Τον είπαν «ποιητή της ήττας», εκφραστή, μ’ άλλα λόγια, της απαισιοδοξίας που είχε τυλίξει μεταπολεμικά τους αριστερούς, μετά την ήττα του κομμουνιστικού κινήματος. Όμως, ο Μανόλης Αναγνωστάκης (1925-2005) δυσφορούσε με τον χαρακτηρισμό. Κι όταν το Νοέμβριο του 1992, πρόθυμος ν' αφηγηθεί συμπυκνωμένη τη διαδρομή του, υποδεχόταν στην Πεύκη έναν άγνωστο ακόμα δημοσιογράφο με ανεκδήλωτες λογοτεχνικές τάσεις, τον Μισέλ Φάις, φρόντισε να το διευκρινίσει γι' άλλη μια φορά:
«Προσωπικά δεν νομίζω ότι είμαι πολιτικός ποιητής. Είμαι ερωτικός και πολιτικός μαζί. Συνδυάζονται αυτά τα δύο. Είναι η εποχή που τα συνδύαζε αυτά τα δύο. Δηλαδή δεν μπορούσε να είναι κανείς ερωτικός ποιητής, ξεχνώντας το πολιτικό πλαίσιο εκείνης της εποχής που ήταν φουντωμένα τα πολιτικά πάθη. Υπήρχε το πολιτικό στοιχείο μέσα, η έκφραση της πολιτικής, μέσα από μια ερωτική κατάσταση όμως. Δεν ξέρω αν το καταλαβαίνουμε αυτό το πράγμα εύκολα. Γι' αυτό αρνούμαι όλα αυτά περί "ποίησης της ήττας" και τα σχετικά. Δεν είναι ποίηση της ήττας. Είναι μια αγωνία για την εποχή, ένα άγχος για την εποχή. Όταν τελείωσε η εποχή, τελειώνει και η ποίηση. Δεν μπορείς να γράφεις συνεχώς ποίηση. Δεν είμαι επαγγελματίας ποιητής. Αισθάνομαι την ποίηση σαν τρόπο έκφρασης, επειδή δεν μπορούσα να εκφραστώ διαφορετικά. Δηλαδή ήταν η εποχή τόσο πιεσμένη, τόσο δύσκολη, που μόνο εκφράζοντας τον πόνο του μπορούσε κανείς να την αντέξει»...
Είναι τόσα πολλά αυτά για τα οποία μιλά με εντυπωσιακή λιτότητα και μ' έναν τόνο ειρωνικής ματαιότητας ο Αναγνωστάκης!
Όλα όσα κατέγραψε στο μαγνητοφωνάκι του ο Φάις τότε βρίσκονται από το 2011 τυπωμένα σ' έναν μικρό καλαίσθητο τόμο, το «Είμαι αριστερόχειρ ουσιαστικά» (εκδ. Πατάκη), πλαισιωμένα από έναν πρόλογο του Παντελή Μπουκάλα κι ένα σύντομο επίμετρο του Φάις. Κι είναι τόσα πολλά αυτά για τα οποία μιλά με εντυπωσιακή λιτότητα και μ' έναν τόνο ειρωνικής ματαιότητας ο Αναγνωστάκης!
Πιάνοντας το νήμα από τη γέννησή του στην πολυπολιτισμική Θεσσαλονίκη, ανατρέχει στα πρώτα του διαβάσματα («τη "Νέα Εστία" ως το '40, την ξέρω απ' έξω») και τα πρώτα του γραπτά, στα χρόνια που ως γυμνασιόπαιδο γύριζε ολημερίς στους δρόμους φωνάζοντας συνθήματα κατά της εξουσίας, στη μεγάλη πείνα του '42, στους ορίζοντες που άνοιξαν μπροστά του η ΕΠΟΝ και το ΕΑΜ, στη διαγραφή του από το ΚΚΕ («άρχισα το '46 να θέτω μερικά ερωτήματα τα οποία δεν τα σήκωνε η ηγεσία...»), στη σύλληψη και τη θανατική του καταδίκη το '49, στην απελευθέρωσή του έπειτα από τρίχρονη «μόνο» φυλάκιση, στην «τσάτρα πάτρα» αποφοίτησή του από την Ιατρική, στη δημιουργία του περιοδικού «Κριτική», στην πολιτιστική άνοιξη που προηγήθηκε της δικτατορίας...
Κορυφαίος εκπρόσωπος της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, «ένας λυρικός που δεν αρνήθηκε το σκώμμα και τη σάτιρα» και υπηρέτης μιας ποίησης που «αμφιβάλλει, αμφισβητεί και ελέγχει», όπως επισημαίνει ο Μπουκάλας, ο Αναγνωστάκης αποδεικνύεται πάντα επίκαιρος, όσο και το '70 που έγραφε τον «Στόχο»: «Το θέμα είναι τώρα τι λες/ Καλά φάγαμε καλά ήπιαμε/ Καλά τη φέραμε τη ζωή μας ώς εδώ/ Μικροζημιές και μικροκέρδη συμψηφίζοντας/ Το θέμα είναι τώρα τι λες».
Γιατί σταμάτησε κάποια στιγμή να γράφει; Τι πίστευε για την εγχώρια ποιητική και πεζογραφική παράδοση; Γιατί προτιμούσε τον Κάλβο απ' τον Καβάφη; Γιατί αρνιόταν τις κινδυνολογίες γύρω από τη γλωσσική μας ένδεια και κατάπτωση; Και πώς όριζε τη δική του πνευματική συνεισφορά;
Στο μικρό αυτό βιβλιαράκι, όλα ξεδιαλύνονται και φωτίζονται. Και με το που φτάνεις στην τελευταία σελίδα, η επιθυμία σου να επιστρέψεις όχι μόνο στην ποίηση του Αναγνωστάκη αλλά και στην ξεκαρδιστική αυτοπροσωπογραφία του ως «Μανούσος Φάσσης», αναζωπυρώνεται.