ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΕΚΑΤΟ ΧΡΟΝΙΑ, στις 3 Ιουνίου 1924, ένας ασθενής με φυματίωση που νοσηλευόταν στο σανατόριο του Δρ. Χόφμαν κοντά στη Βιέννη πέθανε ακριβώς έναν μήνα πριν από τα 41α του γενέθλια. Ο Φραντς Κάφκα, γεννημένος στην Πράγα σε μια γερμανόφωνη, εβραϊκή, τσέχικη οικογένεια, ήταν ο τελευταίος που θα περίμενε κανείς να κατακτήσει κάποτε το παγκόσμιο λογοτεχνικό στερέωμα. Όμως η εκατονταετηρίδα από τον θάνατό του έχει προκαλέσει ήδη πολλαπλούς εορτασμούς και όχι μόνο από τους αναμενόμενους λογοτεχνικούς φορείς.
Στο TikTok, όπου το hashtag #kafka έχει ξεπεράσει τις 1,4 δισ. προβολές, οι έφηβοι αναστενάζουν με διάφορα αποσπάσματα από τις ερωτικές επιστολές του: «Ίσως δεν είναι αγάπη όταν λέω ότι είσαι αυτό που αγαπώ περισσότερο στον κόσμο – είσαι το μαχαίρι που στρέφω μέσα μου, αυτό είναι αγάπη».
Συγχρόνως, ο διάσημος Κορεάτης ράπερ Kim Nam-Joon, τραγουδιστής του εξαιρετικά δημοφιλούς γκρουπ BTS, συνιστά στους θαυμαστές του να διαβάσουν τη «Μεταμόρφωση».
Απορρίπτοντας τα «σκαριφήματά» του, όπως τα έλεγε, ο Κάφκα έκαψε περίπου το 90 τοις εκατό των γραπτών του, σύμφωνα με ορισμένους βιογράφους. Ευτυχώς για εμάς, ο φίλος του, ο λογοτέχνης και κριτικός Μαξ Μπροντ, αγνόησε τις οδηγίες του να κάψει τα υπόλοιπα.
Μπορεί επίσης κανείς να πετύχει στο διαδίκτυο το Kafka AI Project (kafkaaiproject.com/#chapter_one), μια γενναία προσπάθεια να χρησιμοποιηθεί το GPT-4 για να συμπληρώσει τα αφηγηματικά κενά στο αρχικό, ημιτελές χειρόγραφο της «Δίκης».
Μοιάζει ανάρμοστη ίσως η επέμβαση της AI τεχνολογίας στο έργο του, αλλά ο Κάφκα, ο οποίος είχε τόσο έντονη επίγνωση της ικανότητας της ανθρωπότητας να παγιδεύεται σε λαβύρινθους που η ίδια δημιούργησε, θα έβρισκε φρέσκο, πιθανώς τρομακτικό, υλικό στις αναξιόπιστες υποσχέσεις της Τεχνητής Νοημοσύνης, στις μηχανικές παραισθήσεις και στις αυθαίρετες αποφάσεις της.
Το βέβαιο είναι ότι ο ίδιος ο Κάφκα θα είχε εκπλαγεί με όλη αυτή τη διασημότητα. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής του δουλεύοντας ως υπάλληλος ασφαλιστικής εταιρείας, αγκαλιάζοντας την αφάνεια και δημοσιεύοντας ελάχιστα από τα γραπτά του. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ισορροπούσε μεταξύ άγριας απελπισίας και μιας τρομερής αγάπης για την ίδια τη γραφή. Έτρεφε μια «απώθηση» προς τις ιστορίες του, όπως σημείωνε σε μια ημερολογιακή καταχώρηση του Οκτωβρίου του 1913: «Όλα τα πράγματα αντιστέκονται στην καταγραφή τους». Αλλά όπως θα έγραφε στην αρραβωνιαστικιά του, Φελίς Μπάουερ, μερικά χρόνια αργότερα, ήταν «φτιαγμένος από λογοτεχνία – δεν είμαι τίποτε άλλο και δεν μπορώ να είμαι τίποτε άλλο».
Απορρίπτοντας τα «σκαριφήματά» του, όπως τα έλεγε, ο Κάφκα έκαψε περίπου το 90 τοις εκατό των γραπτών του, σύμφωνα με ορισμένους βιογράφους. Ευτυχώς για εμάς, ο φίλος του, ο λογοτέχνης και κριτικός Μαξ Μπροντ, αγνόησε τις οδηγίες του να κάψει τα υπόλοιπα. Έναν αιώνα αργότερα, η λέξη «καφκικό» είναι, όπως και η λέξη «οργουελικό», πανταχού παρούσα.
Ίσως στα ημερολόγια του Κάφκα μπορεί να καταλάβει κανείς γιατί το έργο του χτυπάει τόσο βαθιά φλέβα. Ο μυθικός, μελαγχολικός, καταθλιπτικός Κάφκα βρίσκεται εκεί: «Κοιμήθηκα, ξύπνησα, κοιμήθηκα, ξύπνησα, άθλια ζωή». Αλλά οι καταχωρήσεις του ξεχειλίζουν επίσης από τα ζωηρά και σαρδόνια πορτρέτα φίλων, γνωστών και ξένων. Εκεί μπορεί να βρει ο αναγνώστης στιγμές φευγαλέας αλλά «αφρίζουσας» ευτυχίας που γεμίζουν τον συγγραφέα με «ένα ελαφρύ, ευχάριστο τρέμουλο». Ο Κάφκα βρίσκεται σε «απόλυτη απόγνωση» όταν το γράψιμο δεν τραβάει, αλλά σπεύδει στις πέτρινες γέφυρες της Πράγας τραγουδώντας ένα χαρούμενο σκοπό όταν η έμπνευση επιστρέφει.
Σε μια ημερολογιακή καταχώρηση του Ιανουαρίου του 1922, είναι μόνος, εγκαταλελειμμένος, πεπεισμένος ότι είναι ανίκανος για φιλία – κι όμως «η έλξη του ανθρώπινου κόσμου είναι τόσο τεράστια, που σε μια στιγμή μπορεί να σε κάνει να ξεχάσεις τα πάντα».
Με στοιχεία από The Financial Times