1.
«Το να έχεις δύο γλώσσες και κουλτούρες είναι καλύτερα από μία, και τρεις καλύτερα από δύο»
―Χουάν Γκοϊτισόλο
O Χουάν Γκοϊτισόλο θεωρείται κάτι σαν εθνικός συγγραφέας στην Ισπανία. Μόνον που τα τελευταία χρόνια εκείνος τους εγκατέλειψε και πήγε να ζήσει στο Μαρόκο. Δεν του αρέσει η σημερινή Ισπανία.
Πριν μήνες γράφτηκε στις εφημερίδες ότι ο συγγραφέας, που ζει στο Μαρακές, έβαλε στόχο να διασώσει την παραδοσιακή πλατεία Τζέμα αλ-Φνα που κινδύνευε να γεμίσει με εμπορικά κέντρα. Έπεισε την Ουνέσκο να την ανακηρύξει «προφορική κληρονομιά της ανθρωπότητας». Και το πέτυχε.
Εκεί, μέσα στη σκιερή Μεδίνα, ζει ο Γκοϊτισόλο, έχοντας υιοθετήσει μια οικογένεια Μαροκινών, αυτός που ο Κάρλος Φουέντε αποκαλεί ως τον σημαντικότερο εν ζωή συγγραφέα της Ισπανίας.
Ο Γκοϊτισόλο επέλεξε για τα στερνά του έναν διαφορετικό πολιτισμό, που δεν τον θεωρεί όμως απόμακρο από τις πολιτισμικές και γεωγραφικές του καταβολές. Μια ηθελημένη «εξορία» που δεν τον κρατάει επαναπαυμένο στις δάφνες του πετυχημένου λογοτεχνικού έργου του, ευρύτατα αποδεκτού και μεταφρασμένου σε ξένες γλώσσες.
Από την εποχή του Φράνκο, όταν τα βιβλία του ήταν απαγορευμένα, μέχρι και σήμερα παρεμβαίνει σε πολιτικά ζητήματα. Πρόσφατα, μαζί με άλλα μέλη του Διεθνούς Κοινοβουλίου Συγγραφέων (Χοσέ Σαραμάγκο, Ράσελ Μπάνκς κ.α), βρέθηκε στην Παλαιστίνη.
Έκτοτε παραμένει ένας άνθρωπος σε μόνιμη επαγρύπνηση. Επιδιώκει την επαφή με κάθε υπό-στρωμα της κοινωνίας, πιστεύει ότι μία κουλτούρα που δεν εμπλουτίζεται από διαφορετικές περιθωριακές ομάδες είναι καταδικασμένη. Η στάση του ως μεταιχμιακού συγγραφέα ξεκινάει από την ίδια την πηγή της γλώσσας του. Γεννημένος στη Βαρκελώνη από Καταλανή μητέρα, την είδε να πεθαίνει κατά τη διάρκεια ενός βομβαρδισμού από αεροπλάνα του Φράνκο. Η στιγμή εκείνη τον στιγμάτισε για πάντα. Θα τολμούσαμε να πούμε ότι και η γραφή του αποτελεί μια αφηγηματική μεταφορά του ζωγραφικού έργου Γκουέρνικα.
Ο Θερβάντες, ο Βοκκάκιος, οι Χίλιες και μία νύχτες, ο Καλβίνο αλλά κυρίως ο Μπόρχες είναι οι μεγάλοι του δάσκαλοι. Οι ανασκευασμένες ιστορίες και οι ανατρεπόμενες εκδοχές συντηρούν τη λαβυρινθώδη «πλοκή» των μυθιστορημάτων του. Ο Γκοϊτισόλο επιμένει: «Δεν κατέχουμε την αλήθεια παρά μόνο αποσπασματικά».
Φιλοξενούμενος σε μια άλλη γλώσσα (γράφει στα καστιλιάνικα), φρόντισε να μάθει Αραβικά, αγγλικά, γαλλικά και τουρκικά και συνδύασε την πρωτοπόρα γραφή του με έντονο πολιτικό υπόβαθρο, αποφεύγοντας τα «μηνύματα», τοποθετώντας τις ιστορίες του από το Σεράγεβο μέχρι τη Βόρεια Αφρική, στην περιφέρεια της Δύσης. Χρησιμοποιώντας φανταστικούς και αληθινούς χαρακτήρες, δεν διστάζει να κάνει άλματα στο χώρο και στον χρόνο, να χρησιμοποιεί τον Θερβάντες ως ήρωα των δικών του βιβλίων ή να «καίει» τις σελίδες του στις φωτιές του Πολέμου του Κόλπου.
Φανατικός οπαδός της πολυπολιτισμικότητας δεν συγχώρεσε ποτέ την Ισπανία για την ψευδοτουριστική της εικόνα, και για την απόρριψη του αραβικού και εβραϊκού της παρελθόντος. Ένθερμος υποστηρικτής του ισλαμικού πολιτισμού, θυμώνει που ένας τόσο πολύπλοκος πολιτισμός ασφυκτιά μέσα σε φανατικά καθεστώτα.
Η πειραματική του γραφή, αποκαλυπτική, ανησυχητική, χρωστάει πολλά σε αυτή την ανάμιξη πληθυσμών, γλωσσών: Τραγουδιστάδες, παραμυθάδες, στρατιώτες, πρόσφυγες, λογοτεχνικοί ήρωες που αντλούν λόγο και υπόσταση όχι μέσα από τις ρεαλιστικές συμβάσεις του μυθιστορήματος αλλά από τις απεριόριστες δυνατότητες της γραφής. Ο Θερβάντες, ο Βοκκάκιος, οι Χίλιες και μία νύχτες, ο Καλβίνο αλλά κυρίως ο Μπόρχες είναι οι μεγάλοι του δάσκαλοι. Οι ανασκευασμένες ιστορίες και οι ανατρεπόμενες εκδοχές συντηρούν τη λαβυρινθώδη «πλοκή» των μυθιστορημάτων του. Ο Γκοϊτισόλο επιμένει: «Δεν κατέχουμε την αλήθεια παρά μόνο αποσπασματικά».
Το μυθιστόρημα «Τρεις εβδομάδες σ΄ ένα φανταστικό κήπο» έχει ως προμετωπίδα ένα απόσπασμα από τον Δον Κιχώτη, ενώ ο τίτλος του σαφώς παραπέμπει στους φανταστικούς κήπους του Μπόρχες.
Κυκλοφόρησε πρώτη φορά το 1997 και μέσα από 28 μικρές ιστορίες, που κάθε μία αντιστοιχεί στα ισάριθμα γράμματα της αραβικής αλφαβήτου, προσπαθεί να διηγηθεί την περιπέτεια ενός φανταστικού φίλου του Φεντερίκο Γκαρσία Λόρκα, του Εουσέμπιο, που συνελήφθη αιχμάλωτος από τους Φασίστες του Φράνκο και κρατήθηκε σε ένα στρατόπεδο του Μαρόκου. Στη συνέχεια δραπέτευσε με τη βοήθεια του μαροκινού φρουρού του και ζήσανε μαζί -κατά μία εκδοχή.
Ο κύκλος των αφηγήσεων (Les semanas del jardin. Un circulo de lectores, ο ισπανικός τίτλος του μυθιστορήματος) λαμβάνει χώρα μέσα σε ένα περιποιημένο κήπο όπου οι αφηγητές, εικοσιοκτώ στον αριθμό, κάθε ηλικίας και επαγγέλματος, αφηγούνται τη δική τους ιστορία για τη ζωή ή τα μεμονωμένα περιστατικά που επέπεσαν στην αντίληψή τους για την αινιγματική και αβέβαιη προσωπικότητα του Εουσέμπιο. Οι τρεις ενότητες αντιστοιχούν χρονικά στις τρεις εβδομάδες. Κάθε αφηγητής έχει το δικό του προσωπικό λόγο.
Η αποσπασματικότητα και η πολυφωνία του μυθιστορήματος είναι και η γοητεία του. Με το πρόσχημα των «προφορικών» αφηγήσεων ο συγγραφέας κατορθώνει να δημιουργήσει μια φανταστική πραγματικότητα.
Δύσκολο βιβλίο αλλά απομένει η χαρά στο τελείωμά του, όπως όταν κερδίζεις ένα δύσκολο στοίχημα.
info
Tίτλος: Τρεις εβδομάδες σ΄ ένα φανταστικό κήπο
Eκδότης: Εκδόσεις Εξάντας (Μετάφραση Τάσια Παναγοπούλου)
Xρονολογία έκδοσης: 2003
Ο Γκουιτισόλο διαβάζει ένα απόσπασμα από βιβλίο του για τον φακό της El Pais
2.
Η εκδοτική εμφάνιση του Χουάν Γκοϊτισόλο στην χώρα μας έγινε κάπως ανάποδα. Πρώτα κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα του 1997 «Τρεις εβδομάδες σε ένα φανταστικό κήπο» (Εξάντας) και το 2006 το θεωρούμενο τελευταίο του «Αυλαία» (Κέδρος). Μέχρι τότε παρέμενε σχεδόν άγνωστος στη χώρα μας. Πάντως, ο Βασίλης Βασιλικός, που τον γνώρισε στο Παρίσι, στα «290 Πρόσωπα» (Ελλην.Γράμματα) περιλαμβάνει λήμα «Γκοϊτισόλο» σημειώνοντας: «είναι κι τελευταίος εξόριστος των μεσογειακών δικτατοριών. Του εύχομαι και του Χουάν ταχείαν επάνοδον». Μάλλον δεν έπιασαν οι ευχές του γιατί ο Γκοϊτισόλο, σήμερα, ζει «εξόριστος» στο Μαρόκο και οι εμμονές του με την Ισπανία, μόνον ανοιχτούς λογαριασμούς έχουν αφήσει στη ζωή και στο έργο του.
Διάλεξε να πολεμήσει τη χώρα του μέσα από τα κείμενα. Τα βιβλία του Γκοϊτισόλο επικοινωνούν με τα έργα του 20ου αιώνα που πάλεψαν να απαλλαγούν από την τυραννία της μορφής του ρεαλιστικού μυθιστορήματος. Αποτελούν ένα παλίμψηστο της ισπανόφωνης γλώσσας και λογοτεχνίας ενώ τα ίχνη του Μπόρχες αφήνουν παντού ανεξίτηλα σημάδια. Ο Γκοϊτισόλο δεν ενδιαφέρεται για την «παλιομοδίτικη» φόρμα του ψυχολογικού μυθιστορήματος και πιστεύει ότι ένας συγγραφέας οφείλει να είναι θεωρητικά καταρτισμένος και πολιτικοποιημένος. Κατηγόρησε την Ισπανία επειδή διέγραψε το αραβικό και το εβραϊκό της κληρονομιά, υιοθετώντας την ευρωπαϊκή ομογενοποίηση.
Ο Χουάν Γκοϊτισόλο γεννήθηκε το 1931 στη Βαρκελώνη από Καταλανή μητέρα και Βάσκο πατέρα. Ο μεγαλύτερος αδελφός του, ο Χοσέ, έγινε ποιητής και ο νεώτερος, ο Λουίς, μυθιστοριογράφος («Ημερολόγιο 360ο» εκδόσεις Scripta). Ο Χουάν, με το πρώτο του κι όλας μυθιστόρημα «Νεαροί Δολοφόνοι», γνώρισε μεγάλη κριτική αποδοχή. Τη δεκαετία του 50 έφυγε για το Παρίσι όπου δούλεψε σε εκδοτικούς οίκους και γνώρισε τους σημαντικότερους συγγραφείς της εποχής. Εκείνος, όμως, που αληθινά τον επηρέασε ήταν ο Ζαν Ζενέ. Όπως ο Ε.Μ Φόρστερ, έξη δεκαετίες νωρίτερα δέχθηκε την «επιφώτιση» του Έντουαρντ Κάρπεντερ και απελευθερώθηκε, ακολουθώντας έναν Άραβα έφηβο στα στενά της Αλεξάνδρειας, έτσι κι ο Χουάν, στα λαϊκά παρισινά μπαρ, θα γνωρίσει τον δικό του Άραβα και θα επανεξετάσει την σχέση του και με την Μονίκ Λαγκ, τη γυναίκα με την οποία συζούσε από χρόνια στα πλαίσια μιας ανοιχτής σχέσης.
Η νέα αυτή τροπή φάνηκε και στο έργο του. Απαξιώνοντας τα προηγούμενα μυθιστορήματα προχώρησε, το 1966, στο μυθιστόρημα «Στοιχεία ταυτότητας» το πρώτο έργο μιας τριλογίας με ισχνά ρεαλιστικά δεσίματα και προκλητικές γλωσσολογικές και μορφολογικές ανατροπές, αδιαφορώντας για την χρονική συνέπεια και την ψυχολογική εμβέλεια των ηρώων του. Ο Άλβαρο, Ισπανός εξόριστος που ζει στο Παρίσι τη δεκαετία του '50, για να ξεφύγει από την επικράτεια του Φράνκο, από «μια τάξη πραγμάτων ασύδοτη, κενή» και να απομακρυνθεί από όσους «είχαν προσπαθήσει να κάμψουν την αντίστασή του και να τον φυλακίσουν στον άκαμπτο κορσέ ορισμένων κανόνων», επιστρέφει στην πατρίδα του, προκειμένου να γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ για τη τηλεόραση πάνω στην σφαγή από τους πολιτοφύλακες ενός αθώου πλήθους χωρικών στη Γέστε και την εργατική μετανάστευση που επακολούθησε. Στη νότια Ισπανία ξαναβιώνει σκηνές που του προκαλούν «ηθικό πόνο»: εφηβικούς έρωτες, την στενή σχέση με τον εξάδελφο Σέρχιο, που κι αυτός εξοντώθηκε άδικα στα νιάτα του, τη δολοφονία του πατέρα του το 1936 από πολιτοφύλακες.
Πράγματι, η αυτοεξορία στην Ευρώπη καθόλου δεν είχε ισχυροποιήσει τις δυνάμεις του αντιθέτως στα ταξίδια που έκανε, ως δημοσιογράφος, ομολογεί: «αγωνιζόσουν για έναν κόσμο που θα ήταν ακατοίκητος για σένα». Και όταν επιστρέφει στη Γέστε ούτε και το ντοκιμαντέρ θα αποσώσει γιατί το κατάσχουν οι αρχές. Καθώς ο ήλιος πυρώνει την γη της Ανδαλουσίας ο Άλβαρο ζει μια παραίσθηση, ένα κακό όνειρο, το παρόν προβάλλεται σαν φαινόμενο αντικατοπτρισμού. Ο αφηγητής του μυθιστορήματος προετοιμάζει την αφαίμαξη της μνήμης του και οδεύει προς μια πλήρη διαγραφή του παρελθόντος και των στοιχείων της ταυτότητάς του, διαλύοντας ταυτόχρονα και κάθε λογική συνέπεια στην αφήγηση, που τελειώνει με την οδηγία χρήσεως, «ΒΑΛΤΕ ΤΟ ΚΕΡΜΑ», γραμμένη σε τέσσερις γλώσσες.
Πρόκειται για μια τρομακτική επίδειξη συγγραφικής δεξιότητας. Ας μην ξεχνάμε και το χρονικό πλαίσιο του μυθιστορήματος. Το προσευχητάρι του Γκοϊτισόλο ήταν ο «Βαθμός μηδέν της γραφής» κι ο Ρολάν Μπαρτ ο καλύτερος φίλος του. Η «καταστροφή» της λογοτεχνίας και ο θάνατος του συγγραφέα προσδοκούν ανάσταση μορφών και Λαζάρους εξερχόμενους από σκοτεινές λογοτεχνικές σπηλιές. Η γλώσσα είναι η αποθέωση του μέσου, η γλώσσα στα όριά της, καταπατώντας κάθε φόρμα. Ο Χουάν Γκοϊτισόλο, την δεκαετία του εβδομήντα, αφού ολοκληρώσει την τριλογία, θα προσπαθήσει να «αφανίσει» και τον λογοτεχνικό του εαυτό. Προσπερνάει την εμπορική αποδοχή των βιβλίων του, θεωρώντας ότι ο συγγραφέας, που ζει από τα δικαιώματα των βιβλίων του, γίνεται ένα όργανο εμπορευματοποίησης και δεν ολοκληρώνει την δημιουργική του αποστολή. Από το 1975, που πρέσβευε αυτά, δεν άλλαξαν πολλά. Υιοθέτησε μια μαροκινή οικογένεια και ζει μαζί τους στο Μαρακές, επεμβαίνει στα διεθνή πολιτικά δρώμενα, διασώζει με ψηφίσματα την πλατεία Τζέμα ελ Φνα ως μνημείο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς.
Ο Γκοϊτισόλο συγγενεύει με μια γενιά συγγραφέων των οποίων η ζωή και η γραφή διέσχισαν όρια εθνικά, ιδεολογικά και ερωτικά. Ο Ζενέ, ο Παζολίνι κι ο Καβάφης του μεσογειακού «cruising», o Λώρενς Στερν κι ο Σαντ των πρώιμων ηθικών και αφηγηματικών αποκλίσεων, η παράδοση της Ισπανοαμερικανικής σχολής με τον Λιόσα του «Πράσινου Σπιτιού», τον Μάρκες των «Εκατό χρόνων μοναξιάς», τον Λεζάμα Λίμα του αποκαλυπτικού «Paradiso», τον Ινφάντε των «Τίγρεων» και πάνω απ' όλους με τον Θερβάντες, τον πιο «θεωρητικό» συγγραφέας του ευρωπαϊκού μυθιστορήματος.
Η στάση ζωής του Γκοϊτισόλο, σε συνάρτηση με το έργο του, ξενίζει στην εποχή μας, όπου η γραφή εντάσσεται στην εκδοτική διαδικασία προσπερνώντας την λογοτεχνική δημιουργικότητα. Ο καλομαθημένος αναγνώστης θα δυσκολευτεί να προσεγγίσει τα «Στοιχεία ταυτότητας». Σε ορισμένες σελίδες, με σπαρακτικές εικόνες και διαλόγους, είναι να απορείς τι έσπρωξε τους συγγραφείς του μεταμοντερνισμού να υπονομεύσουν κάθε ρεαλιστική ευκολία και να επιλέξουν τον λογοτεχνικό τους «θάνατο». Παρ' όλα αυτά ο Γκοϊτισόλο επιβίωσε, με δυο πατρίδες, πέντε ξένες γλώσσες και ένα τσούρμο μαροκινά εγγόνια.
info
Tίτλος: Στοιχεία ταυτότητας
Eκδότης: Κέδρος (Μετάφραση: Κατερίνα Ρούφου)
Xρονολογία έκδοσης: 2007
__________
Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης είναι συγγραφέας. Το πιο πρόσφατο βιβλίο του «Καινούρια πόλη» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη. Τα άρθρα αυτά δημοσιεύτηκαν πρώτη φορά στα ΝΕΑ βιβλιοδρόμιο, 3 Ιουνίου 2007 © Θεόδωρος Γρηγοριάδης
σχόλια