«Και κάποια στιγμή μέσα στο απόγευμα, το θυμάμαι όπως θυμάται κανείς
ένα μυστηριώδες μεθύσι», RobertoBolaño
1. ΤΟΠΟΣ. ΙΧΝΟΣ. ΧΝΑΡΙ. Ζούμε για να κατασκευάζουμε αναμνήσεις, δεν είμαστε παρά το σύνολο των χώρων και των χρόνων που μας αρμόζουν και τους αρμόζουμε, που τους αρμέγουμε και μας αρμέγουν, έτσι δεν είναι, τι άλλο έχουμε δικό μας εξόν από τις πλατείες και τα σοκάκια, εκτός από τα δευτερόλεπτα και τις αιωνιότητες που είναι τα δευτερόλεπτα σαν τα τανύσεις δεόντως, σαν τα ζήσεις με την ψυχή σου όλη, σαν τα λατρέψεις για όσα ήξεραν να σου δώσουν, αυτά τα λαμπερά και δίχως πάτο, δόξα σοι, σφηνάκια χρόνου.
Οι δικοί μας τόποι, τα δικά μας ίχνη, τα δικά μας χνάρια: μερικά american bars στην Αθήνα - ένα το ύμνησε μοναδικά/βραχνά/τραχιά ο Λευτέρης Πούλιος, με ήρωα τον Παλαμά, ένα άλλο στέκει ακόμη αγέρωχο στην Πατησίων - μερικά ουζερί και τσιπουράδικα όπου, θα ’λεγε κι ο Βάρδος του Έιβον, χαλάγαμε εμείς τον χρόνο, κι ο χρόνος χάλαγε εμάς - και μισή ντουζίνα βιβλιοπωλεία, το καθένα να γίνεται με τον καιρό θρύλος, αφού πρώτα έγινε φάτνη και λίκνο και στέκι.
2. CHECKPOINT ΧΝΑΡΙ, τότε που λατρεύαμε ακόμη το Βερολίνο, μέσα από τα μάτια του Ντέιβιντ Μπόουι και τους γδαρμένους ήχους του «Low» και του «Warszawa», ενώ ο Brian Eno θήτευε στις στρατηγικές της Αόρατης Γενιάς και της Ύστατης Αυτοσχέδιας Ακαδημίας. Ξέραμε από αναρίθμητες κατασκοπευτικές ψυχροπολεμικές ασπρόμαυρες ταινίες το Checkpoint Charlie κι είχαμε βαφτίσει, ανάμεσα σε προπόσεις και τσουγκρίσματα, Checkpoint Χνάρι το μικρό τεράστιο δύο επί τρία πελώριο Χνάρι, το Μέλαθρο της Κιάφας, το Υπόγειο Υπερώο θα το ’λεγε, όπως είχε πει το Μαγικό Κελί του ο Καρούζος, το Λούνα Παρκ των Χάρτινων Ονείρων μας, το βιβλιοπωλείο του Τσιλδερίκη, το Χνάρι.
Τι ταιριαστό Checkpoint, τι αλάνθαστο Σημείο Ελέγχου, τι εθιστικό/μεθυστικό Παρατηρητήριο του Ουρανού. Δίπλα να είναι το Πανελλήνιον, καφενείο όλο μάρμαρο και ξύλο, γεμάτο σκακιέρες και πεσσούς, είχε περάσει και ο Ανατόλι Καρπόφ από εκεί, γενειοφόροι διανοούμενοι αντιφρονούντες σε όλους και σε όλα, ασημένια στοχαστικά μουσάκια αλά Τρότσκι και στρογγυλά γυαλιά, παλαιοί λαιμοδέτες και πέτσινα μαύρα μπουφάν, πατατούκες και νιτσεράδες και μάλλινοι σκούφοι, κίτρινοι δείκτες και μέσοι από το ακατάπαυτο μπλουζ της νικοτίνης, και βλέμματα πεπειραμένης χλεύης πάνω από τα τετραγωνίδια του αναίμακτου πολέμου. Κι απέναντι, ο Σίσυφος, νεύμα στον Καμύ, αλλά και κλείσιμο ματιού σε μιαν ιδιόρρυθμη αρχιτεκτονική που έμπαζε στο σέικερ της έμπνευσης ταινίες του Τατί, μεζονέτες του Αμστελόδαμου και κάτι pop-art πολύ κοντά στον Γουόρχολ και τους Velvet Underground.
3. ΤΟ ΤΡΙΓΩΝΟ ΤΟΥ ΣΑΜΑΤΑ (του μύχιου, του έσω σαματά): books and chess and rock’n’roll: βιβλία στο Χνάρι, γκαμπί και ροκέ στο Πανελλήνιον, καμπάρι/μπίρες/ούζο και ροκιές στον Σίσυφο. Όλες οι ηλικίες, σου λέω, εκεί: ο ίδιος ο Κακομοίρας του Τσίρκα και της Χαμένης Άνοιξης και τα συντρόφια του, πιτσιρικαρία από τη Νομική και τη Φιλοσοφική που αναζητούσανε νοήματα στον Μάη του ’68 (μόλις δέκα χρόνια ήταν η επέτειος τότε, φαντάσου!), λίγο πιο ενδιάμεσοι, κάτι μεταξύ Γενιάς Πολυτεχνείου και Γενιάς Χρήστου Βακαλόπουλου που κυνηγούσανε στο Χνάρι ό,τι καινούργιο μυστηρίου έβγαινε και όλα του Ρολάν Μπαρτ και τα συναφή, κυρίως από τις Εκδόσεις Ράππα, κι εμείς, ω εμείς, οι Αγέρωχοι Εθελούσιοι Σακάτηδες Πριν την Ώρα μας, κάτι ψευτορυτιδιασμένοι τσόγλανοι που περνιόμασταν (εντός μας) για μεσόκοποι συνάδελφοι του Mέιλερ σήμερα, για ξεχασμένα αλλά περήφανα ανιψάκια του Μάριου Χάκκα χθες, για ανταριασμένοι εντολοδόχοι του Μπουκόφσκι αύριο, και στις δικές μας Κυριακές/Εορτές/Αργίες/Άγιες-και-Άγριες Μέρες για Μυστικοί Πράκτορες της Λογοτεχνίας του Μέλλοντος Αιώνος Αμήν, έχοντας, μαθές, κλείσει στα κρυφά συμφωνίες με τον Tόμας Πύντσον αυτοπροσώπως, και σουτ και τσιμουδιά και κιχ, εμείς μονάχα εμείς να ξέρουμε όλες τις τεχνικές εναέριες λεπτομέρειες και τα υποχθόνια τεχνάσματα βυθού του Ουράνιου Τόξου της Βαρύτητας και τις μαγικές διασυνδέσεις με την Αρχιτεκτονική της Σκόρπιας Ζωής, καθότι ο Πεντζίκης είναι ο Πύντσον, και δεν είναι ο Πύντσον ο Μπομπ Ντύλαν, όπως ήθελαν να διαδίδουνε οι άσχετοι/άκαπνοι/αμούστακοι.
Στο μεταξύ, ο Τσιλδερίκης διατηρούσε πάντα βελούδινη τη φωνή του, μόνιμο το μειλίχιο χαμόγελό του, αδάμαστο το κέφι του και κράταγε σε απόσταση ασφαλείας, μακριά από το Χνάρι, κάθε ίχνος πεσιμισμού και ανοησίας.
σχόλια