Χωρίς καταστροφική ενέργεια δεν μπορεί να ξεπεράσει κανείς τους κανόνες του εαυτού του» είναι το απλό συμπέρασμα που προσφέρει σε επαναλαμβανόμενες, γλυκόπικρες δόσεις ο συγγραφέας, ποιητής και διανοητής Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ στην άκρως συναρπαστική αυτοβιογραφία του με τον τίτλο Αναβρασμός (σε μετάφραση Σπύρου Μοσκόβου από τις εκδόσεις της Εστίας). Τον φαντάζεται κανείς να στέκεται με ένα κρυστάλλινο ποτήρι δίπλα στον Χρουστσόφ τρώγοντας μπλινί, να παρατηρεί ψύχραιμος τις αιματηρές συγκρούσεις σε Βερολίνο και Παρίσι, να συστήνεται στον Σαλβαδόρ Αλιέντε στην εξωτική Ταϊτή, να συμβουλεύει τον πρίγκιπα Σιχανούκ στη μακρινή Πνομ Πενχ ή να ζει ειρηνικά στο Όσλο και λίγα χρόνια αργότερα να μετακομίζει στο Βερολίνο για έναν έρωτα. Σκηνές που περιγράφονται χωρίς το παραμικρό ίχνος επιδειξιομανίας, πάντα με την αβρότητα ενός ανθρώπου που έχει συμφιλιωθεί με τα ακραία εμπειρικά δεδομένα της ζωής του. Τίποτα στενόχωρο δεν υπάρχει στις σελίδες ενός λουσμένου σε φως και υψηλές δοξασίες βιβλίου, ούτε καν τα όσα οδυνηρά στιγμάτισαν τον χώρο της Αριστεράς και τώρα προσεγγίζονται με την ειρωνική επεξεργασία ενός δανδή. Δεν είναι τυχαίο ότι έτσι ακριβώς αποκαλούσε τον Εντσενσμπέργκερ ο φίλος του Πίτερ Τσότσεβιτς, λέγοντας πως «είναι το είδος του ανθρώπου που φωνάζει να επιβιβαστούν όλοι στο τρένο για να επιλέξει τελικά την απέναντι αμαξοστοιχία, μόνο και μόνο επειδή είναι όμορφη και άδεια». Αυτό μάλλον ήταν το κριτήριο που τον οδήγησε σε συγκεκριμένες εκτιμήσεις: έφτασε να κρίνει θετικά κάποιους από τους εμβληματικούς εκπροσώπους του Μάη του '68 επειδή ακριβώς ενστερνίστηκαν την αισθητική υπεροχή αντί για την πολιτική ευκολία. Χαρακτηριστική ήταν η ιστορία του Τ., την οποία αναφέρει στο βιβλίο, ο οποίος εγκατέλειψε τις εξεγέρσεις για να φτάσει έως τη Φλωρεντία μόνο και μόνο για να δει από κοντά τον «Δαυίδ» του Μιχαήλ Άγγελου. Τα πιο επαναστατικά ενσταντανέ, άλλωστε, αντισταθμίζονται υφολογικά από την υψηλή αισθητική και την ποίηση: «Μου φαίνεται πως είχα βρεθεί τότε σ' ένα μπαρ στη Βία Βένετο μαζί με την όμορφη Κίκι και τον καμαρωτό Μάσιμο, τα επώνυμα των οποίων έχουν εξαφανιστεί όχι μακριά από την αμερικανική πρεσβεία, μπροστά στην οποία έπεφταν πέτρες. Τα δακρυγόνα έφταναν ως εμάς. Μετά πήγαμε για χορό με την Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν, που φορούσε ένα αστραφτερό φόρεμα με παγιέτες κι ήταν αγκαζέ με τον Ουνγκαρέτι» αναφέρει ο άνθρωπος που λάτρεψε την κλασικόμορφη τέχνη και τον Ντουρούτι. Αυτά διαμόρφωσαν τον Εντσενσμπέργκερ και τη γλώσσα του που κατασκεύαζε ελεύθερους, ακηδεμόνευτους κόσμους. Όχι τυχαία, από τα αμέτρητα πρόσωπα που παρελαύνουν από τις σελίδες του βιβλίου, φαντάζοντας απλά αθύρματα του παγκόσμιου θεάτρου της πολιτικής, μόνο η ντελικάτη ηλικιωμένη Λίλια Μπρικ, η χήρα του Μαγιακόφσκι και του Όσιπ Μπρικ, ξεχωρίζει πραγματικά: με τα καστανά της μαλλιά, τα «σκουλαρίκια που έχουν χρυσές μύγες και παλαιορωσικούς σταυρούς» και τα μαργαριταρένια κολιέ, η οποία «μπορούσε να είναι μελαγχολική, φαντασμένη, επιπόλαιη, υπερήφανη, ερωτευμένη, έξυπνη, και όλα αυτά ταυτόχρονα».
Το είχε κανόνα ο Γερμανός συγγραφέας να μη δέχεται ούτε τον κρατικό ολοκληρωτισμό αλλά ούτε και τις άγριες καπιταλιστικές διαθέσεις. Άσκησε κριτική στα «αλαμπουρνέζικα και τις κραυγές περί επανάστασης».
Τι δουλειά είχε, λοιπόν, ένας τέτοιος κοσμοπολίτης, όπως ο Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ, με τις άκαιρες ή αδιέξοδες επαναστάσεις; Κατά πόσο μπορούσε να συνδυάσει τις αρετές της εκλέπτυνσης ή τον έρωτα που βίωνε πάντοτε παράφορα –ειδικά με τη Ρωσίδα δεύτερη γυναίκα του, Μάσα– με τη βαθιά πολιτική συνείδηση; «Αγαπητέ μου, τι είχες στον νου σου όταν τα έκανες όλα αυτά;» είναι το ερώτημα που ο ίδιος θέτει στον εαυτό του, αποσυρμένος από τα πάθη, αλλά πάντα σε αναβρασμό. Προς τιμή του, η ευρηματική μορφή του σωκρατικού διαλόγου που αποκτά τελικά η αυτοβιογραφία του με τους δύο του εαυτούς, τον γέροντα και τον επαναστάτη να αντιστρατεύεται ο ένας τον άλλο, δεν εξωραΐζει, ζωντανεύοντας, τα γεγονότα, αλλά μάλλον τα απομυθοποιεί. Ενίοτε, μάλιστα, καταλήγει και σε πλήρη απομάγευση: κάποια στιγμή, για παράδειγμα, φτάνει να παρομοιάζει τον Τσε Γκεβάρα με έναν «αξιολύπητο» υπουργό Οικονομικών, ενώ περιγράφει τον Κάστρο ως απολυταρχικό βερμπαλιστή και τον Χρουστσόφ ως διανοητικά ανεπαρκή, κάτι που διαπίστωσε, άλλωστε, ο ίδιος από κοντά. Αντίστοιχα, αποδομεί το λογοτεχνικό σινάφι και την ίδια του τη χώρα. Παραδέχεται, δε, πως στο βόρειο πνεύμα εμφιλοχωρεί μια αυστηρότητα που καταργεί τη λάμψη και το γλέντι από τις γιορτές ή τον οίστρο από τα επαναστατικά δεδομένα. Ίσως γι' αυτό να αγάπησε τον Νότο, κατηγορώντας για ρατσισμό όλους όσοι δεν αντιλήφθηκαν ότι η ευκολία με την οποία γυμνώνεται μια Κουβανή είναι πολύ πιο ιερή και σεβαστή από τη δυσκολία που έχουν οι κάτοικοι του Βορρά να εκφράσουν τα συναισθήματά τους. Με τα χρόνια έμαθε να βλέπει αισθαντικό αυθορμητισμό και όχι άγρια σπατάλη στα πάθη και κατάφερε να ξεπεράσει συγκεκριμένα πρόσωπα αλλά όχι και φινέτσες.
Ενδεχομένως, για τον αυτονομιστή Εντσενσμπέργκερ η ηθική να μην είναι τελικά παρά «μια ιδιωτική συμφωνία και η αξιοπρέπεια μια δημόσια υπόθεση», όπως έλεγε κάποτε η Γιουρσενάρ. Κάθε υπερβολικά έντονη εξουσία έδινε την εντύπωση ότι είναι είτε ολοκληρωτική είτε κακόγουστη. Το είχε κανόνα ο Γερμανός συγγραφέας να μη δέχεται ούτε τον κρατικό ολοκληρωτισμό αλλά ούτε και τις άγριες καπιταλιστικές διαθέσεις. Άσκησε κριτική στα «αλαμπουρνέζικα και τις κραυγές περί επανάστασης». Παρότι τον έχουν, για παράδειγμα, συνδέσει με την περίφημη Κομμούνα I του Βερολίνου, επιμένει πως σε αυτήν δεν είχε ανακατευτεί ο ίδιος αλλά ο αδελφός του και η πρώην γυναίκα του και πως «ό,τι είχαν να προσφέρουν ήταν από δεύτερο ή τρίτο χέρι. Ολίγος Προυντόν, Βίλχελμ Ράιχ και Χένρι Μίλερ, μια πρέζα Νταντά και μερικά τσιτάτα από τη φαρέτρα των σιτουασιονιστών». Τα ίδια και χειρότερα, φυσικά, έχει να καταλογίσει στη Ραφ και στα μέλη της, τα οποία γνώριζε προσωπικά: «Αδιαμφισβήτητος ηγέτης αυτού του στρατού φαντασμάτων ήταν ο αηδιαστικός Αντρέας Μπάαντερ, ένας δραπέτης λωποδύτης που είχε δουλέψει ως φωτομοντέλο σ' ένα περιοδικό για ομοφυλόφιλους και, εκτός από τον εαυτό του, αγαπούσε τα γρήγορα αυτοκίνητα. Οι γυναίκες είχαν υποταγεί σ' αυτόν άνευ όρων». Το μόνο που διεκδικούσε ως επαναστατική πράξη ο Εντσενσμπέργκερ ήταν τα ακριβή ποσοστά «αναβρασμού» που χρειάζονταν ώστε να διασαλευθεί η καθεστηκυία τάξη και να ανατραπεί η οριοθετημένη λογική της:
«Αυτό, όμως, που μου άρεσε ήταν η διατάραξη της γερμανικής τάξης. Ήταν επιτακτική από καιρό και δύσκολο να ανακοπεί. Αυτή ήταν για μένα η βασική ατραξιόν. Κάτω οι αυθεντίες – αυτό ήταν το σύνθημα. Δεν με πείραζε που διέτρεχα ο ίδιος τον κίνδυνο να γίνω ένα είδος αυθεντίας, αν και παρά τη θέλησή μου, και δη σε σχήμα τσέπης». Όπως τονίζει ο ίδιος, ανταπαντώντας στον γηραιό εαυτό του, το παν είναι να κρατήσει κανείς αναμμένες τις σπίθες της αμφιβολίας και της λειτουργικής εξέγερσης: «Αγαπητέ μου γέρο, ξέρεις τόσο καλά όσο κι εγώ ότι ο αναβρασμός δεν τελειώνει ποτέ. Μετατίθεται απλώς κάπου αλλού, στο Μογκαντίσου, στη Δαμασκό, στο Λάγος ή στο Κίεβο, παντού όπου έχουμε την τύχη να μη ζούμε. Είναι μόνο ζήτημα προοπτικής». Η πάλη δεν τελειώνει ποτέ, είτε αναφέρεται στον εαυτό είτε σε ολόκληρο το σύμπαν. Κι αυτήν τη διεκδικεί διαρκώς ο 86χρονος αγέραστος έφηβος, κρατώντας ζωντανή μια πολιτική που δεν φαίνεται ακόμα και σήμερα να μπαίνει σε καλούπια.
Δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση της LIFO.