Η ΑΝΔΡΟΣ, ΩΣ ΣΗΜΕΙΟ αναφοράς και προσωπικής απελευθέρωσης, ως το νησί που στοίβαζε τις αναμνήσεις και ένωνε τις διαφορετικές ταυτότητες, επανέρχεται, για μία ακόμα φορά, στα κείμενα της Μαρίνας Καραγάτση και συγκεκριμένα στο τελευταίο διήγημα που έγραψε με τον τίτλο «Στη μνήμη του συμπατριώτη μου Υπάτιου Περδίου».
Αυτό περιλαμβάνεται σε ειδική έκδοση της Άγρας με τον ίδιο τίτλο, συμπληρωμένη από τον αποχαιρετιστήριο λόγο που διάβασε ο Λεωνίδας Εμπειρίκος με αφορμή τον θάνατό της τον Ιούνιο του 2024. Πρόκειται για ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα γραφής της πολυτάλαντης Μαρίνας και για το καλύτερο, ίσως, μυθιστορηματικό της κείμενο, το οποίο συνδέεται με τα προηγούμενα γραπτά, τα φωτογραφικά λευκώματα και την πολυδιάστατη καλλιτεχνική ματιά της πιο αδικημένης, μάλλον, γόνου της οικογένειας Ροδοπούλου.
Άμεσα συνυφασμένο με τις πιο αληθινές εικόνες της Άνδρου, βγαλμένες από μια εποχή όπου όλα ήταν «χειροποίητα», όπως συνήθιζε να λέει η ίδια, το διήγημα αποπνέει τη βαθιά ψυχική ουσία των σχέσεων και τις πιο απόκρυφες στιγμές των ανθρώπων, αποκαλύπτοντας τον κοινό συνδετικό κρίκο της ανθρώπινης φύσης, πέρα από τις ταξικές αντιθέσεις.
Ίσως αυτό να ήταν και το χαρακτηριστικό που διαφοροποιούσε, τολμούμε να πούμε, τη Μαρίνα Καραγάτση από τον πατέρα της: μια ουσιαστική αγάπη για τον καθημερινό άνθρωπο του μόχθου ο οποίος έκρυβε μια βαθιά μυθιστορία και διαδραμάτιζε πρωταγωνιστικό ρόλο σε έναν άγραφο πολιτισμό που μοιράζονται όλοι, ανά τους αιώνες ‒ θαρρεί κανείς ότι ο τελετουργικός τρόπος με τον οποίο περιποιούνται οι γυναίκες το νεκρό σώμα του Υπάτιου Περδίου στο ομώνυμο διήγημα ανακινεί εικόνες από αρχαία τελετουργικά της Αιγύπτου.
Άμεσα συνυφασμένο με τις πιο αληθινές εικόνες της Άνδρου, βγαλμένες από μια εποχή όπου όλα ήταν «χειροποίητα», όπως συνήθιζε να λέει η ίδια, το διήγημα αποπνέει τη βαθιά ψυχική ουσία των σχέσεων και τις πιο απόκρυφες στιγμές των ανθρώπων, αποκαλύπτοντας τον κοινό συνδετικό κρίκο της ανθρώπινης φύσης, πέρα από τις ταξικές αντιθέσεις.
Η σύντομη, αλλά πολύ πλούσια σε κρυφά μηνύματα ιστορία του Υπάτιου Περδίου εστιάζει, εν προκειμένω, στον μυστηριώδη θάνατο του άτυχου αυτού άνδρα παραμονή της Ανάστασης. Πρόκειται για την απώλεια ενός εκφραστή της πιο ουσιαστικής, ανώτερης στα μάτια της συγγραφέως, χειροποίητης τέχνης, ενός παπουτσή που είχε ζωγραφίσει η μητέρα της Νίκη, «η κόρη της Καρυστινάκαινας», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά στο διήγημα, η οποία του είχε πει «ότι δεν την ενδιέφερε μόνο η έξυπνη φάτσα του αλλά και το καλλιτεχνικό ντύσιμό του. Πόσο ωραίος ήταν, του είχε πει, ο συνδυασμός της μπεζ καμπαρντίνας με το βυσσινί κασκόλ».
Το αισθητικό κριτήριο δεν ήταν, καθώς φαίνεται, στην αποκωδικοποιημένη αισθητική της Καραγάτση αποκλειστικό προνόμιο της αστικής τάξης αλλά κτήμα όλων και απότοκο της καθημερινής τάσης των τεχνουργών να δημιουργούν από το πουθενά κάτι όμορφο. Απόδειξη ότι ο ίδιος αναδεικνύεται σε ιδανικό καλλιτέχνη, ένας όμορφος άγγελος στην καρδιά της πιο άγριας καθημερινότητας, ενώ στην επόμενη ακριβώς σκηνή τον συναντάμε νεκρό και γυμνό μέσα στην κάσα, απαλλαγμένο από τα αίματα, σε μια περιγραφή που παραπέμπει σε σκηνές από γαλλικά μυθιστορήματα, με την απέριττη όμως ομορφιά ενός τσαρουχικού πίνακα.
Άλλωστε, και τα δυο στοιχεία συμφιλιώνονται μοναδικά στο σύμπαν της Καραγάτση και στον κόσμο της Άνδρου, όπου η συγγραφέας ανιχνεύει τα κύρια στοιχεία του λογοτεχνικού κόσμου και της αλήθειας της. Εκτός από το σπίτι και το μέρος που αγάπησε η μητέρα της, μακριά από την τύρβη της Αθήνας, το αγαπημένο της νησί έδειχνε να διαθέτει ανθρώπους που πάσχιζαν, αλλά διασκέδαζαν με την καρδιά τους και ήταν άμεσοι και αληθινοί, όπως η ίδια. Αυτοί ήταν που της δίδαξαν την αγάπη, μακριά από τα απωθημένα και τον αυταρχισμό ενός περίκλειστου, ενίοτε αστικού και μάλλον ανδρικού σύμπαντος.
Στις φωτογραφίες της Καραγάτση, που εστιάζουν σε αυτήν τη λαϊκή πτυχή της Άνδρου, αποτυπώνεται επομένως ξεκάθαρα η ζωντάνια των προσώπων χάρη στο τρυφερό βλέμμα της φωτογράφου και μετέπειτα μυθιστοριογράφου. Χαρακτηριστικό είναι ότι στο «Ευχαριστημένο» η ίδια χρησιμοποίησε ως κεντρική ηρωίδα της τη Λασκαρώ, την υπηρέτρια της οικογένειας, που ήταν συμφιλιωτικός παράγοντας στη ζωή της. Είναι, άλλωστε, εκείνη που εφηύρε αυτό το τρυφερό προσωνύμιο που έγινε η σφραγίδα της και της μετέφερε την αγάπη για τον τόπο, μέχρι που γνώρισε τον καλλιτέχνη άνδρα της, Φίλιππο Τάρλοου, με τον οποίο αποφάσισαν να μετακομίσουν στην Άνδρο το 1976, όπου διέμειναν για ένα σεβαστό χρονικό διάστημα.
Στο εξαίσιο λεύκωμα-προοίμιο των επόμενων κειμένων της, τις «Διαδρομές στην Άνδρο του ’70» (επίσης από Άγρα) παρακολουθούμε όλους αυτούς τους άδηλους, αλλά επιβλητικούς στα μάτια της ανθρώπους της Άνδρου με το εκφραστικό βλέμμα, τις αυλακιές του καθημερινού μόχθου στα πρόσωπά τους, φωτογραφημένους με καλλιτεχνική ακρίβεια από την ίδια. Μέχρι που ήρθαν τα γραπτά για να αποδείξουν ότι η Μαρίνα δεν ήταν μόνο μια προικισμένη φωτογράφος αλλά και συγγραφέας, το αντίθετο από αυτό που θεωρούσε ο πατέρας της.
Όχι μόνο ένα θαρραλέο κορίτσι ‒παρέμεινε κορίτσι ακόμα και σε μεγάλη ηλικία‒ που κοίταζε με περίσσιο θάρρος τον φακό καθώς την έπιανε να πίνει μπίρες σε εφηβική ηλικία μαζί με τον αυστηρό πατέρα-συγγραφέα αλλά και ένα ελεύθερο πνεύμα, μια άλλη Μαρίνα των Βράχων, όπως θα έλεγε ο οικογενειακός φίλος Ελύτης, με τον οποίο επίσης φρόντιζε να απαθανατίζεται στο ίδιο μήκος ενός απενοχοποιημένου φρονήματος που δεν χώρεσε σε στεγανά και ταμπέλες. Ήξερε, άλλωστε, να χειρίζεται τον λόγο με μεγαλύτερη επάρκεια από τους ομότεχνους και ομοτράπεζους του πατέρα της.
Επομένως, έπρεπε να έρθει ένας νεκρός, το φάντασμα ενός αμλετικού κυρίαρχου, πανταχού παρόντα πατέρα για να τολμήσει η Μαρίνα Καραγάτση να εκδώσει τα συγγραφικά της πονήματα, που στόχο είχαν να αποκτήσουν τη μορφή μιας de profundis καταγγελίας με τις απαραίτητες μεταφυσικού τύπου καλλιτεχνικές πινελιές, όπως προστάζει το ομώνυμο κείμενο του Όσκαρ Ουάιλντ. Ωστόσο, αν στο «Ευχαριστημένο» αυτό που ενώνει τα αντιφατικά σημεία είναι η ομορφιά, αυτό που ξεδιπλώνει τις κρυφές αρετές της αφήγησης στον «Υπάτιο» είναι το «μυστικό», με τη μυστικιστική έννοια που συναντάμε και στα μυθιστορήματα του πατέρα Καραγάτση.
Στο σύντομο, αλλά μεστό αυτό διήγημα η Καραγάτση κάνει, χαρακτηριστικά, λόγο για το απόκοσμο «ρόδινο φως» που αντικρίζουν έκπληκτες οι γυναίκες στο πρόσωπο του νεκρού και για έναν άνθρωπο που η κηδεία του γίνεται παράλληλα με αυτήν του Θεανθρώπου, αφήνοντας ανοιχτές τις διάφορες ερμηνείες στον αναγνώστη. Άλλωστε, η ίδια, ως συγγραφέας, είχε την ικανότητα να παραχωρεί αυτονομία στους πρωταγωνιστές της, πολλές φορές εν αγνοία τους, κρατώντας ζωντανό το κυριαρχικό δικαίωμα που δίνουν οι λογοτέχνες στους ήρωές τους, επιτρέποντάς τους να έχουν αυτοί τον πρώτο και τελευταίο λόγο.
Όπως έγραφε η ίδια σε ένα περιεκτικό σημείωμά της στη LiFO: «Με τη φτωχή λογοτεχνική μου πείρα μού ήταν αδύνατο να αντιμετωπίσω ένα τόσο περίπλοκο πρόβλημα. Και τότε μου ήρθε μια ιδέα: να επιχειρήσω να δώσω την πρωτοβουλία στους ήρωές μου. Αυτοί να με οδηγήσουν και να μου δείξουν την περιπέτεια της ζωής τους έτσι όπως οι ίδιοι τη βίωσαν, την ένιωσαν. Πήρα, λοιπόν, τη μεγάλη απόφαση να ακολουθήσω τυφλά τη μοίρα αυτών των ανθρώπων με μοναδικό μου όπλο τα θερμά μου αισθήματα. Ένα απονενοημένο διάβημα ήταν, που τελικά δεν νομίζω πως μου βγήκε και σε κακό. Διότι καθ’ οδόν κατάλαβα ότι μόνον όταν αφουγκράζεσαι με αγάπη και συμπόνια τις αντιφατικές κινήσεις της ψυχής, μόνο τότε είναι ίσως πιθανόν να πλησιάσεις κάπως την αλήθεια τους. Φυσικά, στους αναγνώστες εναπόκειται να κρίνουν αν με το “Ευχαριστημένο” προσέγγισα, έστω και στο ελάχιστο, αυτόν τον στόχο μου».
Ανεξαρτήτως, λοιπόν, του αν τα κατάφερε σε αυτό το διήγημα ή σε άλλα κείμενα, με τα οποία είναι άμεσα συνδεδεμένο το όνομά της, το σίγουρο είναι ότι έβαλε το κεφάλι της επί πίνακι, επιστρατεύοντας όλα της τα βιώματα για να γράψει και παραχωρώντας στη γραφή της ένα κομμάτι από την ψυχή της. Αυτή είναι, μάλλον, η μεγάλη περιουσία που κληρονόμησε από τον πατέρα της ‒ είτε αποδέχεται είτε αρνείται κανείς τον Καραγάτση ως συγγραφέα, η ορμητική διάρκεια της γραφής του ή η απολυτότητα με την οποία της είχε αφοσιωθεί είναι αναμφίβολη και ίσως ο λόγος που το επώνυμό του δεσπόζει ακόμα στις συνειδήσεις του αναγνωστικού κοινού. Καιρός σε αυτές να ενταχθεί και η γυναίκα που όχι μόνο έφερε μέχρι τέλους με αξιώσεις το βάρος του ονόματος Καραγάτση αλλά κατάφερε να το μετουσιώσει σε κάτι δικό της, είτε γράφοντας, είτε υψώνοντας στεντόρεια της φωνή της ως κραυγή ή ως εκφραστική δύναμη που μετατρέπεται, εν τέλει, σε δημουργία.