Εκτός από τον Φάουστ, τον Βέρθερο, την Πραγματεία περί χρωμάτων, τα Χρόνια της μαθητείας του Βίλχελμ Μάιστερ και μερικά άλλα, δευτερεύοντα έργα, ο ντόπιος αναγνώστης μάλλον με ανορεξία πλησιάζει κάποιο έργο του Γκαίτε που ξέρει ότι είναι διάσημο, αλλά ανήκει κυρίως στη φιλολογία παρά στα άμεσα ενδιαφέροντά του. Δεδομένου, μάλιστα, ότι η γερμανική γλώσσα παραμένει απόμακρη για την ελληνική νοοτροπία, έργα σαν το Ποίηση και Αλήθεια παραμένουν άγνωστα και απλησίαστα για το ελληνικό κοινό. Ωστόσο, η μορφή του Γκαίτε, η πνευματική του έρευνα και η απίθανη δημιουργικότητά του όχι μόνο τον καθιστούν ασύγκριτη πνευματική οντότητα αλλά τον προβάλλουν ως τον μοναδικό Ευρωπαίο που διέθετε την πολυμέρεια των μεγάλων αναγεννησιακών μορφών: πράγματι ήταν δραματουργός, ποιητής, κριτικός, δημοσιογράφος, ζωγράφος, θεατρώνης, πολιτικός, παιδαγωγός, φυσικός. Μόνο τα επιστημονικά του έργα καλύπτουν περί τους 14 τόμους.
Ο Γκαίτε γεννήθηκε στις 28 Αυγούστου του 1749 στη Φραγκφούρτη του Μάιν από μεσοαστική οικογένεια όπου, βοηθούντος του πατρός, της μητρός και του παππού του, διαποτίστηκε από την πνευματική και ηθική αυστηρότητα του Βορρά και την ανέμελη καλλιτεχνική ευαισθησία του Νότου. Ως άνθρωπος χαρακτηριζόταν από κάτι εμφανέστατα πρωτεϊκό. Δήλωνε, άλλωστε, ότι η κύρια φροντίδα του ήταν να σπουδάσει όχι την οιαδήποτε τέχνη αλλά μέσω των τεχνών αυτήν τούτη την «τέχνη της ζωής». Κατά συνέπεια, το προσωπικό του βίωμα μπορεί να βιωνόταν με αληθινό πάθος, αλλά ουσιαστικά ανακάλυπτε το ενδότερο στοιχείο – με άλλα λόγια η παραμικρή συγκίνηση μεγεθυνόταν μέσα σε πέντε λεπτά για να αποβεί σοφόκλειο θέμα! Γι' αυτό ονομάστηκε «Ρακίνας της Γερμανίας» και «επί γης αντιβασιλέας της ποίησης».
Πράγματι, ένας άνθρωπος που εμπνεύστηκε ερωτικό πάθος για τη γυναίκα κάποιου αξιωματούχου της Αυλής ονόματι Σαρλότα φον Στάιν και της έγραψε πάνω από 1.500 επιστολές αποδεικνύει ότι το επιμέρους πρόσωπο, όσο κι αν δοξάζεται, εν τέλει θυσιάζεται στο ερωτικό στοιχείο που το διαπερνά. Άλλωστε, και οι ίδιες οι λέξεις διαθέτουν διττή φύση, είναι αποκαλυπτικές όσο και απόκρυφες, μπορεί να εκθέτουν τον άνθρωπο και συνάμα να αποκρύπτουν το εγώ του. Εξάλλου, η φιλία με τον Σίλερ (που καλύπτει τέσσερις τόμους καθημερινής αλληλογραφίας) προδίδει το δημιουργικό δράμα του Γκαίτε από άλλη πλευρά. Με άλλα λόγια, μια «ελπίδα εκ των έσω». Η Βαϊμάρη όπου ο Γκαίτε έζησε τα τελευταία του χρόνια τον κατέστησε παγκόσμια φυσιογνωμία και η μικρή πόλη απέβη Μικρή Μέκκα της Γερμανίας.
Ο Μάρτιν Βάλζερ, βέρος Γερμανός και μυημένος στον κόσμο του Γκαίτε, στο χαριτωμένο βιβλίο του επιχειρεί να αποδώσει χαρακτηριστικά ένα από τα τελευταία ειδύλλια του γερο-Γκαίτε και συνάμα, βέβαια, το δαιμονικό στοιχείο που συνόδευε κάθε έρωτά του. Τόπος είναι το Μαρίενμπαντ και ηρωίδα η Ουλρίκε φον Λέβετσβο. Ο αφηγητής του όλου δράματος είναι βέβαια ο Βάλζερ, μόνο που έχουμε να κάνουμε με έναν λογοτέχνη ο οποίος γνωρίζει καταλεπτώς τα πάντα για τον Γκαίτε. Από τις πλέον μικρές λεπτομέρειες (όπως ότι ο Γκαίτε ένιωθε φρίκη για τα ματογυάλια) ίσαμε τις πιο χαρακτηριστικές. «Από τότε που άρχισα να διαβάζω βιβλία σας, λέει στην πρώτη συνάντησή τους η Ουλρίκε, με βασανίζει η σκέψη ότι ούτε μια στιγμή δεν ξέρω ποιος είστε. Διαρκώς τούτη η ασύστολη μεγαλαυχία. Θαυμάσια λόγια, σκέψεις, συναισθήματα, αλλά ποιος είναι αυτός που τα γράφει; Τούτος ο συγγραφέας ασκεί τόσο μεγάλη επίδραση στον αναγνώστη του, ώστε να γεννιέται στην ψυχή του μια ενοχλητική, μια χυδαία περιέργεια να τον γνωρίσει, όπως είναι ο ίδιος, όπως είναι πραγματικά. Να τον πλησιάσει σε τόσο κοντινή απόσταση που να μπορεί, αν το θελήσει, να τον αγγίξει. Ναι, επιθυμεί να τον αγγίξει. Αλλά ποιος είναι αυτός που γράφει;».
Ο αναγνώστης συμφιλιώνεται με τη σύμβαση του Βάλζερ ότι, ως αφηγητής, γνωρίζει καθέτως και οριζοντίως το θυμικό του μεγάλου ήρωά του. Η ατμόσφαιρα του κύκλου και τα κοσμικά φερσίματα, τα περίτεχνα φρασίδια και η εξεζητημένη συμπεριφορά αποτελούν για το ζεύγος (της συλφίδας με τον μεγαλοφυή γέροντα) αίνιγμα όσο και έργο τέχνης. Είναι δύο άνθρωποι που υποκύπτουν σε έναν ακάθεκτο μαγνητισμό. «Ο Γκαίτε στις τρεις συναντήσεις του με τον Κορσικανό (ήτοι τον Ναπολέοντα) δεν διαπίστωσε ότι το βλέμμα του ήταν αιχμηρό. Είχε σταθερό βλέμμα, είπε ο Γκαίτε και κοίταξε την Ουλρίκε. Δεν βλεφάριζε ποτέ του. Στη δική σας περίπτωση αυτό ασφαλώς δεν ισχύει, Ουλρίκε, αλλά τούτο το σταθερό βλέμμα το διαθέτετε κι εσείς. Ποτέ σας δεν βλεφαρίζετε. Και όπως θρυλείται, από τα αρχαία χρόνια, έτσι μπορεί να διακρίνει κάποιος τους Θεούς από τους ανθρώπους. Οι άνθρωποι βλεφαρίζουν, οι Θεοί όχι. Και την κοίταξε, τον κοίταξε κι εκείνη. Και αυτό στο περίπτερο, εκατό βήματα από το Κρόυτσμπρυνεν».
Ήταν ο Γκαίτε νεανίζον γερόντιο; Από μόνος του ήταν βέβαια ο μέγας πνευματικός άνθρωπος, συνοδευόμενος όμως από την Ουλρίκε πιθανότατα θύμιζε κακοπαιγμένη φάρσα. Ο Βάλζερ αφήνεται σε μια περιγραφή διόλου κολακευτική για τον Γκαίτε. «Όταν κατάφερε να αναπνεύσει και πάλι μόνος του, πήγε εκεί πέρα, πήγε ξανά στον καθρέφτη της ιματιοθήκης. Ήταν αρκετά παράξενο ότι ένιωθε εγγύτητα προς τον γυμνό (ήτοι τον εαυτό του). Θα ήθελε πολύ να τον χαϊδέψει. Αλλά, όχι δα. Εκεί, όμως, ανάμεσα στα ισχία του που έδειχναν απαλά και μαλακά, το μόριο του, που μια ζωή φιλοδοξούσε να αποτελεί το παν. Μια ζωή ήταν υποχρεωμένος να τιθασεύει την εξουσιομανή φιλοδοξία τούτου του οργάνου. Δεν το πετύχαινε πάντα (...) Συνιστούσε ανεπάρκεια το γεγονός ότι το μόριο συνέχιζε να διεκδικεί το δικαίωμά του στην έκφραση –και πρόκειται για ζωτικό του δικαίωμα–, φυλακισμένο σε μιαν ανόητη ειρκτή δειλίας».
Η εξέλιξη των πραγμάτων ανάμεσα στον γερο-Γκαίτε και στην απαστράπτουσα Ουλρίκε, επειδή ακριβώς δεν έχει την άδεια του περίγυρου, καλλιεργεί ένα κλίμα αρνητικό που οξύνει ενίοτε τις αντιδράσεις των ερωτευμένων. Ο γέρος εραστής αίφνης πέφτει μέσα στο μισοσκόταδο και η Ουλρίκε τον βλέπει σαν ψάρι στη στεριά. Ενώ το αίμα κυλάει στο πρόσωπό του, η Ουλρίκε ψάχνει για βοήθεια, ενώ εκείνος την αρνείται και πασχίζει να ανασηκωθεί. Πιθανότατα θέλει να τηρήσει
τα ανδρικά προσχήματα, όπως και σε άλλη στιγμή, καθώς πασχίζει να πείσει τον εαυτό του ότι εργαζόταν όπως πάντα, διαπιστώνει ότι κάτι τέτοιο δεν αλήθευε. Ο Πλάτωνας, επειδή απώλεσε την ομορφιά, επινόησε την ανάμνηση, λέει ο Γκαίτε. «Εγώ θα απολέσω την ανάμνηση, επειδή ανακάλυψα την ομορφιά». Σε άλλο σημείο διαβάζουμε ότι όλος ο κόσμος δεν είναι σε θέση να ενοχλήσει δύο ερωτευμένους. Είχαν απεκδυθεί τις προσωπικότητές τους, έγιναν ρόλοι, έγιναν μεταμφιέσεις, έγιναν η Λότε και ο Βέρθερος.
Ο Βάλζερ, σε όλο το μάκρος του ερωτικού ιντερμέτζου, επιδίδεται σε μύχιες διαπραγματεύσεις των δύο ηρώων του με την ουσία του έρωτα, με την ουσία του χρόνου, με τον κόσμο ολόγυρα που τον βαφτίζει αφηγητή για να του προσδώσει τον πρώτο ρόλο. «Οι γυναίκες είναι το φύλο της αντικειμενικότητας. Ο άντρας βιώνει όλα τα πράγματα ως διάθεση. Ως τη δική του διάθεση. Η γυναίκα βιώνει πάντα την ουσία των πραγμάτων. Την ίδια την ουσία τους. Η κρίση της καθορίζεται περισσότερο από το πράγμα παρά από την ίδια. Σε αυτό οφείλεται η αντικειμενικότητά της. Ο άντρας κρίνει ανάλογα με τη διάθεση της στιγμής. Ο κόσμος για να κυβερνηθεί δικαιότερα πρέπει να κυβερνηθεί από γυναίκες. Πότε θα συμβεί αυτό;».
Η ανοιχτή καρδιά που θερμαίνει το Εγώ καθώς το φέρνει σε επαφή με ένα στοιχείο είναι το θαύμα των θαυμάτων. Γι' αυτό, άλλωστε, δεν είμαστε σε θέση να κρίνουμε τον εαυτό μας. Πάσα αυτογνωσία είναι αυταπάτη ή, με άλλα λόγια, πρόκληση για να επινοήσει κανείς τον εαυτό του. Μόνον οι άλλοι είναι σε θέση να μας ξέρουν. Ο γάμος είναι τάχα η σύνθεση του ανέφικτου; Όταν κάποιος γίνεται ευτυχισμένος, κάποιος άλλος γίνεται εξίσου δυστυχισμένος, διότι το απαιτεί η παγκόσμια τάξη. Τυχαία, μήπως, τον αποκαλούν πορνόγερο, κτηνάνθρωπο, οφθαλμοπόρνο, θωπευτή κορασίδων, εκμεταλλευτή παιδιών και άλλα παρόμοια;
Αν ζητούμε να βρούμε τον άνδρα που ήξερε ν' αγαπάει, με άλλα λόγια τον Γκαίτε, θα πρέπει να φανταστούμε έναν πολυτάλαντο ηθοποιό ο οποίος ενσαρκώνει τον εαυτό του, τον εραστή, καθώς επίσης και τον δαιμονικό άνδρα ο οποίος δεν ανήκει στον εαυτό του αλλά στην ερωτική σφαίρα που είναι οικεία όσο και απόξενη. Διαβάζοντας τη μοίρα του εραστή, ο Γκαίτε ομολογεί ότι θα πέθαινε από τον εαυτό του, όπως πεθαίνουμε από αρρώστια. Ομολογεί ότι δεν είναι κύριος του εαυτού του, ότι υπόσχεται τα πάντα για να μην τηρήσει τις υποσχέσεις του. Η μάνα του διαβόλου τον εναγκαλίζεται: μη νοιάζεσαι για τις φωνές του κόσμου, κάνε οτιδήποτε απρεπές, που κανείς δεν καταλαβαίνει – ούτε συ ο ίδιος!
Τη ζωή δεν χρειάζεται να τη βαθμολογείς – αρκεί να τη ζεις...
σχόλια