Όταν η Ντίκινσον θυμίζει στις μεταφράσεις της Βάρναλη και Τσιφόρο

Γιατί δυστυχούν (τόσο) οι ξένοι ποιητές στις ελληνικές μεταφράσεις; Facebook Twitter
Αρτίρ Ρεμπό και Έμιλι Ντίκνσον έχουν ατυχήσει στις μεταφράσεις των ποιημάτων τους. Εικονογράφηση: bianka/LIFO
0


ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΝΑ αναφερθεί κανείς στο αμετάφραστο της ποίησης και στις σχετικές θεωρίες  για τους στίχους που χάνονται στη μετάφραση για να αντιληφθεί τη δυσκολία της μεταγραφής της ποίησης σε άλλη γλώσσα, αν και ο Τζορτζ Στάινερ επέμενε στο Μετά τη Βαβέλ ότι είναι αυτές ακριβώς οι αστοχίες που φωτίζουν ακόμα περισσότερο τους διαφορετικούς σκοπούς του ποιητή. Πολύ εύστοχα ο Μπόρχες, στις περίφημες διαλέξεις του στο Χάρβαρντ, είχε μιλήσει για το ναρκοπέδιο που απλώνεται κάτω από το χώμα όπου πατάει ο μεταφραστής αλλά και για τις προβληματικές αποδόσεις των ομηρικών στίχων στα αγγλικά, επιμένοντας στον υπαινιγμό και όχι στην κυριολεξία στην απόδοση.

Ωστόσο, αν στη λογοτεχνία είναι άπειρες οι ευτυχείς περιπτώσεις των αποδόσεων των πρωτοτύπων κειμένων στα ελληνικά, στην ποίηση οι περισσότεροι ποιητές έχουν τουλάχιστον δυστυχήσει, είτε λόγω της έντονης προσωπικής σφραγίδας που άφησαν με το επιβλητικό τους ύφος οι μεταφραστές τους είτε λόγω της εμμονής σε δικά τους γλωσσικά και θεωρητικά δεδομένα (ακόμα και η συζήτηση περί εκμοντερνισμού της γλώσσας παίζει εδώ σημαντικό ρόλο).

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των μεταφράσεων των ποιημάτων της Έμιλι Ντίκινσον, μιας ποιήτριας που έχει απασχολήσει κατά κόρον τους κριτικούς με το ιδιότυπο ύφος της, τον πρόωρο μοντερνισμό της και την ανάγκη της να εκφράσει τους δικούς της ταυτολογικούς κανόνες – ταυτόχρονα «εμερσόνεια και μη εμερσόνεια» την είχε αποκαλέσει ο Χάρολντ Μπλουμ, ο οποίος της έδωσε σημαίνουσα θέση στον κανόνα του.

Η λεπτή γυναικεία ειρωνεία τύπου Κόλεριτζ που υιοθετεί η Ντίκινσον στα ποιήματά της να ακούγεται στα ελληνικά, στην καλύτερη περίπτωση, σαν τους «Μοιραίους» του Βάρναλη και στη χειρότερη σαν σκωπτικά κομμάτια κωμωδίας του Τσιφόρου

Δυστυχώς, η γυναίκα που τόλμησε να υψώσει το γεμάτο όπλο της απέναντι στον Θεό –«My Life had stood a loaded gun»– και να τον απειλήσει ότι θα ζήσει περισσότερο από αυτόν, που έβλεπε κάθε στιγμή του φωτός να διαπερνάει τους απέριττους στίχους της και ούρλιαζε πιο δυνατά από τη σιωπή, δεν κατάφερε να περιδιαβεί το πνευματικό κόσμο της Ελλάδας με αυτά ακριβώς τα όπλα. Αν εξαιρέσεις κάποιες μεταφραστικές απόπειρες του Διονύση Καψάλη, εμπνευσμένες από τις παραπομπές του Χάρολντ Μπλουμ στον Δυτικό Κανόνα και πιο κοντά στο σαιξπηρικό ύφος, τις πιο πρόσφατες του Χάρη Βλαβιανού (160 ποιήματα από τις εκδόσεις Πατάκη) και τον μεγάλο τόμο 44 ποιήματα και 3 γράμματα από τον Ερρίκου Σοφρά και τις εκδόσεις Το Ροδακιό, που δείχνει να είναι πιο κοντά στο πνεύμα της σπουδαίας Αμερικανίδας ποιήτριας, οι υπόλοιπες αποδόσεις παραμένουν άκρως προβληματικές.

Γιατί δυστυχούν (τόσο) οι ξένοι ποιητές στις ελληνικές μεταφράσεις; Facebook Twitter
Δυστυχώς, η γυναίκα που τόλμησε να υψώσει το γεμάτο όπλο της απέναντι στον Θεό –«My Life had stood a loaded gun»– και να τον απειλήσει ότι θα ζήσει περισσότερο από αυτόν, που έβλεπε κάθε στιγμή του φωτός να διαπερνάει τους απέριττους στίχους της και ούρλιαζε πιο δυνατά από τη σιωπή, δεν κατάφερε να περιδιαβεί το πνευματικό κόσμο της Ελλάδας με αυτά ακριβώς τα όπλα.

Απόδειξη η πρόσφατη έκδοση με ποιήματα της Έμιλι Ντίκινσον από τις εκδόσεις Κίχλη σε εκλογή(!), προλεγόμενα και μετάφραση Κώστα Κουτσουρέλη, ένα εγχείρημα που ίσως να είναι πολύ πιο φιλόδοξο και σίγουρο για τις μεταφραστικές επιλογές του απ’ ό,τι οι αμφίθυμες, αντιφατικές και γοητευτικά αβέβαιες ποιητικές επιλογές της ακαταπόνητης «παρθένας ερημίτισσας» (με τα 1.800 ποιήματά της να προκαλούν ακόμα αντιδικίες ανάμεσα τους κριτικούς όλου του κόσμου).

Η Αιμιλία, όπως την αποκαλεί χαρακτηριστικά ο έμπειρος, κατά τα άλλα, και με στιβαρή γλωσσική σκευή Κώστας Κουτσουρέλης, εμφανίζεται, μέσα από τη δική του απόδοση, παραπάνω κυριολεκτική από όσο επιτάσσει το αφαιρετικό, εξπρεσιονιστικό ύφος της και μάλλον πολύ πιο «γνωμοδιδακτική» από όσο η ίδια θα ήθελε. Και ενώ ο ίδιος ο μεταφραστής με ευστοχία λέει στα προλεγόμενά του ότι «οι στίχοι της Ντίκινσον είναι ένα διαρκές ανάκρουσμα οριακών συναισθημάτων, μια ακρίβεια πάνω στο δίκοπο ξυράφι της συντριβής και της ευδαιμονίας», η αποστράγγισή τους από κάθε ένταση στην απόδοση καταργεί εντελώς οποιαδήποτε τέτοια οπτική.

Γιατί τι σχέση μπορεί να έχει το ανατρεπτικά διονυσιακό και τολμηρό
«I taste a liquor never brewed - I taste a liquor never brewed - From Tankards scooped in Pearl - Not all the Frankfort Berries / Yield such an Alcohol! Inebriate of air-am I-And Debauchee of Dew-Reeling-thro-endless summer days-From inns of molten Blue- When “Landlords” turn the drunken Bee / Out of the Foxglove’s door-When Butterflies-renounce their “drams” I shall but drink the more!»
με την ελληνική απόδοση
«Πίνω έν’ανήκουστο ποτό / σε κούπα από σεντέφι-δεν βγάζει η Έσση σαν αυτό  /μούρα όσο κι αν έχει! Μες στο γλαυκό το καπηλειό / του ανέμου εγώ βακχεύω,/ στ’άσωτο θέρος σκουντουφλώ,/ πλάι στη δροσιά αλητεύω / Σαν θα πετάει ο κάπελας / έξω αργά ένα βράδυ / τη μεθυσμένη μέλισσα / στης πίκρας το λιβάδι / και το γυαλί θα παρατούν / οι πεταλούδες κάτω,/ εγώ το ποτηράκι μου / θ’αδειάζω άσπρο πάτο!».

dickinson
ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΑΓΟΡΑΣΕΤΕ: Έμιλι Ντίκινσον, Ποιήματα, Μτφρ,: Κώστας Κουτσουρέλης, εκδόσεις Κίχλη

Εκτός από τις προφανείς παρερμηνείες, άκρως προβληματική είναι, εν προκειμένω, η απόδοση του ύφους που κάνει τη λεπτή γυναικεία ειρωνεία τύπου Κόλεριτζ που υιοθετεί η Ντίκινσον στα ποιήματά της να ακούγεται στα ελληνικά, στην καλύτερη περίπτωση, σαν τους «Μοιραίους» του Βάρναλη και στη χειρότερη σαν σκωπτικά κομμάτια κωμωδίας του Τσιφόρου. Επιπλέον, δεν γίνεται αντιληπτό γιατί το 2023 άνθρωποι εγνωσμένης γλωσσικής ικανότητας να εμμένουν σε μια απαρχαιωμένη δημοτικίζουσα ή μαλλιαρή γλώσσα, επιλέγοντας λέξεις όπως «φυσομάνημα», «αυθέντης»(!) ή «έχθρισσα».

Με εξαίρεση κάποιες εξαιρετικές αποδόσεις όπως αυτή στο «Μια καρδιά αν σώσω από το ράγισμα», στο «Είναι ένας πόνος τόσο ακραίος» και στο επιγραμματικό «Μια ώρα είν’ όλη η ζωή», τα περισσότερα ποιήματα στην ελληνική τους απόδοση κινούνται μεταξύ μιας αλλόκοτης βεβαιότητας που καταργεί όλες τις γοητευτικές εγγενείς αμφιβολίες και ενός βαρύγδουπου ύφους που καμία σχέση δεν έχει με την «ουράνια πληγή», όπως έλεγε ο Μπλουμ, και έκανε τα τραύματα της Ντίκινσον ακόμα πιο φωτεινά και άμεσα στους νέους αναγνώστες.

Χαρακτηριστικό είναι το απέριττο και τόσο υπαρξιακό της ποίημα «To see the summer sky», που είναι ίσως ο καλύτερος ορισμός που έχει δοθεί στην ποίηση, «To See the Summer Sky / Is Poetry, though never in a Book it lie-/ True Poems flee-», αποδίδεται ως εξής: «Μόνο στο θάλπος τ’ουρανού / μπορείς στ’αλήθεια να τους δεις-/ στους τόμους σου δεν θα τους βρεις,/ οι αληθινοί στίχοι πετούν» – μόνο που οι αληθινοί στίχοι δεν «πετούν» αλλά «δραπετεύουν», καθώς πρόκειται για εσφαλμένη μετάφραση από τα αγγλικά (fly=πετώ και flee=δραπετεύω, τρέπομαι σε φυγή). 

Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με το βιβλίο με ποιήματα του Αρτίρ Ρεμπό που μετέφρασε ο Βασίλης Πατσογιάννης για τις εκδόσεις Πλέθρον, όπου περιλαμβάνονται αποσπασματικά μερικά από τα πλέον γνωστά του τρομερού παιδιού της ποίησης, κυρίως αυτά που έγραψε σε παραδοσιακό στίχο.

rempo
ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΑΓΟΡΑΣΕΤΕ: Αρτίρ Ρεμπό, Ποιήματα, Μτφρ.: ​​​Βασίλης Πατσογιάννης, εκδόσεις Πλέθρον

Από τη σαιξπηρική «Οφηλία» του, που ενέπνευσε τον Μπρεχτ και το υπαρξιακό «Κακό» μέχρι τον οντολογικά πολιτικό «Χορό των κρεμασμένων», το βλάσφημο «Είδωλο ή σονέτο της κωλοτρυπίδας» αλλά και το διάσημο «Μεθυσμένο Καράβι», η συλλογή αναλαμβάνει να ρίξει φως σε όλο το ποιητικό εύρος του σπουδαίου εφήβου που κράτησε ζωντανή μια φλόγα στο εσωτερικό της ποίησης που δεν έσβησε ποτέ. Αυτός ο βρομερός «voyou/voyant» (αλήτης και οραματιστής), όπως τον είχαν αποκαλέσει, που περιφερόταν στον κόσμο και την Πόλη του Φωτός ως μεγάλος ρέμπελος και ως μοιραίο θύμα, που εμπνεύστηκε από την Κομμούνα, για να αλλάξει γνώμη στη συνέχεια, που επέλεξε τη βρόμα ως μορφή αντίστασης, πλέκοντας τον ύμνο στις «Ξεψειρίστες», είναι ταυτόχρονα εκείνος που εγκατέλειψε τον τότε πολύ δημοφιλή αλεξανδρινό στίχο χάριν ενός ιδιότυπου μοντερνισμού.

Ταυτόχρονα, εγκαινίασε τη Νέα Ποίηση που έπρεπε πλέον να βιώνεται με τη σάρκα και να γράφεται με το αίμα σε μια γλώσσα πολύ πιο ανατρεπτική και βλάσφημη απ’ ό,τι είχε δει η ποίηση ως τότε – και θα δει στο μέλλον.

Ως εκ τούτου, δεν είναι κατανοητό πώς ένα ποίημα όπως το άκρως αισθαντικό «Sensation», που καθιέρωσε τις λεγόμενες «μπλε» ώρες της ημέρας, που μαζεύονται οι πότες στα καμπαρέ, και την αποθέωση του πλάνητα με ένα άμεσο, αδιαμεσολάβητο ύφος (Par les soirs bleus d’été, j’irai dans les sentiers / Picoté par les blés, fouler l’herbe menue:/ Rêveur, j’en sentirai la fraîcheur à mes pieds / Je laisserai le vent baigner ma tête nue / Je ne parlerai pas, je ne penserai rien:/ Mais l’amour infini me montera dans l’âme / Et j’irai loin, bien loin, comme un bohémien / Par la Nature, – heureux comme avec une femme») αποδίδεται στα ελληνικά ως ένα βαρύγδουπο ρομαντικό παραλήρημα με δημοτικίζοντες νεολογισμούς: «Θα βγω στα μονοπάτια ένα γαλάζιο βράδυ θερινό, στάχυα θα με τσιμπάνε και το νιο χορτάρι θα πατώ,/ και τη δροσιά στα πόδια μου, ονειρόβιος, θα νιώσω / Καμιά κουβέντα δεν θα κάνω και κανένα στοχασμό:/ Μα στην ψυχή θα ανέβει ο έρωτας χωρίς τελειωμό,/ μακριά, σαν τον αλήτη, έως τα πέρατα του δρόμου / μέσα απ’ τη Φύση, θηλυκό σαν να είχα στο πλευρό μου».

Αντίστοιχες δημοτικίζουσες αποδόσεις τύπου «πυρήνας τρυφεράδας», «δριμιά αύρα», «αέρας σαματατζής» βρίσκουμε, όμως, και στα υπόλοιπα ποιήματα. Εν ολίγοις, δεν μπορεί η δεινότητα μιας κοφτερής ποίησης, όπως αυτή του Ρεμπώ, να υπόκειται στους κανόνες μιας ξεπερασμένης προφορικότητας και μιας αναχρονιστικής λόγιας παράδοσης και ταυτόχρονα η ασπαίρουσα ζωντάνια των στίχων του να χάνεται κάτω από τον αναγκαστικό εξωραϊσμό της ρίμας (κάτι που προφανώς ο Ρεμπό υπονόμευε από τα μέσα).

Κρατάμε τον άκρως ενδιαφέροντα και καλογραμμένο επίλογο του βιβλίου, όπως και τις κατατοπιστικές σημειώσεις, που έρχονται σε αντίθεση με πολλές από τις μεταφραστικές επιλογές του ουσιαστικού, όσον αφορά το περιεχόμενο, γνώστη της ποίησης του Ρεμπό, Βασίλη Πατσογιάννη.

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΜΙΛΙ ΝΤΙΚΙΝΣΟΝ ΕΔΩ

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΡΤΙΡ ΡΕΜΠΟ ΕΔΩ

Βιβλίο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Λουίς Μπουνιουέλ: Οι κόντρες με τον Νταλί, η αγάπη για τον Λόρκα, η λατρεία για το σινεμά

Βιβλίο / Λουίς Μπουνιουέλ: Οι κόντρες με τον Νταλί, η αγάπη για τον Λόρκα, η λατρεία για το σινεμά

Οι συμπάθειες και οι αντιπάθειες, ο ερωτικός πόθος που διαπερνούσε κάθε του κίνηση, μια ζωή συνώνυμη με τις μεγάλες αλλαγές του 20ού αιώνα και μια συνταγή για σωστό ντράι Μαρτίνι αποτυπώνονται στην αξεπέραστη αυτοβιογραφία του Λουίς Μπουνιούελ, «Η τελευταία μου πνοή», που κυκλοφορεί σε νέα έκδοση.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
«Στην Εκκλησία είναι ευπρόσδεκτοι και οι διαζευγμένοι και οι ομοφυλόφιλοι και τα τρανς άτομα»

Βιβλίο / «Στην Εκκλησία είναι ευπρόσδεκτοι και οι διαζευγμένοι και οι ομοφυλόφιλοι και τα τρανς άτομα»

Στην αυτοβιογραφία του ο Πάπας Φραγκίσκος αναφέρεται στα παιδικά του χρόνια, στους πειρασμούς, στον Αλέξη Τσίπρα, στο ποδόσφαιρο αλλά και στις ταινίες και τα βιβλία που τον καθόρισαν. 
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
«Yellowface»: «Κλέφτες» συγγραφείς, τα άπλυτα της εκδοτικής βιομηχανίας και τα προσωπεία στον δρόμο προς τη δόξα

Βιβλίο / Ένα μυθιστόρημα για τα «άπλυτα» και τα μυστικά της εκδοτικής βιομηχανίας

Το «Yellowface» της Ρεμπέκα Κουάνγκ είναι μια καυστική σάτιρα της εποχής μας που, πέρα από τα κακώς κείμενα στην εκδοτική βιομηχανία, σχολιάζει και ασκεί κριτική και σε άλλες όψεις της σύγχρονης ζωής, όπως η cancel culture, οι υπερβολές της πολιτικής ορθότητας, το hate speech στο ίντερνετ, η δολοφονία χαρακτήρων, το πώς κατασκευάζονται και προωθούνται συγκεκριμένα αφηγήματα και φαλκιδεύεται η αλήθεια.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ
Όταν τα «υποψιασμένα κορμιά» κυριαρχούσαν στους ομοφυλόφιλους έρωτες 

Βιβλίο / Όταν τα «υποψιασμένα κορμιά» κυριαρχούσαν στους ομοφυλόφιλους έρωτες 

Η κυκλοφορία του βιβλίου-ντοκουμέντου «Ανδρικές ομοερωτικές σχέσεις στη μεταπολεμική Ελλάδα» πυροδότησε μια συζήτηση με τον Κώστα Γιαννακόπουλο για έναν «αλλιώτικο» έρωτα, που παρέμενε ισχυρός ακόμα και σε καιρούς όπου κανείς δεν τολμούσε να προφέρει το όνομά του.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Ποιοι ήταν στ' αλήθεια οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες;

Βιβλίο / Ποιοι ήταν στ' αλήθεια οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες;

Η πανεπιστημιακός και «celebrity historian» Μαίρη Μπίαρντ αλλάζει τον τρόπο που βλέπουμε τους Ρωμαίους αυτοκράτορες, αποκαλύπτοντας άγνωστες λεπτομέρειες – όπως ότι ο Νέρωνας, που έχει μείνει στην ιστορία ως πυρομανής και μεγαλομανής, ήταν επίσης ριζοσπάστης φιλότεχνος.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Πάτρικ Λι Φέρμορ «Η εποχή της δωρεάς»

Το πίσω ράφι / Το «χωριατόπουλο χωρίς χαλινάρι» που εξελίχθηκε σε ρομαντικό ταξιδιωτικό συγγραφέα

Ο Πάτρικ Λι Φέρμορ και το συναρπαστικό χρονικό της νεανικής του περιπλάνησης στην Ευρώπη, πριν αρχίσει να ακούει στο όνομα «Μιχάλης» στην Κρήτη και «Παντελής» στη Μάνη, προτού γίνει ο «ξένος» που διαφήμισε την Ελλάδα όσο ελάχιστοι.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
H «Διεθνής» της Alt-right, τα γνωρίσματα, τα μέσα, οι στόχοι και το αποτύπωμά της στην Ελλάδα  

Βιβλίο / H «Διεθνής» της Alt-right, τα μέσα, οι στόχοι και το αποτύπωμά της στην Ελλάδα  

Οι διαστάσεις του αντιεμβολιαστικού αντι-κινήματος, η πολιτικοποίηση της θρησκείας, ο ακροδεξιός κυβερνοχώρος, οι αντιδράσεις απέναντι στη λεγόμενη woke ατζέντα: Μια επίκαιρη συζήτηση με τους συγγραφείς του βιβλίου «Η Εναλλακτική Δεξιά στην Ελλάδα».
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
«Δεν μπορεί να μην υπήρχαν queer επαναστάτες ή αγωνιστές. Πού είναι αυτές οι ιστορίες;»

Βιβλίο / «Δεν μπορεί να μην υπήρχαν queer επαναστάτες ή αγωνιστές. Πού είναι αυτές οι ιστορίες;»

Το βιβλίο της «Εκείνοι που δεν έφυγαν» μπήκε στις λίστες με τα καλύτερα του 2024. Η Αταλάντη Ευριπίδου έγραψε εφτά ιστορίες-χρονικά ανθρώπων στο περιθώριο της Ιστορίας, queer ατόμων, γυναικών και εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων, σε μια συλλογή που συνδυάζει τη μαγεία του παραμυθιού και τη λαϊκή παράδοση με τη σύγχρονη ματιά για τον κόσμο.
M. HULOT
Η Σαντορίνη σε βιβλία

Βιβλίο / Η Σαντορίνη των ποιητών, των φωτογράφων, των περιηγητών

Το φημισμένο νησί των Κυκλάδων ανέκαθεν κέντριζε τη συγγραφική φαντασία και κινητοποιούσε την επιστημονική έρευνα με πολλαπλούς τρόπους. Μια συλλογή από τις πιο σημαντικές εκδόσεις για τη Σαντορίνη.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Χρήστος Τσιόλκας: «Μπαρακούντα»

Το Πίσω Ράφι / Πώς αναμετριέται κανείς με την αποτυχία και την ντροπή που τον τυλίγει πατόκορφα;

Ο Χρήστος Τσιόλκας, ο συγγραφέας που μεσουράνησε με το «Χαστούκι» δεν σταμάτησε να μας δίνει λογοτεχνία για τα καυτά θέματα της εποχής μας. Και το «Μπαρακούντα» δεν αποτελεί εξαίρεση.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Η όχι και τόσο ξαφνική μανία με τον Έρμαν Έσε 

Βιβλίο / Η όχι και τόσο ξαφνική μανία με τον Έρμαν Έσε 

Το έργο του Έρμαν Έσε, είτε ως λαμπρού εκφραστή της κεντροευρωπαϊκής παράδοσης, είτε ως σύγχρονου μελετητή της ενδοσκόπησης, αποδεικνύεται πολύ πιο επίκαιρο και επιδραστικό από οποιοδήποτε life coaching, δεσπόζοντας ακόμα στις κορυφές των παγκόσμιων μπεστ σέλερ. Οι εκδόσεις Διόπτρα επανεκδίδουν τα πιο γνωστά βιβλία του με μοντέρνα εξώφυλλα και νέες μεταφράσεις. 
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Ο συγγραφέας του Fight Club πιστεύει ότι οι σέκτες και οι αιρέσεις είναι πια εκτός ελέγχου

Βιβλίο / Ο συγγραφέας του Fight Club πιστεύει ότι οι σέκτες και οι αιρέσεις είναι πια εκτός ελέγχου

«Ένα πράγμα μας σώζει», λέει ο Τσακ Πάλανιουκ για τον Ίλον Μασκ στη συνέντευξή του στον Telegraph. «Συνήθως, τέτοια άτομα είτε αποτυγχάνουν οικτρά είτε χάνουν την προσοχή μας».
THE LIFO TEAM
Μπιλ Γκέιτς: «Αν μεγάλωνα σήμερα, θα είχα διαγνωστεί στο φάσμα του αυτισμού»

Tech & Science / Μπιλ Γκέιτς: «Αν μεγάλωνα σήμερα, θα είχα διαγνωστεί στο φάσμα του αυτισμού»

Ο πρώτος τόμος των απομνημονευμάτων του μεγιστάνα της τεχνολογίας που μόλις κυκλοφόρησε φανερώνει πως γεννήθηκε στο σωστό μέρος, την κατάλληλη στιγμή, και φτάνει μέχρι την ίδρυση της Microsoft το 1975.
THE LIFO TEAM