ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ παραμένει ελκυστικό; Ίσως επειδή όλοι μας έχουμε μια πολύ ουσιαστική, σχεδόν γενετικά προσδιορισμένη, ανάγκη ν’ ακούμε ιστορίες και οι συγγραφείς των αστυνομικών μυθιστορημάτων είναι από τους πιο επίμονους αφηγητές ιστοριών.
Από την εποχή του μεσοπολέμου ως τις μέρες μας η λογοτεχνία του εγκλήματος εξακολουθεί και να καλλιεργείται και να έχει απήχηση, ενώ όλοι μας ζούμε κοντά στο έγκλημα πια. Οι ανθρωποκτονίες, οι ληστείες, οι οικονομικές απάτες, το εμπόριο ναρκωτικών δεν είναι κάτι που μαθαίνουμε από τα δελτία ειδήσεων. Είναι η ζωή δίπλα μας που μας ζητά να την ψηλαφίσουμε.
Οι επίγονοι του Τσάντλερ, του Κέιν, του Χάμετ και του Τόμσον θα μπορούσαν να μοιραστούν σε δυο μεγάλες κατηγορίες. Σ’ εκείνους που διαθέτουν αδιαμφισβήτητο λογοτεχνικό ταλέντο αλλά μένουν οικειοθελώς εγκλωβισμένοι σε μια «κλασική» ατμόσφαιρα και σ’ εκείνους που χρωστούν την ακτινοβολία τους όχι τόσο στις λογοτεχνικές αρετές τους αλλά στην απολύτως σύγχρονη θεματολογία τους. Ο Αμερικανός Μάικλ Κόνελι ανήκει στη δεύτερη κατηγορία.
Θρίλερ που κόβει την ανάσα. Καταιγιστική δράση και απανωτές ανατροπές. Σασπένς ως την τελευταία σελίδα. Φράσεις κλισέ όπως αυτές ταιριάζουν στον «Ποιητή» όπως και σε πολλά έργα της μαζικής λογοτεχνίας.
Παιδί ευκατάστατης οικογένειας, γεννημένος το 1956 στη Φιλαδέλφεια της Πενσυλβάνια, μίλια μακριά από τον κόσμο του περιθωρίου, ο Κόνελι επεδίωξε να γνωρίσει τον κόσμο του εγκλήματος μέσα από τη δημοσιογραφία. Πριν αφοσιωθεί στη συγγραφή μυθιστορημάτων, είχε διαπρέψει ως αστυνομικός και δικαστικός ρεπόρτερ των «Los Angeles Times» κι είχε υπάρξει υποψήφιος για το βραβείο Πούλιτζερ.
Ως προς τη γραφή, ας μη γελιόμαστε. Ο Μάικλ Κόνελι, παρά το στιβαρό και λιτό ύφος του, δεν φτάνει ούτε στο δαχτυλάκι του Τόμας Χάρις (βλ. «Χάνιμπαλ») όταν προσπαθεί να εξερευνήσει τα σώψυχα ενός σίριαλ κίλερ. Καταφέρνει, ωστόσο, να μην παρασύρεται από την ταχύτητα της πλοκής και να πλάθει ολοκληρωμένους χαρακτήρες.
Από το 1997 που δημοσιεύτηκε το πρώτο του μυθιστόρημα στα ελληνικά (βλ. «Σκοτεινή ηχώ», Κέδρος) μέχρι σήμερα, τα μεταφρασμένα βιβλία του Κόνελι στη γλώσσα μας φτάνουν τα τριάντα – με πιο πρόσφατο το «Σκοτεινές ώρες» (μετ. Χρ. Σακελλαροπούλου, Διόπτρα) η πλοκή του οποίου εκτυλίσσεται στο εφιαλτικό Λος Άντζελες πάντα, την περίοδο του κορωνοϊού, όπου ο διασημότερος ήρωας του Αμερικανού συγγραφέα, ο ξερακιανός και πεισματικά αδιάφθορος αστυνόμος Χάρι Μπος, κρατά ρόλο δευτεραγωνιστή.
Από την πένα του πολυβραβευμένου Κόνελι έχουν προκύψει κι άλλοι διάσημοι ήρωες, όπως η στοχοπροσηλωμένη στο καθήκον ντετέκτιβ Ρενέ Μπάλαρντ, ο χαλαρός «δικηγόρος με τη Λίνκολν» Μίκι Χάλερ, καθώς και ο Τζακ Μακ Αβόι, το alter ego του Κόνελι, που πρωτοεμφανίστηκε το μακρινό 1996 στον «Ποιητή» (μετ. Γ. Καστανάρας, Λιβάνης, 2000).
Την ιστορία του «Ποιητή» –μια ιστορία πλημμυρισμένη από θανάτους και από στίχους του Έντγκαρ Άλαν Πόε ως συστατικά ενός περίπλοκου γρίφου– την αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο ο Τζακ Μακ Αβόι, επιτυχημένος αστυνομικός ρεπόρτερ, εφοδιασμένος με όλες τις δόσεις ετοιμότητας και κυνισμού που απαιτεί το επάγγελμα.
Ο τελευταίος ξετρυπώνει εγκληματικές υποθέσεις από τα ψιλά του επαρχιακού τύπου, σκαλίζει μέσα σε θολά νερά και παραδίδει στους αναγνώστες της εφημερίδας τα πιο πλήρη, διαβαστερά και αξιοπρεπή ρεπορτάζ. Μέχρι που ο δίδυμος αδελφός του, αστυνομικός το επάγγελμα, βρίσκεται νεκρός με μια σφαίρα στον ουρανίσκο. Κι ο ίδιος, αρνούμενος ν’ αποδεχτεί την εκδοχή της αυτοκτονίας, επιφορτίζεται όχι μόνο με τη δημοσιογραφική κάλυψη του θέματος αλλά και με το κυνήγι του δολοφόνου.
Θρίλερ που κόβει την ανάσα. Καταιγιστική δράση και απανωτές ανατροπές. Σασπένς ως την τελευταία σελίδα. Φράσεις κλισέ όπως αυτές ταιριάζουν στον «Ποιητή» όπως και σε πολλά έργα της μαζικής λογοτεχνίας.
Αν όμως ο Κόνελι κατάφερε να ξεχωρίσει από τον σωρό και να συμπεριληφθεί στ’ αστέρια του αμερικανικού αστυνομικού μυθιστορήματος, αυτό οφείλεται στη σύγχρονη θεματολογία του –το είπαμε–, στη βαθιά γνώση του περιβάλλοντος στο οποίο κινούνται οι ήρωές του και στην ψύχραιμη, δίχως εκρήξεις συναισθηματισμού, αφήγησή του.
Ο «Ποιητής» είναι από τα βιβλία που δεν θα μπορούσαν να γραφτούν στην προ-Ιντερνετ εποχή. Βασικό μοτίβο της πλοκής του είναι ο τρόπος δράσης των απανταχού παιδόφιλων και η αγοραπωλησία σχετικών φωτογραφικών αρχείων μέσω του διαδικτύου.
Ο ηλεκτρονικός υπολογιστής αποτελεί το κατεξοχήν εργαλείο των πρακτόρων του FBI και των νοσηρών πλασμάτων που ικανοποιούν τα βίτσια τους πίσω από το πέπλο της ανωνυμίας. Είναι τέτοια δε η βαρύτητα που δίνει ο Κόνελι σ’ αυτό το στοιχείο, ώστε ένας άσχετος με την υψηλή τεχνολογία στα τέλη της δεκαετίας του '90 ίσως να δυσκολευόταν στην ανάγνωση.
Ωστόσο, θα παρηγοριόταν με το ότι όσα διαδραματίζονται μέσα στα αστυνομικά και τα δημοσιογραφικά γραφεία αναπαρίστανται πολύ πειστικά. Και, κυρίως, θα θυμόταν για καιρό τον Τζακ Μακ Αβόι να παλινδρομεί ανάμεσα στο κυνήγι της αποκλειστικότητας και στην αποκατάσταση της μνήμης του αδελφού του και να βγαίνει χαμένος στο παιχνίδι του έρωτα εξαιτίας της αιώνιας καχυποψίας του…