1. Ιστορία: Η περιπλάνηση του Καρούζου στους μυχούς της ύπαρξης είναι η περιπλάνηση αυτού που, με πλήρη επίγνωση του θρυμματισμού των οραμάτων, αναζητάει εντούτοις όραμα. Στην ανάγκη, θα το φτιάξει μόνος του, θα φτιάξει ένα αυτοσχέδιο όραμα από θραύσματα οραμάτων που απέτυχαν, που εξερράγησαν. Όταν γράφει «η Ιστορία φυσικά / δε μας περιμένει / στη στάση του τρόλλεϋ», διακηρύσσει την πίστη του στην, με γιώτα κεφαλαίο, Ιστορία, μας καλεί να συμμετάσχουμε στην Ιστορία, να γίνουμε οι συνειδητοί συντελεστές της Ιστορίας. Και, συνάμα, εκτοξεύει σπαρακτικό και δηλητηριώδες χιούμορ στη στάση της αδράνειας, της παθητικότητας, της βολής. Αμέσως-αμέσως, σε ένα τόσο δα τρίστιχο, άτιτλο μάλιστα, γραμμένο ενδεχομένως στο πίσω μέρος ενός πακέτου άφιλτρα τσιγάρα, ο Καρούζος εγκλείει τρία από τα κυριότερα γνωρίσματα της ποίησής του. Και απαντά στον Χαίλντερλιν, εμμέσως: σε αυτούς τους μίζερους καιρούς οι ποιητές υπάρχουν για να λένε ότι οι καιροί είναι μίζεροι, πρώτον· για να ψέγουν την παθητικότητα, δεύτερον και, τρίτον, για να υψώνουν το χιούμορ στη δύναμη εκείνη που το κάνει να κλονίζει τα παραδεδεγμένα, ν’ ανοίγει χαραμάδες προς την αλήθεια και να μας προτρέπει να το γλεντάμε εν τω μεταξύ.
2. Σύντομη Μαγνητοφώνηση: Τη ζαριά μου θαν τη ρίξω στην ανέραστην άβυσσο / χαρίζοντας τις εξάρες μου / στην Άφαντην Αγριότητα που μ’ έφερε / σ’ αυτό τον κόσμο-μπαλτά που κατακόβει / τη φουκαριάρα μοίρα μου ωσάν / τρυφερό χοιρομέρι. / Καταχωνιάζομαι / καταστροφή / κατάμεστη / καταδίκη.
3. Διαλεκτική: Ο Καρούζος, βέβαια, ήταν αθώος και όχι αφελής. Ήξερε καλά το οπλοστάσιό του και ήξερε καλά να βρίσκει τρόπους για να το εμπλουτίζει. Δεν υπέκυψε στην ευκολία ενός φετιχισμού του ανακοινώσιμου. Τις αλήθειες του για τη ζωή και την ποίηση ως ένα, ενιαίο και περιπετειώδες όλον τις διατύπωσε με διαύγεια κρυπτογραφημένη. Ακολούθησε ορθά, όπως από χρόνια επισημαίνει ο Ευγένιος Αρανίτσης, την αρχή ότι η ποίηση δεν γίνεται με ιδέες αλλά με λέξεις, μονάχα που αρνήθηκε την πρωτοκαθεδρία των μεν ή των δε, μοχθώντας, ως υψίφρων, να τις συμπλέξει αμφότερες σε μιαν αποσπασματική (αλλά και τόσο συμπαγή, τόσο απόρθητη) Διαλεκτική του Ζώντος. Ας πούμε ότι πρώτο υλικό του Καρούζου υπήρξε μια αυτογενής πείνα και δίψα ελευθερίας και συνάμα μια ακόπαστη ανάγκη να βρουν, αυτή η πείνα και αυτή η δίψα, την πρέπουσα λαλιά τους. Δεν είναι εύκολο το εγχείρημα σε έναν τόπο γεμάτο ξεφτίδια ιδεών και σκιές λέξεων. Έτσι, ο Καρούζος, μολονότι εργάστηκε επίσης και με τον τρόπο του Μιρό («σαν κηπουρός»· λίγο από δω, λίγο από κει), έφτασε να συνταιριάξει, σε ένα σύστημα, σε μία ποιητική, τρόπους της ακραιφνούς ευφυΐας -της παγωμένης ευφυΐας- και τρόπους της διάπυρης ύλης του πάθους, της οργής, της υπαρξιακής έκρηξης. Μιλάει άλλοτε με αποφθέγματα υψηλής ακρίβειας, θυμίζοντάς μας την αβρότατη οξυδέρκεια ενός Μαρσέλ Ντυσάν ή ενός e.e. cummings, και άλλοτε με καταιγισμούς μπεκετικών παραληρημάτων, που αντλούν το πάθος τους από έναν Ρεμπώ και τη μαχητική εκδίπλωση μιας περήφανης απόγνωσης από τη βραχνή μελωδία των μεθυσμένων μπίτνικ. Τέλος, το πάντα παρόν φάντασμα του Σολωμού μοιάζει να εγγυάται αυστηρά την τελειοθηρική επιλογή της ανεπίληπτα κατάλληλης λέξης, του μοναδικού φθέγματος που ολοκληρώνει το ποίημα, τη μανιακή προσκόλληση στην απόλυτη και στίλβουσα καθαρότητα του στίχου και τη λάμψη του, εν τέλει, ανάμεσα στα ερείπια αυτού που είναι σήμερα το Πνεύμα.
4. Ολιγόλεκτο: Μετά πάντων των αγίων και / ο Κάρολος Μαρξ / αν και έχασε στο καζίνο / δεν πειράζει· ήξερε ο μαύρος την ευτυχία τού παίχτη / και τα ’δωσε όλα / ασαβάνωτος από κόκκινο.
5. Γλωσσική Μηχανή: Όμορφη, συγκλονιστική η φράση του Θάνου Σταθόπουλου: «Ο ποιητής ωσάν γλωσσική μηχανή, ένα υπαρξιακό στόμα που παράγει κύματα λέξεων, αισθημάτων και συνειρμών αυθαίρετων, σε μια άρρηκτη συνομιλία μεταξύ τους, των οποίων το νόημα είναι ακριβώς ο βαθύς ήχος που προκύπτει απ’ τη συνομιλία». Και αλλού: «Όπως κάθε γνήσιος ποιητής, ήταν ολόκληρος γλώσσα. Μια προϊστορική ευαισθησία από βαρύτητες. Τον είπαν πολύγαμο των λέξεων· θα τον ονόμαζα πολύπαθο των λέξεων. Έπασχε αδιάκοπα από λέξεις, έπασχε από ύπαρξη· ο πυρετός που δεν κατέβαινε ποτέ. Εναντιώθηκε στην παγίδα της ύπαρξης μες από τις λέξεις. Όταν στο τέλος βγήκε έξω από τις λέξεις, έξω απ’ τη γλώσσα, και είδε το νόημα ξεκρεμασμένο από το βάρος των πραγμάτων, είχε αρχίσει, στην ουσία, ο επιθανάτιος ρόγχος».
σχόλια