίες και τον άμαχο πληθυσμό. Κάτι που σχετίζεται επίσης τόσο με τη ρατσιστική ιδεολογία ειδικά των ναζί όσο και με το γεγονός ότι απομύζησαν κυριολεκτικά τις χώρες που κατέλαβαν ώστε να χρηματοδοτήσουν την πολεμική τους μηχανή.
Σε όλες τις κατεχόμενες χώρες παρατηρείται, επομένως, μια απότομη κατάρρευση της οικονομίας, περισσότερο δε υπέφεραν οι πιο ασταθείς οικονομίες όπως ήταν η ελληνική – κάτι ανάλογο είδαμε να συμβαίνει και στην κρίση του 2008.
Αυτή ήταν και μια από τις αιτίες του φοβερού λιμού σε Αθήνα και Πειραιά τον χειμώνα του ’41-’42, του χειρότερου σε πόλη της κατεχόμενης Ευρώπης, μια τραγωδία για την οποία επίσης δεν πολυμιλάμε. Δεν υπάρχει καν κάποιο μνημείο για τους 45.000 νεκρούς από πείνα, όπως τους υπολογίζουν οι σχετικές μελέτες.
— Έχω διαβάσει για πολύ μεγαλύτερους αριθμούς, για έως και 200.000 νεκρούς.
Όχι, αυτά τα νούμερα είναι υπερβολικά. Τόσοι νεκροί θα χρειάζονταν πολλούς μήνες για να ταφούν και στο μεταξύ θα πέθαιναν πολύ περισσότεροι από τις επιδημίες που θα ξεσπούσαν. Αλλά και οι 45.000 θάνατοι δεν είναι καθόλου λίγοι, χάθηκε, φανταστείτε, μέσα σε έξι μήνες ο πληθυσμός μιας ολόκληρης πόλης.
Γεγονός πάντως είναι ότι εκείνο το κακό λειτούργησε ως επιταχυντής για το αντιστασιακό κίνημα. Οι περισσότερες αντιστασιακές οργανώσεις εμφανίζονται ή ισχυροποιούνται –όπως το ΕΑΜ, που ιδρύθηκε βέβαια λίγο νωρίτερα– μετά τον Οκτώβριο του ’41, οπότε ξεκινά η μεγάλη πείνα.
Αυτό συνέβη διότι οι πολίτες συνειδητοποίησαν ότι ακόμα και υπακοή να δείξουν στη «νέα τάξη πραγμάτων», η ίδια η επιβίωση δεν είναι καθόλου εξασφαλισμένη για τους περισσότερους και ειδικά τους μη προνομιούχους, άρα η αντίσταση ήταν μονόδρομος. Συνέβη λοιπόν, τηρουμένων πάντα των αναλογιών και σε μαζικότερο βέβαια επίπεδο, ό,τι και στην πρόσφατη οικονομική κρίση με τις δομές αλληλεγγύης που αναπτύχθηκαν πανελλαδικά.
— Γράφετε ότι ο πρώτος αγώνας γίνεται για να σταματήσουν οι θάνατοι από πείνα, για να βρεθούν τρόφιμα για όλους.
Πράγματι, ο καταρχήν στόχος των αντιστασιακών κινημάτων στις κατεχόμενες πόλεις, και όχι μόνο στην Ελλάδα, δεν ήταν να διώξουν τους κατακτητές αλλά να περιορίσουν με τη δράση τους τα δεινά της Κατοχής αφενός, να κρατήσουν ψηλά την ψυχολογία και το ηθικό των ανθρώπων αφετέρου.
Αυτό το τελευταίο ήταν εξόχως σημαντικό και το αναδεικνύω και στο βιβλίο, όπου παρουσιάζεται μια εξαιρετική μελέτη τεσσάρων νευρολόγων και ψυχιάτρων που υπηρετούσαν στην Κατοχή στα αθηναϊκά νοσοκομεία. Την εξέδωσαν το 1947 και εκεί παρουσίαζαν πώς η ζοφερή πραγματικότητα που επέβαλαν οι κατακτητές και οι Έλληνες συνεργάτες τους καταδίκαζαν τον πληθυσμό σε έναν αργό και μαρτυρικό θάνατο, όχι μόνο λόγω υποσιτισμού αλλά και λόγω ψυχικής κατάρρευσης.
Η οργανωμένη αντίσταση, με κύριο άξονα το ΕΑΜ, καταφέρνει αυτό ακριβώς, να ανασυγκροτήσουν οι άνθρωποι τις προσωπικότητές τους, να ξεπεράσουν τον τρόμο και να αποκτήσουν κουράγιο και ελπίδα. Από εκεί που είμαστε σε μια ελεύθερη πτώση σαν κοινωνία τον πρώτο ενάμιση χρόνο της Κατοχής, οι αντιστασιακές οργανώσεις καταφέρνουν να απλώσουν ένα δίχτυ προστασίας, αντιστρέφοντας σε μεγάλο βαθμό τη διαδικασία της κατάρρευσης.
Τον τελευταίο πια χρόνο της Κατοχής, ο αντίπαλος δεν ήταν τόσο οι Γερμανοί όσο οι ντόπιοι συνεργάτες τους. Οι οποίοι, ενώ ο κόσμος πέθαινε στους δρόμους, συσσώρευαν πλούτη – σε κάθε κρίση, ως γνωστό, κάποιες κοινωνικές ομάδες φροντίζουν να βγαίνουν ωφελημένες. Αναφορικά με την Κατοχή, οι ομάδες αυτές δεν ήταν η πλειοψηφία, ούτε όμως και αμελητέες αριθμητικά.
— Ποιες κοινωνικές ομάδες είναι αυτές;
Προέρχονται κυρίως από τη μεγαλοαστική τάξη, ένα μεγάλο κομμάτι της οποίας συνεργάστηκε έμμεσα ή άμεσα με τους Γερμανοϊταλούς, οι περισσότεροι οικονομικά, αρκετοί όμως και πολιτικά, ασπαζόμενοι τον φασισμό και τον ναζισμό. Δεν είναι μόνο τα κέρδη που απέκτησαν οι εν λόγω επιχειρηματίες, είναι και ότι συνεργαζόμενοι με τις κατοχικές αρχές κράτησαν ζωντανές τις επιχειρήσεις τους.
Μην ξεχνάμε ότι πρόσβαση στις πρώτες ύλες που σπάνιζαν και στην παροχή ενέργειας είχαν μόνο όσες βιοτεχνίες, βιομηχανίες και εταιρείες συνεργάζονταν, οι άλλες αφήνονταν στην τύχη τους. Οι ίδιες επιχειρήσεις ήταν που επωφελήθηκαν μεταπολεμικά και από το σχέδιο Μάρσαλ! Αλλά ενώ στο στρατιωτικό κομμάτι εύκολα μπορεί να εντοπίσει κανείς ποιοι τάχθηκαν ξεκάθαρα με τον κατακτητή, στο οικονομικό τα πράγματα περιπλέκονται.
Και είναι λυπηρό να μπαίνουμε σήμερα σε ιστοσελίδες μεγάλων εταιρειών που οι ιστορικοί της περιόδου ξέρουμε με στοιχεία ότι συνεργάστηκαν με τους ναζί και να βλέπουμε να δηλώνουν ότι, ξέρετε, εμείς στην Κατοχή κλείσαμε και δεν δώσαμε κανένα δικαίωμα, γιατί φυσικά δεν ισχύει.
— Υπήρξαν εντούτοις και στο αντιστασιακό κίνημα κάποια αρνητικά φαινόμενα, η δράση της ΟΠΛΑ, π.χ., στην οποία αναφέρεστε και στο βιβλίο, έχει επικριθεί αρκετά.
Κοιτάξτε, είναι άλλο τα γεγονότα και άλλο η πολιτική τους διαχείρηση από το ένα ή το άλλο πολιτικό αφήγημα. Είναι βέβαια χρήσιμο να τα γνωρίζουμε κι αυτά, αλλά την πραγματική ιστορία τη μαθαίνουμε και την κατανοούμε μόνο μέσα από την επιστημονική έρευνα. Κάποιοι σήμερα μπορεί να πουν ότι τα μέλη της ΟΠΛΑ ήταν εγκληματίες εκτελεστές, κάτι που όμως δεν ίσχυε στο ιστορικό της πλαίσιο.
Αντίστοιχα τμήματα με την ΟΠΛΑ είχαν καταρχήν όλες οι αντιστασιακές οργανώσεις στην Ευρώπη. Ήταν η «ασφάλειά» τους και αποστολή είχαν να εκτελούν τους προδότες. Οι οποίοι, ξέρετε, δεν ήταν και λίγοι – αναφέρομαι εκτενώς σε αυτό το φαινόμενο στο επόμενο βιβλίο μου που θα αφορά τους δωσίλογους.
— Ώστε δεν ήταν εξαίρεση η προδοσία και ο δωσιλογισμός.
Απεναντίας, ήταν ένα φαινόμενο αρκετά συχνό, κάτι όχι τόσο παράξενο αν σκεφτούμε πρακτικά. Οι γειτονιές της Αθήνας ήταν τότε πολύ μικρότερες και οι άνθρωποι γνωριζόντουσαν μεταξύ τους. Κάποιος που έμενε στον Βύρωνα ή στο Περιστέρι, ας πούμε, μπορούσε πολύ εύκολα να μάθει ποιοι γείτονες ήταν οργανωμένοι στην ΕΠΟΝ, στο ΕΑΜ και τις άλλες αντιστασιακές οργανώσεις. Ο πρώτος μάλιστα δωσίλογος που εκτελέστηκε, ο λεγόμενος «Έξαρχος», μόλις 17 ετών τότε, είχε καταδώσει όλη την ΕΠΟΝ του Πολυτεχνείου.
Θα πρέπει, ξέρετε, να δούμε τι είδους άνθρωποι ήταν αυτοί που εκτέλεσε η ΟΠΛΑ – υπάρχει όλη αυτή η φιλολογία για την αδικοχαμένη ηθοποιό Ελένη Παπαδάκη, αν όμως εκείνη ήταν το μόνο αθώο θύμα ανάμεσα στα 3.000 άτομα που η οργάνωση αυτή εκτέλεσε στα Δεκεμβριανά, τότε μάλλον έκανε καλά τη δουλειά της.
Τα εγκλήματα των Χιτών, των Ταγματασφαλιτών, της Χωροφυλακής επίσης ήταν, σας διαβεβαιώ, πολύ περισσότερα, πολύ χειρότερα, δύσκολα τα χωράει ο νους. Όσο για τον δωσιλογισμό, αυτός είναι ισχυρός σε όλες τις κατεχόμενες χώρες – παντού υπάρχουν άνθρωποι που αποκτηνώνονται και καταδίδουν είτε αντιστασιακούς είτε Εβραίους.
— Οι οποίοι συνεργάτες των κατοχικών αρχών συχνά αποδείχθηκαν «βασιλικότεροι του βασιλέως».
Ισχύει δυστυχώς. Στην Αθήνα και τον Πειραιά ειδικά, όπου επικεντρώνομαι στην έρευνά μου, τον τελευταίο χρόνο της Κατοχής και με τους Ιταλούς να έχουν συνθηκολογήσει, οι Γερμανοί δεν είχαν πια αρκετές δυνάμεις. Η Βέρμαχτ δεν ασχολούνταν με την αντίσταση, δεν πήγαινε να συγκρουστεί με τους αντάρτες σε γειτονιές όπως η Καισαριανή και η Κοκκινιά. Αυτό ήταν αρμοδιότητα των SS, που όμως είχαν επίσης λίγες δυνάμεις και ήθελαν να περιορίσουν όσο γινόταν τις απώλειες.
Σε αυτές λοιπόν τις επιχειρήσεις πρωτοστατούσαν Έλληνες χωροφύλακες, αστυνομικοί και Ταγματασφαλίτες – αυτοί ήταν κυρίως που επιδίδονταν σε συλλήψεις, ανακρίσεις, βασανιστήρια και εκτελέσεις αγωνιστών. Μόνο στον νομό Αττικής υπολογίζονται ότι τουλάχιστον 1.500 άνθρωποι σκοτώθηκαν σε διαδηλώσεις, σε μάχες, είτε παραδόθηκαν στους Γερμανούς για να εκτελεστούν.
— Ποια θα χαρακτηρίζαμε ως κορυφαία αντιστασιακή εκδήλωση στη διάρκεια της Κατοχής;
Αναμφίβολα τις μαζικές κινητοποιήσεις ενάντια στην υποχρεωτική πολιτική επιστράτευση. Επρόκειτο για ένα μέτρο που εφαρμόστηκε πανευρωπαϊκά, καθώς με τις διαρκώς αυξανόμενες ανάγκες των ναζί για ανθρώπινο δυναμικό στο ανατολικό μέτωπο επιστρατεύονταν όλο και περισσότεροι Γερμανοί εργάτες, οι οποίοι κάπως έπρεπε να αντικατασταθούν ώστε να μην υπάρξει πρόβλημα στην παραγωγή. Τα κενά επιχείρησαν να τα καλύψουν με την επιστράτευση εργατών από τις κατεχόμενες χώρες.
Μόνο στην Ελλάδα δεν τους πέρασε. Ύστερα από ένα δεκαήμερο κανονικής εξέγερσης με διαδηλώσεις, απεργίες και αιματηρές συγκρούσεις, που κορυφώθηκε στις 5/3/1943, οι Γερμανοί υπαναχώρησαν ώστε να αποφύγουν τον εκτροχιασμό της κατάστασης σε μια δύσκολη φάση του πολέμου, που έμελλε να είναι και η αρχή του τέλους του Γ’ Ράιχ.
Αυτό αποτέλεσε και μια μεγάλη πολιτική νίκη του ΕΑΜ, της κατεξοχήν οργανωτικής αρχής αυτών των κινητοποιήσεων, χάρη στις οποίες αποσοβήθηκε η επιστράτευση 80.000 Ελλήνων εργατών, όπως προέβλεπε το ναζιστικό σχέδιο. Δεν υπήρχαν Έλληνες ανάμεσα στα 10 εκατ. ξένων εργατών –οι μισοί εξ αυτών, αιχμάλωτοι πολέμου– που βρίσκονταν στη Γερμανία το 1945.
— Εκτός από το ΕΑΜ, ποιες άλλες οργανώσεις έδρασαν τότε στην Αθήνα;
Το ΕΑΜ ήταν, όπως είπαμε, η κύρια αντιστασιακή οργάνωση, υπήρχαν όμως επίσης η ΠΕΑΝ, ο ΕΔΕΣ, η Ιερά Ταξιαρχία, η «Μπουμπουλίνα» της Λέλας Καραγιάννη και άλλες μικρότερες, που καθεμία είχε μια ειδίκευση. Η «Μπουμπουλίνα», π.χ., φυγάδευε Βρετανούς που ξέμειναν μετά την υποχώρηση του ’41.
Είναι, ξέρετε, ενδιαφέρον ότι το ιδρυτικό κείμενο του ΕΑΜ ήταν πολύ συντηρητικό συγκριτικά με αυτά άλλων οργανώσεων – ήταν οι πολιτικές ζυμώσεις και οι αλλαγές των δεδομένων που το ριζοσπαστικοποίησαν. Αλλά δεν άλλαξε χαρακτήρα μόνο το ΕΑΜ, ο ΕΔΕΣ, ας πούμε, από αντιμοναρχικός κατέληξε φιλοβασιλικός. Ούτε, όμως, για το σπουδαίο έργο που επιτέλεσαν όλες αυτές οι οργανώσεις γνωρίζουμε πολλά, διότι η σημασία του ελληνικού αντιστασιακού κινήματος υπονομεύθηκε μεταπολεμικά για πολιτικούς λόγους.
— Ισχύει πράγματι ότι οι Ιταλοί κατακτητές ήταν πιο «μαλακοί» συγκριτικά με τους Γερμανούς;
Οι μαρτυρίες και τα στοιχεία που έχουμε όντως συνηγορούν σε αυτό. Υπήρχε σίγουρα μια διαφοροποίηση ανάμεσα στους μελανοχίτωνες, που ήταν ιδεολόγοι φασίστες εξίσου σκληροί με τους ιδεολόγους Γερμανούς ναζί των SS, και τους απλούς φαντάρους, οι οποίοι δεν είχαν την πειθαρχία και τον φανατισμό των Γερμανών στρατιωτών.
Να πούμε ωστόσο ότι, τουλάχιστον στην Αττική, οι Γερμανοί το σκληρότερο πρόσωπό τους το έδειξαν το ’44 –αλλού βέβαια, όπως στην Κρήτη, το είχαν κάνει πολύ νωρίτερα–, όταν είχαν απομείνει οι μόνοι κυρίαρχοι και τα πράγματα είχαν δυσκολέψει πολύ γι’ αυτούς τόσο στην Ελλάδα και σε άλλες κατεχόμενες χώρες όσο και στα πολεμικά μέτωπα.
Τους Ιταλούς δεν τους είδαμε τόσο «στριμωγμένους» για να κρίνουμε, μετά τη συνθηκολόγηση του Σεπτεμβρίου του ’43 συστάθηκαν, εντούτοις, δύο τάγματα αμετανόητων φασιστών που τέθηκαν στην υπηρεσία των Γερμανών και, φορώντας ίδιες στολές με αυτούς, συμμετείχαν στα μπλόκα και τις επιχειρήσεις κατά των ανταρτών.
— Από τα λεγόμενά σας συμπεραίνει κανείς ότι υπάρχουν ακόμα πτυχές της Κατοχής και της Αντίστασης που δεν έχουν φωτιστεί επαρκώς.
Καταλαβαίνουμε, ξέρετε, τα κενά μας όταν αρχίζουμε να εντρυφούμε σε ένα γνωστικό αντικείμενο. Μια πολύ θετική εξέλιξη ήταν το άνοιγμα που κάναμε στο πεδίο αυτό τα τελευταία χρόνια με άλλους συναδέλφους, χρησιμοποιώντας σύγχρονα γνωστικά εργαλεία. Το ποιοι ακριβώς συνεργάστηκαν με τους κατακτητές και για ποιους ακριβώς λόγους είναι μια από τις πτυχές που χρειάζεται να διερευνηθούν περισσότερο.
Υπάρχουν επίσης κενά που αφορούν διάφορες περιοχές της χώρας – η Ελλάδα του ’40 δεν ήταν τόσο ομογενοποιημένη όσο η σημερινή, υπήρχαν περισσότερο διακριτές γλωσσικές και εθνοτικές μειονότητες, Σλάβοι, Τσάμηδες, Βλάχοι και βέβαια οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί της Θράκης, που εξακολουθούν να ζουν εκεί.
Το σημαντικότερο, όμως, είναι να επικοινωνήσουμε ευρύτερα αυτήν τη γνώση ώστε να γίνει προσιτή σε κάθε πολίτη. Χρειάζεται να καλλιεργήσουμε μια ιστορική κουλτούρα που θα μας επιτρέψει να κατανοήσουμε περισσότερο το παρελθόν μας, κάτι που μπορεί να μας κάνει και καλύτερους πολίτες.
Αυτή είναι άλλωστε και η φιλοσοφία των ιστορικών περιπάτων Athens History Walks για την Κατοχή και τα Δεκεμβριανά που ξεκινήσαμε το 2013 και η μεγάλη τους ανταπόκριση δείχνει το ενδιαφέρον που υπάρχει για εκείνη την περίοδο.
— Ένα ερώτημα που τίθεται συχνά είναι γιατί εμείς οι Έλληνες κατ’ εξαίρεση γιορτάζουμε την είσοδό μας στον Β’ Παγκόσμιο και όχι την ημέρα της απελευθέρωσης.
Η εθνική εορτή της 28ης Οκτωβρίου καθιερώθηκε λίγες μέρες μετά την απελευθέρωση. Επρόκειτο για μια απόφαση της τότε κυβέρνησης εθνικής ενότητας στην οποία συμμετείχε και το ΕΑΜ και η οποία αναγράφτηκε στο ΦΕΚ της 24ης/10/44. Στον πρώτο εορτασμό, η «μεγάλη τιμώμενη» ήταν η εθνική αντίσταση.
Από τα Δεκεμβριανά και μετά αυτό αλλάζει και ο εορτασμός επικεντρώνεται αποκλειστικά στο αλβανικό «έπος» του ’40-’41. Ό,τι συνέβη στη συνέχεια, μαζί και η λήξη του πολέμου, ουσιαστικά διαγράφεται διότι αλλιώς θα έπρεπε αναγκαστικά να γίνει λόγος για ένα μαζικό αντιστασιακό κίνημα στο οποίο πρωταγωνίστησε το ΕΑΜ, οι ηττημένοι δηλαδή του εμφυλίου που ακολούθησε. Η ίδια η συμμετοχή στην εθνική αντίσταση με το ΕΑΜ ποινικοποιήθηκε, εξέλιξη που έθεσε στο περιθώριο και όλες τις άλλες αντιστασιακές οργανώσεις.
Υπήρχαν, επιπλέον, πολλές «σκιές» για αρκετούς ανθρώπους που συμμετείχαν στη μεταπολεμική οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας εξαιτίας της συνεργασίας τους με τις κατοχικές δυνάμεις.
Ένας τρίτος λόγος ήταν πως ήμασταν η μοναδική ως τότε χώρα που είχαμε αποκρούσει μια χερσαία επίθεση του Άξονα, κάτι σίγουρα αξιομνημόνευτο. Όταν προ ετών είχα τη χαρά να είμαι επικεφαλής των εορταστικών εκδηλώσεων για την απελευθέρωση της Αθήνας, ορισμένοι που δεν τους άρεσε η ιδέα και αγνοούσαν ακόμα και το πώς και το γιατί καθιερώθηκε η 28η Οκτωβρίου, έκαναν μέχρι και συνέδριο για να καταγγείλουν τις προσπάθειες που τάχα γίνονταν από κάποιους –τότε λέγανε «ο ΣΥΡΙΖΑ» που ήταν κυβέρνηση– ώστε να αντικατασταθεί η «πατριωτική εθνική εορτή» της 28ης Οκτωβρίου με τη 12η Οκτωβρίου (του ’44), λες και η επέτειος της απελευθέρωσης είναι λιγότερο εθνική και πατριωτική!
— Ναι, τις θυμάμαι αυτές τις αντιδράσεις.
Ήταν άλλο ένα δείγμα ότι η πολιτική διαμάχη για τον εορτασμό αυτόν δεν έχει λήξει. Προσωπικά πιστεύω ότι ναι, είναι αναμφίβολα σημαντική επέτειος η 28η, σημαντική όμως είναι και η 12η, σε όλη άλλωστε την Ευρώπη την τελική νίκη κατά του φασισμού και του ναζισμού γιορτάζουν. Εμείς όμως εξακολουθούμε να μη την προβάλλουμε. Η τελευταία φορά που τιμήσαμε επίσημα την επέτειο της απελευθέρωσης ήταν το 2019. Έκτοτε επικρατεί «σιωπή» και ο λόγος δεν ήταν η πανδημία που μεσολάβησε, αν με εννοείτε.
— Ένα ακόμα «άβολο» ερώτημα είναι πώς ένας λαός που υπέφερε τόσα στον πόλεμο και την Κατοχή έφτασε να δίνει διψήφιο εκλογικό ποσοστό σε ένα μόρφωμα σαν τη Χρυσή Αυγή που δεν έκρυβε τις ναζιστικές του καταβολές.
Κοιτάξτε, μας αρέσει να καμαρώνουμε για την πλούσια ιστορία που έχουμε ως λαός, ως έθνος, ως χώρα, ό,τι νομίζει καθένας. Κι όμως, ένα μεγάλο κομμάτι της ιστορίας των ανθρώπων που έζησαν και ζουν σε αυτήν τη γεωγραφική περιοχή μάς είναι ακόμα άγνωστο. Οι διδακτικές αναλογίες στα ελληνικά σχολεία και τα πανεπιστήμια αναφορικά με την αρχαία, τη βυζαντινή, τη νεότερη και τη σύγχρονη ιστορία, μετά το 1821 δηλαδή, είναι συντριπτικά υπέρ των δύο πρώτων. Εστιάζουμε στο τρίπτυχο της ιστορικής συνέχειας του νεοελληνικού αφηγήματος και ειδικά τον 20ό αιώνα τον αποφεύγουμε γιατί είναι «δύσκολος» και βέβαια κοντινός.
Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος ανάμεσα σε Αθήνα και Σπάρτη, για παράδειγμα, μας είναι τελείως αδιάφορος, ο εμφύλιος του 1944-49 δημιουργεί όμως ακόμα πάθη και έριδες. Αλλά ούτε για τους δύο εμφύλιους που ξέσπασαν στη διάρκεια της Επανάστασης του ’21 γνωρίζουμε πολλά. Είναι από τα εκείνα τα ζητήματα που το νεοελληνικό κράτος προτιμά να κρύβει κάτω από το χαλί.
Σε αυτό βέβαια δεν είμαστε ακριβώς εξαίρεση, στα περισσότερα κράτη προτιμούν την «εύκολη λύση» όταν γίνεται λόγος για αμφιλεγόμενα ιστορικά θέματα. Να όμως που αυτό δεν λειτουργεί, βλέπουμε τώρα στην Ιταλία μια ακροδεξιά πολιτικό στην πρωθυπουργία, σαν να μη διδάχθηκαν τίποτα οι πολίτες αυτής της χώρας για το φασιστικό παρελθόν της. Τη δεκαετία του ’30, οπότε οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες είχαν είτε φασιστικές/ναζιστικές, είτε θετικά προσκείμενες στις ιδεολογίες αυτές κυβερνήσεις, μπορούσαμε να πούμε ότι «δεν ξέραμε». Αυτό σήμερα είναι αδικαιολόγητο και οφείλεται στην ελλιπή ιστορική γνώση και τη μαζική αποπολιτικοποίηση των τελευταίων δεκαετιών.