1. Αλλάζω τώρα. Δύο μαύροι κύκλοι κολλούν στα μάτια μου τις τελευταίες μέρες. (Θέμα για άγνωστο επισκέπτη, εκδ. Ερατώ, 1985, σ. 21)
2. Είναι όσοι αγάπησαν. Αθόρυβα μπαινοβγαίνουν στα δωμάτια, αλλάζουν ρούχα, κλείνουν τις πόρτες, ανοίγουν τις πόρτες, μπαίνουν στ' αυτοκίνητα, σχηματίζουν αριθμούς στο τηλέφωνο και το κλείνουν, αποφασίζουν και ακούνε τη φωνή, πάντα μπροστά σε κάποιο παράθυρο, δεν ξέρουν τι να πουν, βγαίνουν στο μπαλκόνι, κατεβαίνουν στον δρόμο, αγοράζουν τσιγάρα, ανεβαίνουν στο δωμάτιο, αλλάζουν ρούχα, βλέπουν τηλεόραση, φεύγουν, πάνε συχνά σινεμά, πίνουν, τρώνε στα καλύτερα ρεστοράν της πόλης, ψωνίζουν, δεν ξέρουν πού ξυπνάνε, ξυπνάνε χάλια – όσοι αγάπησαν. (Θέμα για άγνωστο επισκέπτη, εκδ. Ερατώ, 1985, σ. 29)
3. Ήμουν στο σπίτι μου κι ήθελα να 'μαι στους δρόμους, ήμουν στους δρόμους, ήμουν στους δρόμους και ήθελα ένα σπίτι, έμπαινα σ' ένα καφενείο κι ήθελα να 'μαι σε μια καντίνα, έφερνα ένα ποτήρι μπίρα στα χείλη κι ήθελα έναν καφέ, ήθελα μια γυναίκα κι έβλεπα μια πόλη. (Η ιστορία της μουσικής, εκδ. Ίκαρος, 1994, σ. 9)
4. Αλλά, να! Shake, rattle & roll στη ζεστή νύχτα~ κι ήθελα να ξυπνήσω όλους τους θανάτους που κοιμούνται στα μπουκάλια. (Η ιστορία της μουσικής, εκδ. Ίκαρος, 1994, σ. 28)
5. Έβγαλα τα παπούτσια μου και ξάπλωσα στο χορτάρι. Το κεφάλι μου ακουμπούσε σε μια πέτρα. Είδα από κάτω ό,τι μπορεί να δει κανείς όταν νυχτώνει. Δεν ξέρω πότε ακριβώς σηκώθηκα. Θα πρέπει να είχα κοιμηθεί. Το κεφάλι μου ήταν ακόμα στη θέση του, αλλά φαντάζομαι ότι τα μάτια μου ήταν σαν σαλιγκάρια. Δεν είχα την αίσθηση ότι έχω κοιμηθεί. Ίσως είχαν περάσει μερικά λεπτά ή μία ώρα. Αν καταλάβαινα καλά, υπήρχε κάτι στην ατμόσφαιρα. Ας πούμε, σαν κάτι να είχε αλλάξει την τύχη της μέρας ή την πυκνότητα της μάζας. (Playback, εκδ. Γαβριηλίδης, 2003, σ. 17)
6. Ασφαλώς θα σηκωθώ για το σέρι~ όσο χρειάζεται για να βάλει κανείς ένα σέρι. Άλλωστε, το κάνω κάθε απόγευμα: ποτέ δεν έχασα το σέρι~ ίσως το πήρα λίγο αργότερα ή λίγο πιο νωρίς. (Playback, εκδ. Γαβριηλίδης, 2003, σ. 25)
7. ΚΑΤΑΦΑΣΗ / Όχι αφήγημα, κανένα, ποτέ πια. (Ένας σωρός γλώσσα, εκδ. Γαβριηλίδης, 2007, σ. 9)
8. ΔΗΛΩΣΗ / Το πρωί είχε στρώσει χιόνι. Μπορούσες να χαρείς. Μπορούσες να φτιάξεις σπιτάκια από χιόνι ή χιονάνθρωπους και να τους βάλεις φρουρούς μπροστά στο σπίτι. Το χιόνι είναι παρήγορο – και σε κρατάει ζεστό, αν θαφτείς μέσα του. Ωστόσο, μουλιάζει τα παπούτσια, μπλοκάρει τα αυτοκίνητα, εκτροχιάζει τα τρένα και αποκλείει τα χωριά. (Ένας σωρός γλώσσα, εκδ. Γαβριηλίδης, 2007, σ. 33)
9. ΑΝΑΠΝΟΗ / Δεν ξέρεις ποτέ γιατί αγαπάς. Αγαπάς ή νομίζεις ότι αγαπάς ή δεν αγαπάς. Ακριβώς όπως όταν αναπνέεις δεν σκέφτεσαι γιατί αναπνέεις ή πώς θα πάρεις την επόμενη αναπνοή (εκτός εάν υποφέρεις από δύσπνοια ή άσθμα, επομένως η αναπνοή μπορεί να είναι άθλος, βραχνάς ή θρίαμβος), έτσι αγαπάς ή νομίζεις ότι αγαπάς ή δεν αγαπάς. Την αγαπούσε όπως ανέπνεε, δηλαδή: την αγαπούσε ή νόμιζε ότι την αγαπούσε. (Το Αυτόματο, εκδ. Γαβριηλίδης)
10. ΗΛΙΚΙΑ / «Ήμουν στο σπίτι μου κι ήθελα να 'μαι στους δρόμους. ήμουν στους δρόμους και ήθελα ένα σπίτι, έμπαινα σ' ένα καφενείο κι ήθελα να 'μαι σε μια καντίνα, έφερνα ένα ποτήρι μπίρα στα χείλη μου κι ήθελα έναν καφέ, ήθελα μια γυναίκα κι έβλεπα μια πόλη» έγραφα στο βιβλίο μου Η ιστορία της μουσικής, το 1994. Η πόλη ήταν το Βερολίνο, η γυναίκα ήταν μια γυναίκα που ζούσε στο Βερολίνο, το πρώτο πρόσωπο ήμουν όντως εγώ αλλά και οι άλλοι, μιας μπλεγμένης ηλικίας τότε, πριν, μετά και τώρα. (Το Αυτόματο, εκδ. Γαβριηλίδης)
σχόλια