ΤΟ ΑΦΕΝΤΙΚΟ ΤΡΕΛΑΘΗΚΕ. Αυτός θα μπορούσε να είναι ο υπότιτλος του ογκωδέστατου, σχεδόν 1.200 σελίδων στην ελληνική εκδοχή του τόμου που συνέγραψε ο Πολ Όστερ για έναν από τους πιο παρεξηγημένους συγγραφείς της Αμερικής, τον Στίβεν Κρέιν, ο οποίος γεννήθηκε το 1871 και πρόλαβε, μέχρι το τέλος της ζωής του, σε ηλικία είκοσι οκτώ ετών, να γράψει σχεδόν τα πάντα: δημοσιογραφικά κείμενα που άφησαν εποχή, σπουδαία διηγήματα όπως το «Βάρκα στο πέλαγος» ή το «Όλα ή τίποτα - Άλογα», ανταποκρίσεις από τα πολεμικά μέτωπα, όπως αυτό του Ελληνοτουρκικού Πολέμου του 1897 (Στην πρώτη γραμμή, μτφρ. Ηλίας Μαγκλίνης, Μεταίχμιο), εξαιρετικές νουβέλες όπως το Μάγκι: Ένα κορίτσι του δρόμου και το Τέρας, αριστουργηματικά ποιήματα όπως οι «Μαύροι Καβαλάρηδες» και, φυσικά, το αριστούργημά του Το κόκκινο σήμα του θάρρους (μτφρ. Νίκος Παναγιωτόπουλος, Μεταίχμιο) ‒ ο τίτλος παραπέμπει στη συμβολική και κυριολεκτική πληγή (εξού και το «red badge») που έφερε ένας στρατιώτης στον Αμερικανικό Εμφύλιο ως ένδειξη μιας μάλλον ανίερης φοβίας παρά θάρρους.
Όλα αυτά τα έγραψε ένα νεαρό αγόρι που δεν είχε ποτέ την ατυχία ή την τύχη, αν εξαιρέσεις τις ταραχές στο Μεξικό και τις δικές μας εμπόλεμες ζώνες από την Κρήτη έως τη Στέρεα Ελλάδα κατά τον 19ο αιώνα, να βρεθεί σε πολεμικό μέτωπο παρά μόνο εκ των υστέρων, αλλά τόλμησε να κάνει με τη δύναμη της φαντασίας του περιγραφές πιο δυνατές από οποιουδήποτε αυτόπτη μάρτυρα.
Ο Στίβεν Κέιν είναι ο συγγραφέας που ο Πολ Όστερ παραδέχεται όχι μόνο αναφορικά με το μεστό, ανατρεπτικό και ιμπρεσιονιστικό, όπως λέει, ύφος της γραφής ή την πολυτάραχη σύντομη ζωή του αλλά και για τη διαρκή ανατρεπτική δύναμη που δύσκολα θα μπορούσε να βρει σε σύγχρονο Αμερικανό συγγραφέα.
Όχι και τόσο γνωστός στην Ελλάδα, ο Στίβεν Κρέιν συγκαταλέγεται στους κορυφαίους Αμερικανούς συγγραφείς. Έχει ταυτιστεί με τη γέννηση της σύγχρονης αμερικανικής λογοτεχνίας και σίγουρα είναι πρόδρομος ή μάλλον εισηγητής, κατά τον Όστερ, του μοντερνισμού και μέντορας συγγραφέων όπως ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ, ο οποίος επηρεάστηκε από τις πολεμικές περιγραφές του, ή ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ, που θα πρέπει να είδε στα πρωτόγνωρα σκοτάδια του Κρέιν τη δική του ανάποδη όψη της εσωτερικής ζωής.
Γιατί, αν κάτι συνεπαίρνει βαθιά τον Όστερ ώστε να αφιερώσει σε αυτόν τον εκρηκτικό νεαρό ένα ποιητικό βιογράφημα ‒με τον τίτλο να παραπέμπει άμεσα στον Τζον Κιτς, ο οποίος πέθανε επίσης από φυματίωση‒ και το καλύτερό του, κατά τη γνώμη μας, έργο του, είναι το βαθύ υπαρξιακό και συνάμα συγγραφικό νήμα που τον συνδέει μαζί του, δύσκολα ανιχνεύσιμο παρά μόνο ανάμεσα σε ουσιαστικούς γραφιάδες ‒ θαρρείς πως ο εντελώς θεατρικά στημένος διάλογος, προς το τέλος του βιβλίου, μεταξύ των φίλων Κόνραντ και Κρέιν στο σπίτι του πρώτου έχει κάτι από τον δικό του εσωτερικό διάλογο με το «φλεγόμενο αγόρι».
Γιατί, σε αντίθεση με ό,τι συνηθίζεται σε μια βιογραφία, ο Πολ Όστερ παρεμβαίνει διαρκώς στην αφήγηση με σχόλια σε πρώτο πρόσωπο ή με τεράστιες υποσημειώσεις για να διορθώσει οποιαδήποτε υπόνοια εσφαλμένης αίσθησης των συγκαιρινών του Κρέιν, οι οποίοι, για παράδειγμα, δεν αντιλήφθηκαν το βάθος που είχε το πρωτόλειο έργο του Μάγκι ή την πειραματική δεινότητα που αποκάλυπτε η Τρίτη Βιολέτα, (υπερ)τονίζοντας ταυτόχρονα τη συμβολική λειτουργία των αντιφάσεων και τις πολλαπλές όψεις της ατελούς ανθρώπινης φύσης που, μέσα από τη συγγραφική δεινότητα του Κρέιν, αντιστρέφει τους όρους της, ξεπερνώντας αυτό που καταχρηστικά αποκαλούμε ανθρώπινο μέτρο.
Με άλλα λόγια, ο Στίβεν Κέιν είναι ο συγγραφέας που ο Πολ Όστερ παραδέχεται όχι μόνο αναφορικά με το μεστό, ανατρεπτικό και ιμπρεσιονιστικό, όπως λέει, ύφος της γραφής ή την πολυτάραχη σύντομη ζωή του αλλά και για τη διαρκή ανατρεπτική δύναμη που δύσκολα θα μπορούσε να βρει σε σύγχρονο Αμερικανό συγγραφέα. Ταυτόχρονα, όμως, ο Όστερ γράφει το Φλεγόμενο Αγόρι ως το εξομολογητικό γράμμα ενός πατέρα που τρέφει απύθμενη τρυφερότητα γι’ αυτό το χαμένο στη δίνη των οικονομικών προβλημάτων και των διαρκών πολεμικών συγκρούσεων enfant terrible του 19ου αιώνα.
Κλίνοντας ευλαβικά το γόνυ, μια κίνηση σπάνια για συγγραφέα, αποδίδει στον Κρέιν τα μέγιστα επειδή, παρά τις κακουχίες και τις συνεχείς κρίσεις υγείας, αφοσιώθηκε ψυχή τε και σώματι στη γραφή με την ίδια αυθεντική συνέπεια και ειλικρίνεια που αγάπησε τους ανυπεράσπιστους ανθρώπους, όπως οι φτωχοί ανθρακωρύχοι ή οι εκδιδόμενες γυναίκες, κάτι σκανδαλώδες για την εποχή. Έφτασε μάλιστα να εξοριστεί για πάντα από την αγαπημένη του Νέα Υόρκη ακριβώς επειδή τόλμησε να υπερασπιστεί σε δικαστήριο μια σεξεργάτρια, προκαλώντας την αντίδραση της αστυνομίας που εισέβαλε στο σπίτι του, για να ανακαλύψει ότι συζεί κι εκείνος με σεξεργάτρια και ότι είναι εξαρτημένος από το όπιο (Ο Πολ Όστερ επιμένει ότι η πίπα του οπίου που βρέθηκε στο σπίτι ήταν απλώς ένα αντικείμενο στο οποίο στηρίχτηκε ο Κρέιν για να γράψει ένα δημοσιογραφικό κείμενο για την κατανάλωση οπίου που ήταν της μόδας τότε, αν και η ενάργεια των περιγραφών δείχνει σαφέστατα πως είχε δοκιμάσει και ο ίδιος την απαγορευμένη ουσία).
Όπως και να ’χει, ο πάντοτε ευαίσθητος σε τέτοια ντοστογιεφσκικά ζητήματα ηθικής και φιλοσοφικά θέματα Πολ Όστερ φτάνει να προασπίζεται όχι μόνο τους ατελείς ηθικά πρωταγωνιστές των βιβλίων του Κρέιν αλλά και τον ίδιο τον συγγραφέα του, επιμένοντας πως η ιδιόμορφη ηθική του απλώς δεν συμφωνούσε με τα κριτήρια της εποχής. Η σαγήνη της παραβίασης, στην οποία επιδιδόταν κατά καιρούς και την οποία κατέγραφε στο έργο του ο Κρέιν, είχε, σύμφωνα με τον Όστερ, αρχαίες καταβολές, γι’ αυτό και επικαλείται διαρκώς αναλογίες με πρωταγωνιστές του Ομήρου ή του Σαίξπηρ, γνωρίζοντας πως η βία και η κακία απλώς απαιτούν ως αντιστάθμισμα ένα εσωτερικό βάθος.
Αν αυτό υπάρχει, επιβεβαιώνεται η οπτική των αρχαίων Γνωστικών που είναι γνωστή στον Όστερ, ότι οι πράξεις μας, όσο ασεβείς κι αν φαίνονται με την τρέχουσα ηθική, δεν μπορούν να ρυπάνουν το βαθύ ατόφιο χρυσάφι της ψυχής μας και απλώς διοχετεύουν κομμάτια της ατελούς μας φύσης σε μικρά παραπτώματα. Κατ’ ουσίαν, ο Όστερ θεωρεί τον Κρέιν ως συνεπή απέναντι στον υπαρξιακό του πυρήνα και έτοιμο να αυτομαστιγωθεί, όπως συνέβη σε πολλές περιπτώσεις, μόνο με την υπόνοια ότι θα μπορούσε να προξενήσει κακό σε κάποιο άλλο πλάσμα, διατηρώντας την ευαισθησία και την ακεραιότητά του (πώς αλλιώς να ερμηνευθεί αυτή η βαθιά αγάπη του για τα ζώα, στην οποία αναφέρεται διαρκώς ο Όστερ, εξηγώντας μας πώς έσωσε ένα κουτάβι από τη μάχη του Βελεστίνου στην επαναστατημένη Ελλάδα, δίνοντάς του το όνομα της περιοχής και παίρνοντάς το μαζί του στην Αγγλία;).
Γι’ αυτό και το Φλεγόμενο Αγόρι, μεταφρασμένο με ακρίβεια και σεβασμό στο πρωτότυπο ακόμα και στον μακροπερίοδο λόγο, από την Ιωάννα Ηλιάδη (αν εξαιρέσεις ελάχιστες αστοχίες στην επιλογή λέξεων όπως το «αψηφισιά» ή «καμπουριαστές φιγούρες») δεν είναι απλώς η βιογραφία ενός λαμπρού μυαλού των αμερικανικών γραμμάτων αλλά ένα μάθημα θεωρίας λογοτεχνίας, μια φιλοσοφική πραγματεία αλλά και μια ανάλυση της αμερικανικής ταυτότητας σε όλες σχεδόν τις πλευρές της.
Ο Κρέιν φαίνεται να τραβάει τον Όστερ από το μανίκι και να τον αναγκάζει να σκύψει με απίστευτη αγχίνοια κυριολεκτικά πάνω απ’ όλα τα κείμενά του, ανιχνεύοντας γραμμή γραμμή και λέξη προς λέξη τις κρυφές λεπτομέρειες, ενώ ταυτόχρονα του υπαγορεύει, όπως η φλεγόμενη μούσα στον τυφλό ποιητή, τα μέρη που ο νεαρός συγγραφέας έβλεπε ή φανταζόταν, από τα βάθη της ταλανισμένης του ψυχής έως την απεραντοσύνη της ερήμου και των άδειων δωματίων ‒ βλέπε τα χαρακτηριστικά διηγήματα «Πέντε λευκά ποντίκια» και «Τρίτη Βιολέτα».
Επίσης, για χάρη του Κρέιν ο Όστερ μετατρέπεται σε αυτοσχέδιο ψυχολόγο, παρότι παραδέχεται πως όπως ο αγαπημένος του συγγραφέας απεχθανόταν βαθιά τους ψυχολογισμούς, αναλύοντας λεπτομερώς τα ημερολόγιά του και τις επιστολές που στέλνει σε φίλους και σε πραγματικές ή υποψήφιες ερωμένες (κάποιες, ωστόσο, όπως αυτή που στέλνει στη νεαρή αριστοκράτισσα Νέλι Κράους, παραδέχεται ότι είναι εντελώς ατυχείς).
Γράφοντας σε ένα πυρακτωμένο ύφος που δεν φείδεται υπερβολών και επιθέτων την ίδια στιγμή που εξυμνεί τη λιτότητα του βιογραφούμενου συγγραφέα του, ο Πολ Όστερ καταθέτει το πιο ανυπόκριτα ειλικρινές κείμενο που θα μπορούσε να γράψει ένας συγγραφέας για τα γοητευτικά ψεύδη της γραφής σε συνθήκες βραδείας καύσης που τόσο η εποχή όσο ο κόσμος και η συνείδησή μας έχουν ανάγκη. Αν κάτι του χρωστάμε είναι βαθιά ευγνωμοσύνη όχι μόνο που γράφει με τέτοια αφοσίωση ένα τόσο συναρπαστικό αφήγημα για έναν (σχεδόν) ξεχασμένο συγγραφέα αλλά κυρίως που επαναφέρει τη λογοτεχνία στα μεγάλα της μέτρα.
Δεν επιμένει τυχαία πως μόνο αυτή μπορεί, μέσα από κορυφαία έργα τέχνης, να χωρίσει τον χώρο και τον χρόνο στα δύο και να μας θυμίσει, όπως συμβαίνει με σπουδαία ποιήματα σαν τους «Μαύρους Καβαλάρηδες» του Κρέιν, γιατί ένα έρημο, «αποκτηνωμένο» κατά τα άλλα πλάσμα, όπως κάποτε ο Μποντλέρ, που τόλμησε να φτύσει στα γόνατά του την ίδια την ομορφιά, τολμά να κρατήσει στα χέρια την καρδιά του, να τη δαγκώσει και τελικά να τη φάει, αν και πικρή, γιατί είναι η δική του. Και σε αυτό το βιβλίο έχει κανείς την αίσθηση ότι πολλές συγγραφικές καρδιές χτυπούν ταυτόχρονα σαν μία, διασχίζοντας όλες τις δυνατές χωροχρονικές συνθήκες κόντρα σε όλα τα εμπόδια των ενίοτε άκαρδων και άψυχων σύγχρονων τάσεων και του κατακερματισμένου βίου.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.