«Όταν έγραφα το "Δρ. Ζιβάγκο" ένιωθα πως είχα ένα τεράστιο χρέος απέναντι στους συγχρόνους μου. Προσπάθησα λοιπόν να το ξεπληρώσω. Αυτή η αίσθηση της οφειλής γινόταν εξουθενωτική καθώς προχωρούσα σιγά σιγά στη συγγραφή του μυθιστορήματος. Έπειτα από τόσα χρόνια λυρικής ποίησης ή μεταφραστικής δουλειάς ένιωθα πως ήταν καθήκον μου να γράψω για την εποχή μας – γι' αυτά τα χρόνια, τα περασμένα, αλλά τόσο κοντινά μας ακόμη. Ο χρόνος πίεζε. Με το "Δρ. Ζιβάγκο" ήθελα ν' αποτυπώσω το παρελθόν και να τιμήσω τις όμορφες κι ευαίσθητες πλευρές της Ρωσίας εκείνης της εποχής. Δεν υπάρχει περίπτωση επιστροφής σ' αυτές, ούτε σ' εκείνες των προγόνων μας, αλλά πιστεύω πως στο μέλλον οι αξίες τους θ' αναβιώσουν...».
Αυτά εξομολογούνταν ο εβδομηντάχρονος Μπόρις Πάστερνακ το 1960 στη συνεργάτιδα του Paris Review που είχε κατορθώσει να τον συναντήσει στο Περεντελκίνο, τριάντα χιλιόμετρα έξω από τη Μόσχα, λίγους μήνες πριν αφήσει, χτυπημένος από τον καρκίνο, την τελευταία του πνοή. Και γι' άλλη μια φορά, σε πείσμα εκείνων, όπως ο Ναμπόκοφ, που είχαν χαρακτηρίσει το «Δρ. Ζιβάγκο» ως το πιο ανοικονόμητο από τα πεζογραφικά του έργα, ο ίδιος το σύστηνε ως το σημαντικότερο επίτευγμα της λογοτεχνικής του διαδρομής: «Δεν ξέρω αν είναι απολύτως επιτυχημένο μυθιστόρημα», δήλωνε, «αλλά παρ' όλα του τα ελαττώματα πιστεύω πως αξίζει πιο πολύ από τα πρώτα μου ποιήματα. Είναι πιο πλούσιο και πιο ανθρώπινο από τα έργα της νεότητάς μου».
Η αλήθεια είναι πως ο Πάστερνακ έχαιρε μεγάλης εκτίμησης από τον Στάλιν. Μολονότι όμως ζούσε με τις υλικές ανέσεις ενός Μοσχοβίτη αριστοκράτη, υπέφερε κι εκείνος από τη σταλινική τρομοκρατία, κυριευμένος από ενοχές για το ότι αδυνατούσε ν' αξιοποιήσει την επιρροή του ώστε να σώσει κάποιους κυνηγημένους συγγραφείς.
Στην Ελλάδα, η εν πολλοίς αυτοβιογραφική σύνθεση του νομπελίστα συγγραφέα απέκτησε την έκδοση που της αξίζει μόλις το 2006, όταν δημοσιεύτηκε από τον «Ποταμό» για πρώτη φορά χωρίς περικοπές, σε μετάφραση από τα ρωσικά της Μαρίας Τσαντάνογλου, μαζί με μια σειρά ντοκουμέντων, αποκαλυπτικών των διώξεων που υπέστη ο Πάστερνακ από τον κομματικό μηχανισμό της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ένωσης (βλ. «Η υπόθεση Πάστερνακ» της Ζακλίν ντε Προυαγιάρ). Κι έτσι, μια γενιά αναγνωστών που είχε έρθει σ' επαφή μόνο με τη χουλιγουντιανή εκδοχή του μυθιστορήματος –την ταινία που γύρισε το 1966 ο Ντέβιντ Λιν με τους Ομάρ Σαρίφ, Τζούλι Κρίστι και Τζέραλντιν Τσάπλιν– απέκτησε πρόσβαση και στη γραφή του Πάστερνακ και στο δράμα που εκείνος βίωσε, όντας στο επίκεντρο μιας ανελέητης σύγκρουσης ανάμεσα στην τέχνη και την πολιτική.
Γιός ενός ζωγράφου και μιας πανίστριας, γεννημένος στη Μόσχα το 1890, ο Μπόρις Πάστερνακ, πριν αποφασίσει ν' ασχοληθεί συστηματικά με την ποίηση, είχε κάνει μακρόχρονες μουσικές σπουδές πλάι στον Σκριάμπιν, όπως είχε αποκτήσει κι ένα διδακτορικό στη φιλοσοφία εντρυφώντας στη σκέψη του Μπερξόν και των νεο-καντιανών. Μαγεμένος αρχικά από τον Μαγιακόφσκι, την κυρίαρχη προσωπικότητα του ρωσικού φουτουρισμού, κατόρθωσε σιγά-σιγά να βρει το προσωπικό του στίγμα και το 1917 έγραψε μια εκπληκτική συλλογή ποιημάτων, πρότυπο για τους ομοτέχνους του αν και δύσβατη για το κοινό, με τίτλο «Η αδελφή μου η ζωή». Όταν όμως αυτή τυπώθηκε το 1922 σε βιβλίο, από τους πρώτους που κατηγόρησαν τον Πάστερνακ ότι το έργο του «δεν αντανακλά την πραγματικότητα» κι ότι ο ίδιος «είναι ένας ατομιστής δεμένος με την αστική ιδεολογία» ήταν ο Λέον Τρότσκι.
Η παραπάνω ρετσινιά θ' ακολουθήσει τον συγγραφέα σε όλη του τη ζωή, χωρίς ωστόσο να μπορέσει κανείς να του αρνηθεί τη μεγάλη ένταση του ποιητικού του πάθους, τη μαθηματική σχεδόν ακρίβεια των εικόνων του, την αναλυτική του οξύτητα στη θεώρηση του κόσμου. Αρετές που δεσπόζουν και στο μυθιστόρημά του, αυτήν την πνευματική διαθήκη του, όπου το alter ego του, ο αστικής καταγωγής αλλά φίλα προσκείμενος στους μπολσεβίκους, νεαρός γιατρός και ποιητής Ζιβάγκο, παντρεύεται την κόρη μιας αριστοκρατικής οικογένειας, ερωτεύεται στη συνέχεια μια κοπέλα της κατώτερης τάξης και, παρασυρμένος στη δίνη της Οκτωβριανής Επανάστασης και του εμφύλιου σπαραγμού, καταλήγει να διαλυθεί ψυχικά και σωματικά.
Ο Πάστερνακ είχε αρχίσει να γράφει το «Δρ. Ζιβάγκο» από τη δεκαετία του '30, αλλά αφοσιώθηκε συστηματικά σ' αυτό μετά το 1945. Ήταν το πρώτο του έργο έπειτα από 25 χρόνια σιωπής, στη διάρκεια των οποίων είχε δώσει εξαιρετικής ποιότητας μεταφράσεις έργων των Σαίξπηρ, Γκαίτε, Σέλλεϋ, Βερλαίν και Κητς.
Για όσους είχαν υποφέρει από τις σταλινικές διώξεις, ο πόλεμος έμοιαζε με λύτρωση. «Ο πόλεμος, με τους πραγματικούς κινδύνους και τη δίψα του για θάνατο ήταν ευλογία μπροστά στην απάνθρωπη εξουσία του ψεύδους, μια απελευθέρωση, καθώς διέλυσε τα μάγια της σιωπής» θα γράψει κι ο ίδιος στον επίλογο του μυθιστορήματός του, όπου μέσα σε λίγες αλλά μεγάλης πυκνότητας και δύναμης σελίδες διατρέχει την εποχή των «εκκαθαρίσεων» και του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Η αλήθεια είναι πως ο Πάστερνακ έχαιρε μεγάλης εκτίμησης από τον Στάλιν. Συγκαταλεγόταν σ' εκείνους που, αν και δεν ήταν κομμουνιστές, καρπώνονταν μια σχετική ελευθερία έκφρασης, έστω και για λόγους τακτικής. Μολονότι όμως ζούσε με τις υλικές ανέσεις ενός Μοσχοβίτη αριστοκράτη, υπέφερε κι εκείνος από τη σταλινική τρομοκρατία, κυριευμένος από ενοχές για το ότι αδυνατούσε ν' αξιοποιήσει την επιρροή του ώστε να σώσει κάποιους κυνηγημένους συγγραφείς.
Όπως αναφέρει ο βρετανός ιστορικός Ορλάντο Φάιτζες στο βιβλίο του «O χορός της Νατάσας», τον βασάνιζε η σκέψη πως η επιβίωσή του και μόνο αποδείκνυε ότι δεν είχε την αξιοπρέπεια που χαρακτηρίζει έναν άντρα, και πολύ περισσότερο έναν μεγάλο συγγραφέα της ρωσικής παράδοσης. Σύμφωνα, δε, με τον φιλόσοφο Αζάια Μπερλίν που υπήρξε τακτικός συνομιλητής του Πάστερνακ από το '45 κι έπειτα, ο τελευταίος συνέχιζε ν' αναφέρεται ξανά και ξανά σ' αυτό το θέμα, διευκρινίζοντας πως δεν ήταν ικανός να προχωρήσει σ' έναν άθλιο συμβιβασμό με τις αρχές.
Ο Μπερλίν, ο οποίος εργαζόταν τότε στη βρετανική πρεσβεία της Μόσχας, ήταν αποδέλτης του χειρογράφου του «Δρ. Ζιβάγκο» μήνες πριν το μυθιστόρημα τυπωθεί. Κι όπως έχει δηλώσει, εκείνο που τον είχε συγκινήσει περισσότερο στο βιβλίο ήταν η περιγραφή της αγάπης: «Δεν υπάρχουν μυθιστοριογράφοι που περιγράφουν την αγάπη. Γράφουν για την επιθυμία, τον πόθο, την ερωτική πρόκληση, την έλξη, τον ερωτικό ανταγωνισμό, τη διεκδίκηση, την αδυναμία σε κάποιον άλλο, αλλά το φαινόμενο της αγάπης, κατ' εμέ, μόνο δύο συγγραφείς περιέγραψαν: ο Τολστόι στην "Άννα Καρένινα" και ο Πάστερνακ».
Η άποψη, ωστόσο, των σοβιετικών αρχών για το «Δρ. Ζιβάγκο» και τα όσα ενσάρκωνε ο κεντρικός του ήρωας ήταν τελείως διαφορετική. «Θεωρούμε ότι το μυθιστόρημά σας είναι βαθιά άδικο, βαθιά αντιδημοκρατικό και ξένο προς οποιαδήποτε κατανόηση των συμφερόντων του λαού» θα γράψουν στον Πάστερνακ τα μέλη της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού Novy Mirτο 1956, επιστρέφοντάς του το χειρόγραφο ως μη δημοσιεύσιμο. «Πρόκειται για ένα έργο ιδεολογικά διεφθαρμένο, ένα αντισοβιετικό βιβλίο που αναμφισβήτητα δεν πρέπει να εκδοθεί» σημείωνε την ίδια εποχή ο Ντ. Πολικαρπόφ, διευθυντής του τομέα πολιτισμού της Κ.Ε. του ΚΚΣΕ, ενημερώνοντας τους ανωτέρους του ότι θα καταβληθεί κάθε προσπάθεια για ν' αποτραπεί η δημοσίευση του «συκοφαντικού» αυτού βιβλίου στο εξωτερικό.
Κι όμως, η παρθενική έκδοση του «Δρ. Ζιβάγκο» πραγματοποιήθηκε στην Ιταλία το 1957, χάρη στο χειρόγραφο που είχε στείλει λαθραία την προηγούμενη χρονιά ο Πάστερνακ στον «κόκκινο» μεγαλοαστό εκδότη Τζαντζάκομο Φερτρινέλι – το παρασκήνιο της όλης υπόθεσης αποτυπώνεται διεξοδικά στο «Senior service», τη βιογραφία του Φερτρινέλι που έγραψε ο γιός του Κάρλο (Καστανιώτης).
Δυο χρόνια αργότερα, η Σουηδική Ακαδημία αποφασίζει να τιμήσει τον συγγραφέα με το Νόμπελ Λογοτεχνίας και το βιβλίο του μεταφράζεται σχεδόν παντού. Η οργή όμως του ΚΚΣΕ καθώς και η σφοδρή κριτική που του ασκείται στην ίδια του την πατρίδα, αναγκάζουν τον Πάστερνακ ν' αρνηθεί το βραβείο. Κι αν η διεθνής φήμη που έχει αποκτήσει στο μεταξύ τον γλυτώνει από την εξορία, τόσο η δική του ζωή όσο και της οικογένειάς του γίνεται όλο και δυσκολότερη. Μετά τον θάνατό του το 1960, η γυναίκα του θα οδηγηθεί στην εξαθλίωση και η ερωμένη του στα στρατόπεδα συγκέντρωσης...
Έργο γραμμένο με απόλυτη ελευθερία, με πληθώρα συμπτώσεων στις σελίδες του και με απότομες αλλαγές ταχύτητας στην αφήγηση, το «Δρ. Ζιβάγκο» ύμνησε τις δύο ενστικτώδεις δυνάμεις που διαθέτει ο άνθρωπος, της επιβίωσης και του έρωτα, που δεν υποτάσσονται σε ιδεολογικούς περιορισμούς. Και παράλληλα, εξέφρασε την απογοήτευση του Πάστερνακ για τα επακόλουθα μιας επανάστασης που είχε ξεσπάσει «αυθόρμητα, σαν αναστεναγμός που τον συγκρατούσαν οι άνθρωποι για πολύ καιρό», την κούρασή του μπροστά στη βία και την πίκρα του για το ότι υπήρξε θεατής της, όπως και την πεποίθησή του ότι η Ιστορία είναι ένα μεγαλοπρεπές γίγνεσθαι που οι άνθρωποι αδυνατούν να υπερβούν.
Το μυθιστόρημα του Πάστερνακ αποδείχτηκε πιο ισχυρό από το καθεστώς που επεδίωξε να το εξαφανίσει. Και σ' έναν κόσμο όπου ο ανθρωπισμός δέχεται ισχυρά πλήγματα, η μορφή του «γιατρού της ζωής», που αναδύεται μέσα από τις σελίδες του, παίρνει νέες διαστάσεις εξακολουθώντας να λειτουργεί παρηγορητικά.
σχόλια