ΟΣΟ ΔΥΣΚΟΛΟ ΚΙ ΑΝ ΑΚΟΥΓΕΤΑΙ, η βραβευμένη βιογράφος Σου Πριντό κατάφερε να φέρει τον υπεράνθρωπο στα δικά της μέτρα και να γράψει μια ισορροπημένη βιογραφία για έναν φιλόσοφο που έμελλε να ξεπεράσει τα δεδομένα του κόσμου του και της εποχής του. Λαμβάνοντας υπόψη όλες τις καταγεγραμμένες μαρτυρίες που είχε στη διάθεσή της αναφορικά με τον Φρίντριχ Νίτσε –ημερολόγια, προηγούμενες βιογραφίες, ακαδημαϊκές έρευνες–, η συγγραφέας προχώρησε στη δική της εκτίμηση αναφορικά με σημαντικά γεγονότα της ζωής του φιλοσόφου, αναλαμβάνοντας κυρίως να τον βγάλει από το χιτλερικό κάδρο, με το οποίο έχει άδικα συνδεθεί, και κυρίως στιγματιστεί.
Και όχι μόνο αυτό αλλά να ρίξει φως στα γεγονότα που συνέστησαν τον σύντομο, αλλά εκρηκτικό του βίο, δίνοντας μια απτή και γήινη διάσταση του βροτού Νίτσε, ο οποίος βασανιζόταν διαρκώς από τις αντιφάσεις του αλλά και από μια ασύγκριτη ευφυΐα. Ωστόσο, έζησε, όπως η συγγραφέας υποστηρίζει, πολύ πιο κοντά σ’ εμάς απ’ όσο νομίζουμε: μεταξύ άλλων ήταν χιουμορίστας(!), είχε αδυναμία στα γλυκά, αγαπούσε τη μόδα και ήταν ευεπίφορος σε κάθε εκδοχή της ομορφιάς, από τα ανεξάντλητα μεσογειακά τοπία έως μια άρτια μουσική εκτέλεση, το δικό του μέσο για να επικοινωνεί με τον προσωπικό του Θεό.
Όπως σημειώνει η Πριντό, το πρώτο του μυθιστόρημα δεν λεγόταν τυχαία «Θάνατος και Καταστροφή», αφού στα νεανικά του χρόνια οραματιζόταν, αν γλίτωνε τον θάνατο, να γίνει σπουδαίος συνθέτης ή ο άνθρωπος που θα άλλαζε με τη σκέψη του τον κόσμο (και το έκανε).
Ωστόσο, η βιογραφία του Νίτσε Δεν είμαι άνθρωπος, είμαι δυναμίτης! από τη Σου Πριντό, μεταφρασμένη με ενάργεια από τη Νίνα Μπούρη, παρότι είναι σαφές ότι απευθύνεται σε ένα ευρύτερο κοινό, πέρα από τους ειδήμονες, δεν έχει καμία διάθεση να αναλωθεί σε κουτσομπολιά, βάζοντας μάλιστα πολλά ερωτηματικά δίπλα στις διάφορες κυρίαρχες θεωρίες περί σύφιλης κ.λπ. Εκτός όμως από τα κεντρικά βιογραφικά στοιχεία, η Πριντό δίνει επιπλέον έμφαση σε φευγαλέα ενσταντανέ που άλλοι βιογράφοι θα προσπερνούσαν χωρίς δεύτερη σκέψη, όπως ένα μεσημέρι εκστασιακού παιξίματος στο πιάνο παρέα με την Κόζιμα, στιγμές που δείχνουν να διαδραματίζουν τον δικό τους καίριο ρόλο για έναν τόσο εκλεπτυσμένο σκηνοθέτη της φιλοσοφίας της ύπαρξης, όπως ο Νίτσε.
Καρπός μιας άρρωστης εποχής, τέκνο της μοίρας, με την αντίστοιχη υπεροχή που ο Άμλετ θα αναγνώριζε στον εαυτό του, ο Νίτσε στα μάτια της Πριντό γίνεται ο πρωταγωνιστής ενός υπερβατικού δράματος που δεν εντοπίζεται τυχαία στην καρδιά του δέκατου ένατου αιώνα και λήγει απότομα με το τελείωμά του (ο Νίτσε φεύγει από τη ζωή το 1900). Μεγαλωμένος σε ένα αυστηρό θρησκευτικό περιβάλλον, γιος ενός αυστηρού πάστορα και μιας μητέρας που διαφέντευε τα πάντα μετά τον θάνατο του πατέρα, ήξερε ότι γεννήθηκε για να ράβει διαρκώς τα τραύματα της οικογένειας και της εποχής του.
Όπως σημειώνει η Πριντό, το πρώτο του μυθιστόρημα δεν λεγόταν τυχαία Θάνατος και Καταστροφή, αφού στα νεανικά του χρόνια οραματιζόταν, αν γλίτωνε τον θάνατο, να γίνει σπουδαίος συνθέτης ή ο άνθρωπος που θα άλλαζε με τη σκέψη του τον κόσμο (και το έκανε). Ως μαθητής, εκτός από τους επαίνους για τα φιλολογικά του κατορθώματα, διακρινόταν σε διάφορες αθλητικές δραστηριότητες, όπως η κολύμβηση και η ξιφασκία. Διατηρούσε πάντα έναν ιδιόμορφο αυτοσαρκασμό που κορυφώθηκε απόλυτα στο Ecce Homo και αποτυπωνόταν στην εγγενή τάση του να ανατρέπει την κυρίαρχη εικόνα είτε μέσα από περίεργα ακροβατικά (ναι, είχε δοκιμάσει την τύχη του και ως ακροβάτης!) είτε μέσα από τα σκαμπρόζικα πειράγματα ενός ανήκουστου, σύγχρονου Διονύσου, που βρήκαν την ιδανική έκφρασή τους τα μετέπειτα χρόνια στα παιχνίδια που έστηνε με τη Λου Σαλομέ.
Ακόμα και στο πορνείο όπου έτυχε να βρεθεί ως νεαρός, προτίμησε να παίξει πιάνο, αντί να δοκιμάσει την τύχη ενός καταπιεσμένου ανδρισμού – και κάπου εδώ η βιογράφος καταπιάνεται με την προβληματική σχέση του Νίτσε με τις γυναίκες, όχι όμως με αυτές που θαύμαζε και αναγνώριζε ως ίσες.
Η βιογραφία εμμένει, κατά κύριο λόγο, στην άμεση σύνδεση κάθε θεωρητικής εξερεύνησης του Νίτσε με αντίστοιχη βιωματική έξαρση και πτυχή του προσωπικού του βίου, ο οποίος έδειχνε να εμπνέεται πάντα από το αγαπημένο του πινδαρικό ρητό: «Γίνε αυτό που είσαι, αφού μάθεις τι είναι αυτό». Είχε έτσι το θάρρος να λύσει πρώτος το ομηρικό πρόβλημα, σε εφηβική ηλικία μάλιστα, επιμένοντας ότι δεν μπορεί παρά μόνο ένας μόνος δημιουργός να έχει βιώσει την έξαρση του απόλυτου έργου, κάτι που υποστήριζε και αργότερα, τα χρόνια της άμεσης σύνδεσής του με τον Ρίχαρντ Βάγκνερ.
Όλο το πρώτο μέρος της βιογραφίας είναι, άλλωστε, αφιερωμένο στην έντονη σχέση του Νίτσε με τον συνθέτη, με τον οποίο μαζί εμπνεύστηκαν το Gesamtkunstwerk, το κοινό τους όραμα για την τέχνη του μέλλοντος.
Αν όμως ο Νίτσε δεν έπαυε, τα πρώτα χρόνια, να εντυπωσιάζεται από τον ακραίο αισθητισμό του φίλου του, που ξεκινούσε από τη μουσική έφτανε στο «χρυσοκόκκινο δαμασκηνό ύφασμα ή μαροκινό της Κόρδοβας» ή το φτιαγμένο «από πούπουλα φλαμίνγκο με φτερά παγωνιών χαλί» που κοσμούσε το πρώτο του σπίτι και κατέληγε στα οράματα για τους απόλυτους ιππότες τύπου Ζίγκφριντ, στην εποχή της Βαϊμάρης η κρίση στη σχέση τους ήταν πλέον εμφανής.
Τον πρώτο καιρό, όμως, ο Νίτσε επισκεπτόταν τακτικά το ζευγάρι Κόζιμα - Βάγκνερ στο Τρίμπσεν, δίπλα στη λίμνη της Λουκέρνης, περνώντας αμέτρητες ώρες σε συζητήσεις ή χαζεύοντας εκείνα τα χρώματα που του διέφευγαν στο ανέμπνευστο περιβάλλον του, δηλαδή την ανθοφορία μιας σκέψης, την απόλαυση ενός τέτοιου χυμού που το χαρτί του ρουφούσε από το διαρκώς άρρωστο κορμί του. Αλλά η Πριντό επιμένει ότι ήταν ο μαθητής που ξεπέρασε τον συνθέτη και όχι το αντίθετο: «Ο συνθέτης κολλούσε πάνω στον φιλόλογο σαν πεταλίδα στο κύτος του ιπτάμενου Ολλανδού». Ο Βάγκνερ είχε ανάγκη τον Νίτσε για να εμπνευστεί και αναζητούσε μανιακά την παρέα του, σε κάθε περίοδο της ζωής του.
Ο λόγος που η φιλική τους σχέση έφτασε κάποια στιγμή σε αδιέξοδο, ωστόσο, δεν είναι ο μνημειώδης καβγάς στην Ιταλία, όπως μαρτυρούσε η αδελφή του, αλλά η δημοσιοποίηση της αλληλογραφίας ανάμεσα στον Βάγκνερ και τους διάφορους γιατρούς που εξέταζαν τον Νίτσε. Σύμφωνα με την Πριντό, η συνωμοσία Βάγκνερ - γιατρών γύρω από την προβληματική σεξουαλικότητα του φιλοσόφου ήταν αυτή που τον απομάκρυνε για πάντα από τον συνθέτη, σε συνδυασμό με την εμμονή του σε ένα πανγερμανικό, χριστιανικό απόλυτο οικοδόμημα που αντιπάλεψε στη συνέχεια με δριμύτητα ο Νίτσε.
Ουσιαστικό ρόλο διαδραμάτισε στο σημείο αυτό η στενή, κατόπιν, φιλία του με τον υλιστή Εβραίο Πάουλ Ρέε και οι κοινές τους εμπειρίες από τα ταξίδια στο Σορέντο. Η Μεσόγειος θα αποτελέσει το σκηνικό του δεύτερου μέρους του βιβλίου ως κατεξοχήν τόπος έμπνευσης του Νίτσε, αφού «πάνω από τα ηφαίστεια στο Στρόμπολι, θα δει τα φαντάσματα που θα του εμπνεύσουν τον Ζαρατούστρα». Είναι εδώ όπου ο ίδιος θα οραματιστεί τον υπεράνθρωπο όχι ως φορέα της απόλυτης εξουσίας ή δύναμης, όπως έχει παρερμηνευτεί, αλλά ως αυτόν που στοχάζεται πέρα από τις προβλεπόμενες κατηγορίες του ανθρώπινου λόγου:
«Ο υπεράνθρωπος ξέρει πως αυτό που φαίνεται σκληρό, τυχαίο, συμφορά, δεν είναι τιμωρία σταλμένη από την αιώνια αράχνη του λογικού για να τιμωρήσει τον αμαρτωλό. Δεν υπάρχει αιώνια αράχνη του λογικού ούτε αιώνιος ιστός του λογικού. Η ζωή είναι μια πίστα χορού για θεϊκές συμπτώσεις. Το νόημα πρέπει να βρίσκεται μέσω της κατάφασης στις θεϊκές συμπτώσεις στην πίστα του χορού» γράφει η Πριντό, η οποία τονίζει ότι «ο Ζαρατούστρα διδάσκει στους χωρικούς ότι ο άνθρωπος είναι η γέφυρα όχι σκοπός».
Και ως ένας παράξενος, εμμονικός προφήτης «περιφερόταν σαν τον Προμηθέα πάνω στα υψώματα, προσηλωμένος στον ανεξιχνίαστο σκοπό του σύμπαντος», γράφοντας διαρκώς σε διάφορα ξενοδοχεία και πανσιόν πάνω στα βουνά των Άλπεων και της Ιταλίας τη νέα φιλοσοφία, μακριά από κυρίαρχα διαλεκτικά δόγματα, εμπνευσμένη από τον Σπινόζα, την κυρίαρχη μορφή της Κάρμεν, ταυτισμένης με τη Σαλομέ, τη βαθύτητα του Ντοστογιέφσκι αλλά και τη λιτότητα της Σαπφούς και των αρχαίων θεών – αφού ποτέ δεν εγκατέλειψε τη έκσταση του Διονύσου και τη φωτεινή κατάφαση του Απόλλωνα.
Στο τελευταίο μέρος της βιογραφίας η Πριντό αναλύει διεξοδικά την προβληματική σχέση του Νίτσε με την αδελφή του Ελιζαμπέτ, η οποία εκμεταλλεύτηκε την ξαφνική έκρηξη της φήμης του αδελφού της λίγα χρόνια πριν από τον θάνατό του, συγγράφοντας μάλιστα τη δική της εκδοχή του βίου του. Σε αυτήν η συγγραφέας καταλογίζει μια σειρά από παρερμηνείες και την προβληματική μετέπειτα σύνδεση του ονόματος του Νίτσε με τους ναζί. Σε αντίθεση με τις όποιες ερμηνείες, η Πριντό ρίχνει φως στη μεγάλη επίδραση που είχε ο Νίτσε σε κάθε είδους ριζοσπαστική σκέψη και σε εμβληματικές μορφές, όπως ο Στρίντμπεργκ και ο Μουνκ (τους οποίους η ίδια γνωρίζει καλά).
Άλλωστε, μέσω της επαναξιολόγησης της αυτοβιογραφίας μέσα από διαρκή θραύσματα, όπως αυτή κορυφώθηκε στο Ecce Homo, ο Νίτσε ξαναέστησε τον διαλυμένο του εαυτό και τον δυτικό κόσμο. Και είναι ακριβώς μέσα από αυτά που βρίσκει δίοδο το όσο πρέπει ζεστό φως, χωρίς να είναι σαρωτικό, που ρίχνει η Πριντό, επιμένοντας σε φευγαλέες, πλην όμως καίριες σκηνές του βίου του φιλοσόφου, όπως εκείνη η αξέχαστη αφιέρωση που έγραψε ο Νίτσε στη Λου Σαλομέ στην πρώτη, λευκή σελίδα από το Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο: «Κι είπε ο Κολόμβος: Ποτέ, φίλε μου, μη δίνεις εμπιστοσύνη στους Γενοβέζους, τους ελκύουν πράγματα πολύ μακρινά, που κάνουν τις ματιές τους να ταξιδεύουν στο άπειρο. Παρασύρονται μακριά, στο άπειρο του χρόνου, ενώ τ’ άστρα λάμπουν ψηλά και γύρω μας αχολογά το Αιώνιο». Σαν να το έλεγε, θαρρείς, για τον εαυτό του, και σάμπως να κατάφερε κάπως να το πραγματώσει.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.