«ΕΙΜΑΙ ΕΝΑΣ ΑΟΡΑΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ. Όχι, δεν είμαι φάντασμα από εκείνα που στοίχειωναν τον 'Εντγκαρ Αλαν Πόε, ούτε είμαι κανένα από εκείνα τα εκτοπλάσματα του Χόλιγουντ (...) Είμαι αόρατος απλώς επειδή οι άνθρωποι αρνούνται να με δουν. Όπως οι ασώματες κεφαλές που βλέπετε καμιά φορά στο τσίρκο, είναι σαν να με περιβάλλουν παραμορφωτικοί καθρέφτες. Όσοι με πλησιάζουν βλέπουν μόνο όσα με περιβάλλουν, τον εαυτό τους, ή θραύσματα της φαντασίας τους – για την ακρίβεια, βλέπουν τα πάντα και τους πάντες εκτός από εμένα»...
Μ' αυτές τις φράσεις ξεκινάει το «Αόρατος άνθρωπος», ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα του 20ού αιώνα, το μοναδικό που δημοσίευσε όσο ζούσε ο Αφροαμερικανός συγγραφέας Ραλφ Έλισον, βραβευμένο το 1953 με το National Book Award. Ένα πολυπρισματικό έργο, όπου η επιρροή του Ντοστογέφσκι και των Γάλλων υπαρξιστών διασταυρώνεται με τους αυτοσχεδιασμούς της τζαζ και την τρομπέτα του Λούις Άρμστρονγκ. Ένα βιβλίο που συνέβαλε όσο λίγα στην αφύπνιση της αφροαμερικανικής συνείδησης και στο γεφύρωμα του χάσματος ανάμεσα στην κοινωνία των μαύρων και των λευκών, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο σ' έναν μη λευκό πολίτη όπως ο Μπαράκ Ομπάμα για το ανώτατο αξίωμα.
Είναι ν' απορεί κανείς με το πόσο πολύ καθυστέρησε η έκδοση του «Αόρατου ανθρώπου» στην Ελλάδα – αυτό συνέβη μόλις το 2011 (μετ. Αγορίτσα Μπακοδήμου, Κέδρος). Η ανάγνωσή του μπορεί ν' αποδειχτεί συγκλονιστική εμπειρία. Αρκεί ν' αφεθείς στον αχαλίνωτο ρυθμό του συγγραφέα και να παρακολουθήσεις βήμα προς βήμα την πορεία προς τη χειραφέτηση του ανώνυμου, «αόρατου» ήρωά του, την ανάδυση ενός ανθρώπου, χωρίς ψευδαισθήσεις πλέον, από το υπόγειο στο οποίο είχε καταφύγει, προς το φως.
O «Αόρατος Άνθρωπος» είναι ένα βιβλίο που συνέβαλε όσο λίγα στην αφύπνιση της αφροαμερικανικής συνείδησης και στο γεφύρωμα του χάσματος ανάμεσα στην κοινωνία των μαύρων και των λευκών, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο σ' έναν μη λευκό πολίτη όπως ο Μπαράκ Ομπάμα για το ανώτατο αξίωμα.
Σπουδαγμένος μουσικός με υποτροφία στο Tuskegee, το κολέγιο που ίδρυσε το 1881 ο φωτισμένος μαύρος ηγέτης Μπούκερ Ουάσιγκτον για τα μέλη της φυλής του, ο Ραλφ Έλισον (1914-1994) άρχισε να γράφει τον «Αόρατο άνθρωπο» το καλοκαίρι του 1945, έχοντας προηγουμένως εντρυφήσει στο έργο του Τζόις, του Ντοστογιέφσκι και του Χέμινγουεϊ, ήδη εντυπωσιασμένος από την «Έρημη χώρα» του Έλιοτ και την «Ανθρώπινη μοίρα» του Μαλρό, καθώς και από τις αρχές του μαρξισμού. Ήταν ένας χαρισματικός πιανίστας και γλύπτης που στράφηκε στη λογοτεχνία παρακινημένος από τον, επίσης Αφροαμερικανό, συγγραφέα Ρίτσαρντ Ράιτ, κορυφαίο μάστορα του πολιτικού ρεαλισμού. Κι η ειρωνεία είναι πως, μολονότι έκανε πάταγο με το ντεμπούτο του, ως τελειοθήρας που ήταν, δεν θεωρούσε το μυθιστόρημά του και τόσο σημαντικό...
Στον «Αόρατο άνθρωπο», ο Έλισον δίνει φωνή σ' ένα προικισμένο κολεγιόπαιδο, υπόδειγμα καλής συμπεριφοράς –όπως κι ο απελεύθερος σκλάβος παππούς του– που, έχοντας χάσει πια την περηφάνια του, ανακαλεί τα περιστατικά που τον οδήγησαν έξω από κάθε κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό σύστημα αξιών.
Πότε ρεαλιστική, πότε εξπρεσιονιστική, πότε σουρεαλιστική, η αφήγησή του είναι ένα ωκεάνιο φλας μπακ με σημείο εκκίνησης την είσοδό του, λίγο μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, σ' ένα προοδευτικό πανεπιστήμιο εγχρώμων του Νότου: τότε που, ευγνώμων για τις προοπτικές που ανοίγονταν μπροστά του, προσδοκούσε να γίνει πρότυπο για τους υπόλοιπους της φυλής του, στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν από την αμάθεια και τη φτώχεια και να γίνουν «φειδωλοί και αξιοπρεπείς, εξέχοντες πολίτες».
Ο διευθυντής του κολεγίου ενσάρκωνε ακόμα στα μάτια του την επιτομή του επιτυχημένου μαύρου: ασκούσε επιρροή σε πλούσιους, διευθετούσε φυλετικά ζητήματα, είχε δύο κάντιλακ και μια όμορφη σύζυγο με ανοιχτόχρωμο δέρμα... Ο ίδιος άνθρωπος, εντούτοις, θα προτιμούσε να δει «κάθε νέγρο της χώρας να κρέμεται νεκρός από τα δέντρα», προκειμένου να διατηρήσει το πόστο του. Γι' αυτό κι όταν ο αφηγητής κάνει το ολέθριο λάθος να φέρει σ' επαφή έναν λευκό χορηγό του κολεγίου μ' έναν «νέγρο αιμομίκτη», την επομένη κιόλας εξοβελίζεται από το ίδρυμα.
Ο ήρωας του Έλισον θα πάρει τον δρόμο για τη Νέα Υόρκη, την πόλη των ονείρων και των άπειρων ευκαιριών, όπου θα πιάσει δουλειά σ' ένα εργοστάσιο χρωμάτων, συναντώντας την καχυποψία των συνδικαλιστών και τη μικρόνοια του προϊσταμένου του, μέχρι που τραυματισμένος από μια έκρηξη θα βρεθεί άνεργος ξανά, κάτω από τις «μητρικές» φτερούγες της έγχρωμης σπιτονοικοκυράς του.
Κάποια στιγμή γίνεται αυτόπτης μάρτυρας της έξωσης ενός ηλικιωμένου ζεύγους μαύρων στο Χάρλεμ, κι ο αυθόρμητος λόγος που θα εκφωνήσει στη γειτονιά, θα πυροδοτήσει μια αποτελεσματική διαμαρτυρία εναντίον των εξώσεων. Αμέσως μετά θα προσεγγιστεί από την «Αδελφότητα» (μια έμμεση αναφορά του Έλισον στο Κομμουνιστικό Κόμμα), στους κόλπους της οποίας θα λάμψει. Γρήγορα ωστόσο θ' αντιληφθεί ότι δεν αντιπροσωπεύει γι' αυτήν παρά ένα πιόνι προς εκμετάλλευση, όντας ταυτόχρονα στο στόχαστρο μαύρων δημαγωγών επειδή συμπορεύτηκε με «τους λευκούς που μας σκλάβωσαν»...
Ο Ραλφ Έλισον ξεδιπλώνει και τις τελευταίες διαψεύσεις του ήρωά του σ' ένα Χάρλεμ που φλέγεται, εν μέσω αιματηρών διαδηλώσεων και καταστροφών, όπου τον πρώτο λόγο έχουν οι φανατικοί μαύροι αδελφοί. Ο «αόρατος» αφηγητής νιώθει πια στο πετσί του την ανάγκη να γίνει κύριος του εαυτού του, αντί ν' αγωνίζεται για να επιβεβαιώνει τις προσδοκίες που έτρεφαν οι άλλοι για τον ίδιο. Πληγωμένος «σε βαθμό αβυσσαλέου πόνου», ζυγίζει μέσα στο υπόγειο ό,τι έχει προηγηθεί κι αναμετριέται με την προοπτική να βγει ξανά στον κόσμο με τη δική του ταυτότητα, ενός ξεχωριστού, σκεπτόμενου ατόμου. Γιατί, πράγματι, «το δέρμα και το αίμα δεν σκέπτονται». Και «η συνείδηση μιας φυλής είναι το δώρο των ξεχωριστών ατόμων της».
σχόλια