Τι σχέση είχε ο Νίκος Κούνδουρος με τον Τζόναθαν Φράνζεν; Ο ίδιος καμία. Ο «Δράκος» του, όμως, εντυπωσίασε κάποτε τον Αμερικανό συγγραφέα σε τέτοιο σημείο, ώστε να του αφιερώσει μερικές σελίδες στο καλύτερο ίσως μυθιστόρημά του, το «Ελευθερία» (2010). Μια φιλόδοξη σύνθεση, αντίστοιχων διαστάσεων με τις πολύκροτες «Διορθώσεις» κι επίσης επικεντρωμένη στο προσφιλές θέμα του Φράνζεν, την οικογένεια, η οποία πρωτοκυκλοφόρησε εδώ το 2011 από την Ωκεανίδα (μετ. Ρ. Χατχούτ) και το 2019 πέρασε στον κατάλογο του Ψυχογιού (μετ. Γ.Ι. Μπαμπασάκης).
Ο ασπρόμαυρος «Δράκος» είναι το φιλμ που παρακολουθούν σε δωρεάν προβολή, «περιστοιχισμένοι από άδεια καθίσματα», οι κεντρικοί ήρωες της «Ελευθερίας», η Πάτι και ο Γουόλτερ Μπέργκλαντ, στο πρώτο «κανονικό» ραντεβού τους ως φοιτητές. Κι όπως ο φιλήσυχος, διοπτροφόρος λογιστής της ταινίας που ερμήνευε ο Ντίνος Ηλιόπουλος γαντζώνεται από την ευκαιρία να δώσει νόημα στη ζωή του αλλάζοντας ταυτότητα, δέσμιος ταυτόχρονα των προσδοκιών της ομάδας που τον ανακηρύσσει αρχηγό της, έτσι κι οι Μπέργκλαντ, χρόνια αργότερα, όταν τα παιδιά τους θα έχουν φύγει πια από το σπίτι, θα επιδιώξουν να κάνουν μια νέα αρχή μετακομίζοντας στην Ουάσιγκτον, δέσμιοι με τη σειρά τους των ματαιώσεων που έχουν βιώσει αλλά και των όσων καλών έχουν ήδη μοιραστεί.
Οι πιο μεστές σελίδες της «Ελευθερίας», αυτές που σε ωθούν ν' αναλογιστείς τις δικές σου προσδοκίες και «δουλείες», εστιάζουν στην ιδιωτική ζωή του πρωταγωνιστικού ζεύγους: στις τραυματικές σχέσεις που είχαν η Πάτι και ο Γουόλτερ με τους γονείς τους και στα λάθη που έκαναν αναθρέφοντας τα παιδιά τους, βαυκαλιζόμενοι ότι στήνουν την τέλεια οικογενειακή φωλιά.
Για τα δεσμά μιλάει κυρίως ο Φράνζεν σ' αυτό το βιβλίο. Για τις αλυσίδες που μας κρατάνε σε μια σχέση, σ' έναν γάμο, σε μια οικογένεια, αυτές που φιλοδοξούμε να σπάσουμε μέχρι να διαπιστώσουμε ότι το τίμημα της ελευθερίας μπορεί να είναι ακόμα πιο βαρύ.
Κι είναι σαν να λέει στους συμπατριώτες του ότι το λυσσαλέο κυνήγι της ελευθερίας σε ατομικό επίπεδο, πέρα από μοναξιά, φέρνει και τύφλωση. Γιατί πώς ν' αντιληφθείς τις συνέπειες της πολιτικής που ακολουθούν οι ΗΠΑ ανά τον πλανήτη, ειδικά μετά την 11η Σεπτεμβρίου, όταν χώνεσαι όλο και πιο βαθιά στον εαυτό σου, εκχωρώντας στην πολιτικο-οικονομική ελίτ της υπερδύναμης κάθε μερίδιο ευθύνης που σου αναλογεί;
Έργο «παλιομοδίτικο», στο μέτρο που θυμίζει κοινωνικές τοιχογραφίες του 19ου αιώνα σαν αυτές που έδωσαν ο Ντίκενς και ο Τολστόι, με αναφορές που καλύπτουν από το «Πόλεμος και Ειρήνη» ως την «Εξιλέωση» του Μακ Γιούαν, και με κλεισίματα του ματιού προς τον Πίντσον ή τον Μπομπ Ντίλαν, η «Ελευθερία» δεν παύει να είναι καρπός και καθρέφτης της εποχής που διανύουμε.
Υιοθετώντας από την αρχή ως το τέλος την τριτοπρόσωπη αφήγηση και ξεδιπλώνοντας την πλοκή ως το 2009 με διαρκή πισωγυρίσματα στον χρόνο, ο Τζόναθαν Φράνζεν παρακολουθεί τις περιπέτειες των λευκών, μορφωμένων, μεσοαστών Μπέργκλαντ, συνδέοντάς τες με τα ήθη και τις περιπέτειες της σύγχρονης Αμερικής.
Ωστόσο, οι καλύτερες από τις σχεδόν οχτακόσιες σελίδες του μυθιστορήματος δεν είναι αυτές όπου, με περίσσευμα ειρωνείας, καταγγέλλονται οι μπίζνες που στήθηκαν πάνω στα συντρίμμια του Ιράκ, ούτε εκείνες όπου ο Γουόλτερ Μπέργκλαντ, μέσα στην αφέλειά του, γίνεται κάποια στιγμή πιόνι της βιομηχανίας άνθρακα εν ονόματι της περιβαλλοντικής του ευαισθησίας και του αγώνα του ενάντια στον υπερπληθυσμό της γης.
Οι πιο μεστές σελίδες της «Ελευθερίας», αυτές που σε ωθούν ν' αναλογιστείς τις δικές σου προσδοκίες και «δουλείες», εστιάζουν στην ιδιωτική ζωή του πρωταγωνιστικού ζεύγους: στις τραυματικές σχέσεις που είχαν η Πάτι και ο Γουόλτερ με τους γονείς τους και στα λάθη που έκαναν αναθρέφοντας τα παιδιά τους, βαυκαλιζόμενοι ότι στήνουν την τέλεια οικογενειακή φωλιά, καθώς και στα διλήμματα που τους ταλανίζουν όταν συνειδητοποιούν τον καταπιεσμένο ερωτισμό τους ή τις ακυρωμένες επαγγελματικές φιλοδοξίες τους και πάλλονται από την επιθυμία ν' αυτοπροσδιοριστούν ξανά.
Πώς είναι να σε βιάζουν στο πρώτο κιόλας εφηβικό ραντεβού σου, αλλά οι δικοί σου –φιλελεύθεροι μποέμ, κατά τα άλλα– να κλείνουν τα μάτια, θαμπωμένοι από το κοινωνικό στάτους του βιαστή; Πώς γίνεται να είσαι η καλύτερη «φιλενάδα» με τον γιο σου, και να καταλήγεις να σε αντιμετωπίζει σαν το χειρότερο εχθρό που είχε ποτέ; Με τι κριτήρια διαλέγουμε τους φίλους μας; Τι κενά αναπληρώνει μέσα μας ο σύντροφός μας; Τι μας οδηγεί στην απιστία; Πώς διαχειριζόμαστε τη ζήλια ή την απόρριψη; Πόσα είμαστε διατεθειμένοι να θυσιάσουμε προκειμένου να μην αναμετρηθούμε ευθέως με τις σκοτεινές πλευρές μας; Και τι τελικά μπορεί να κρατήσει δύο διαφορετικούς ανθρώπους ενωμένους, όταν από την πολλή οικειότητα έχουν παραγνωριστεί;
Τέτοια ερωτήματα θέτει ο Φράνζεν, μπαίνοντας για τα καλά στο πετσί των ηρώων του, αφουγκραζόμενος με κατανόηση και τις πιο μύχιες σκέψεις τους, κλέβοντας, χωρίς αναστολές, από τις πιο προσωπικές τους στιγμές. Κι ενώ σχηματίζονται κι άλλα ερωτικά τρίγωνα στο βιβλίο του, ένα κυρίως διεκδικεί αμείωτη την προσοχή μας ως το τέλος: αυτό που συνθέτουν η αποξενωμένη από τη νεοϋορκέζικη οικογένειά της Πάτι (παλιό αστέρι του πανεπιστημιακού μπάσκετ που βάζει σκοπό να εξελιχθεί σε υποδειγματική μάνα και νοικοκυρά), ο αφοσιωμένος σ' εκείνην Γουόλτερ (συνετός επαρχιώτης δικηγόρος που θα μεγαλοπιαστεί συγχρωτιζόμενους με τους ισχυρούς κύκλους της Ουάσιγκτον) και ο κοινός τους φίλος, από τα φοιτητικά τους χρόνια, Ρίτσαρντ Κατς (ένα αστέρι της εναλλακτικής μουσικής σκηνής, φτυστός με τον Καντάφι στα νιάτα του, μπερμπάντης μεν αλλά ειλικρινής, ταλαντούχος, με αρχές).
Αν το ζεύγος Λάμπερτ των «Διορθώσεων» αποτελούσε μια «καρτουνίστικη» εκδοχή των γονιών του Φράνζεν, οι Μπέργκλαντ της «Ελευθερίας» είναι, όπως έχει δηλώσει ο ίδιος, προϊόντα καθαρόαιμης επινόησης. Κάτι άλλο που άλλαξε μέσα του στο μεσοδιάστημα ήταν κι η εγκατάλειψη της προσπάθειας «να εντυπωσιάζει τους αναγνώστες με μια σπινθηροβόλα πρόζα».
Ο Τζόναθαν Φράνζεν δεν ανήκει στους συγγραφείς που αγωνιούν να εντυπωσιάσουν με την πρωτοτυπία της φόρμας το ακαδημαϊκό κοινό. Γράφει ιστορίες με τα υλικά του καιρού του, που μπορούν όλοι να κατανοούν. Ιστορίες χωρίς ζόμπι, χωρίς κλέφτες κι αστυνόμους, χωρίς σαφή στρατόπεδα καλών και κακών, με ανθρώπους που μας μοιάζουν κι ας μας χωρίζει ένας ωκεανός.
σχόλια