Αν αγαπάτε τη Γενιά των Μπιτ, τότε σίγουρα θα θέλετε να επισκεφθείτε το Κέντρο Πομπιντού στο Παρίσι, όπου παρουσιάζεται η μεγάλη έκθεση «Beat Generation», αφιερωμένη στο λογοτεχνικό κίνημα που έδρασε στην Αμερική τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, ασκώντας σημαντική επιρροή στην αμερικανική λογοτεχνία και κοινωνία, αν και επρόκειτο για μια μάλλον ολιγομελή ομάδα. Από τα πιο εντυπωσιακά εκθέματα που θα δείτε είναι ο «Δρόμος» του Τζακ Κέρουακ στην αρχική του μορφή, όπως τον πρωτοέγραψε, το 1951, μέσα σε τρεις πυρετώδεις βδομάδες, κάνοντας χρήση αμφεταμινών και πίνοντας λίτρα καφέ: ένα ρολό χαρτιού μήκους 36,6 μέτρων, πάνω στο οποίο είναι δακτυλογραφημένο το κείμενο, χωρίς παραγράφους, ούτε κόμματα και άλλα σημεία στίξης! Η έκθεση θα πλαισιωθεί από μια σειρά εκδηλώσεων, όπως αναγνώσεις, συναυλίες, συζητήσεις, προβολές ταινιών, ένα συνέδριο αλλά και εκπαιδευτικά προγράμματα.
Η Γενιά των Μπιτ γεννήθηκε όταν ο συγγραφέας Τζακ Κέρουακ, ο ποιητής Άλεν Γκίνσμπεργκ και ο Γουίλιαμ Μπάροουζ συναντήθηκαν στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης το 1944. Η κίνηση αργότερα μετατοπίστηκε προς τη Δυτική Ακτή, όπου στράφηκε γύρω από το βιβλιοπωλείο και εκδοτικό οίκο City Lights του Lawrence Ferlinghetti, στο Σαν Φρανσίσκο. Στην Γκαλερί 6, στην ίδια πόλη, ο Γκίνσμπεργκ οργάνωσε μια βραδιά ανάγνωσης ποίησης στις 7 Οκτωβρίου του 1955, αμέσως μετά την ολοκλήρωση του «Ουρλιαχτού». Ακολούθησε η απαγόρευση του ποιήματος λόγω βωμολοχιών και μια σειρά από δίκες που έδωσαν στους Μπιτ ποιητές μια παράδοξη φήμη. Μεταξύ 1957 και 1963 το Παρίσι ήταν ένα σημαντικό κέντρο της δραστηριότητας της Γενιάς των Μπιτ, αυτός όμως δεν είναι ο μόνος λόγος που το Κέντρο Πομπιντού αποφάσισε να της αφιερώσει μια έκθεση. Σύμφωνα με τον Philippe-Alain Michaud, ο οποίος έχει επιμεληθεί την έκθεση: «Η ιδέα είναι να δείξει αυτές τις ελευθερίες για τις οποίες πάλεψαν και που τώρα κινδυνεύουν με εξαφάνιση».
«Μπιτ σημαίνει να είσαι στην ψάθα, αλλά γεμάτος έντονα "πιστεύω"»
Προαναγγέλλοντας την κουλτούρα των νέων και την πολιτιστική και σεξουαλική απελευθέρωση της δεκαετίας του 1960, η εμφάνιση της Γενιάς των Μπιτ στα χρόνια που ακολούθησαν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο κι ενώ ξεκινούσε ο Ψυχρός Πόλεμος σκανδάλισε την πουριτανική και μακαρθική Αμερική. Εξεγέρθηκαν ενάντια στις κοινωνικές συμβάσεις και αμφισβήτησαν το κυρίαρχο αμερικανικό όνειρο και τον υλικό ευδαιμονισμό της δεκαετίας του '50. Αν και τότε θεωρήθηκαν αντάρτες, οι Μπιτ εμφανίζονται σήμερα ως εκπρόσωποι ενός από τα πιο σημαντικά πολιτιστικά κινήματα του 20ού αιώνα – ένα κίνημα που η έρευνα του Κέντρου Πομπιντού θα εξετάσει σε όλο του το εύρος και το γεωγραφικό πλάτος, από τη Νέα Υόρκη ως το Λος Άντζελες και από το Παρίσι ως την Ταγγέρη.
Η έκθεση του Κέντρου Πομπιντού χαρτογραφεί τόσο τη μετατόπιση του γεωγραφικού επίκεντρου του κινήματος όσο και το διαρκώς μεταβαλλόμενο περίγραμμά του. Οι καλλιτεχνικές πρακτικές της Γενιάς των Μπιτ (αναγνώσεις, παραστάσεις, συναυλίες και ταινίες) μαρτυρούν μια κατάρριψη των καλλιτεχνικών ορίων και την επιθυμία για συνεργασία που θέτει τη μοναδικότητα του καλλιτέχνη υπό αμφισβήτηση. Παράλληλα με αξιοσημείωτους εικαστικούς καλλιτέχνες, ως επί το πλείστον εκπροσώπους της σκηνής της Καλιφόρνια (Wallace Berman, Bruce Conner, George Herms, Jay DeFeo, Jess), ένα σημαντικό κομμάτι της έκθεσης αφιερώνεται στη λογοτεχνική διάσταση του κινήματος, στην ποίηση και στη σχέση της με την τζαζ, και πιο συγκεκριμένα στη μαύρη αμερικανική ποίηση (LeRoi Jones, Bob Kaufman), που παραμένει σε μεγάλο βαθμό άγνωστη στην Ευρώπη, όπως και στα περιοδικά στα οποία κυκλοφορεί («Beatitude», «Umbra»). Η φωτογραφία ήταν επίσης ένα σημαντικό μέσο, που εκπροσωπείται εδώ από τα καρέ του Άλεν Γκίνσμπεργκ και του Γουίλιαμ Μπάροουζ −ως επί το πλείστον πορτρέτα− και ένα σημαντικό σώμα φωτογραφιών του Robert Frank, του Fred McDarrah και του John Cohen, όλες τραβηγμένες κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του «Pull my Daisy», του έργου του Χάρολντ Τσάπμαν, ο οποίος εξιστορεί τη ζωή του Beat Hotel (κατά κόσμον Hotel Rachou) στο Παρίσι μεταξύ 1958 και 1963.
Το ξενοδοχείο του αριθμού 9 της rue Gît-Le-Cœur, που τώρα πια είναι τεσσάρων αστέρων, τότε ήταν ένα στέκι του μποέμ μεταπολεμικού Παρισιού και ο Γκίνσμπεργκ, ο Μπάροουζ, ο Κόρσο −που ζούσε σε ένα δωμάτιο όπου σχεδόν δεν χωρούσε να σταθεί, όπως φαίνεται σε μία από τις φωτογραφίες του Τσάπμαν− και άλλοι το είχαν μετατρέψει σε ένα εργαστήριο οπτικού και ηχητικού πειραματισμού. Εκεί ήταν που ο Μπάροουζ έγραψε το «Γυμνό Γεύμα» και ο Αγγλοκαναδός συγγραφέας και ζωγράφος, Μπράιαν Γκίζιν, εφηύρε την τεχνική του λεγόμενου cut-up. Πρόκειται για ένα είδος κολάζ, με το οποίο μπορεί κανείς να αναδιευθετεί ένα κείμενο με πολλούς τρόπους και την τεχνική αυτήν τη χρησιμοποίησε στη συνέχεια ο Μπάροουζ στο γράψιμό του. Είναι απορίας άξιο πώς η ιδιοκτήτρια του Hotel Rachou δεχόταν τόσο ιδιόρρυθμους πελάτες – είναι χαρακτηριστικό ότι κάποτε ένας από αυτούς είχε γεμίσει το δωμάτιό του με άχυρο.
Η Γενιά των Μπιτ είχε όμως και τη σκοτεινή της πλευρά. Η ελευθερία δεν είναι πάντα διασκεδαστική. Υπήρχε τρέλα και εγκληματικότητα στα γονίδια της οικογένειας των Μπιτ: ο Κέρουακ, ο Γκίνσμπεργκ και ο Μπάροουζ είχαν νοσηλεύονταν σε ψυχιατρικά νοσοκομεία από τα 30 τους. Ο Κόρσο τελείωσε την τριτοβάθμια εκπαίδευση στη φυλακή. Ο Μπάροουζ πυροβόλησε τη γυναίκα του στο κεφάλι, σκοτώνοντάς την κατά τη διάρκεια ενός παιχνιδιού του Γουλιέλμου Τέλλου στο Μεξικό και ήταν εθισμένος στα ναρκωτικά, με μικρά διαλείμματα, σε όλη του ζωή. Στο Σαν Φρανσίσκο, η σύντροφος του Neal Cassady, Natalie Jackson, πήδηξε από την ταράτσα ενός κτιρίου, ενώ η Elise Cowen, μία από τις θαυμάστριες του Γκίνσμπεργκ, αυτοκτόνησε όταν αυτός βρισκόταν στη Βομβάη το 1962. «Πάντα αισθανόμουν αποστροφή για τη μυρωδιά του θανάτου στα μαλλιά της» θα γράψει εκείνος στον Κόρσο. Πολλοί από τους συγγραφείς της Γενιάς των Μπιτ πειραματίστηκαν με ψυχοτρόπες ουσίες, κυρίως παραισθησιογόνα, καταγράφοντας τις εμπειρίες τους στα έργα τους.
Τι ήταν, λοιπόν, η Γενιά των Μπιτ; «Μια παρέα φίλων με τον ίδιο τρόπο σκέψης» θα πει κάποτε ο Άλεν Γκίνσμπεργκ. Ο Τζακ Κέρουακ, μιλώντας στο «Esquire» τον Μάρτιο του 1958, υπήρξε πιο αναλυτικός: «Η Γενιά των Μπιτ ήταν ένα όραμα που είχαμε στα τέλη της δεκαετίας του '40, μιας γενιά "τρελών", φωτισμένων χίπστερ που ξαφνικά ανατέλλουν και περιπλανώνται στην Αμερική αλητεύοντας, κάνοντας οτοστόπ παντού, ρακένδυτοι, μακάριοι, όμορφοι με έναν άσχημο, αλλά γοητευτικό τρόπο – ένα όραμα που αλιεύαμε από τον τρόπο που αντιλαμβανόμασταν τη λέξη "μπιτ" να μιλιέται στις γωνιές του δρόμου, στην Times Square και στο Village και στο κέντρο άλλων πόλεων τις νύχτες της μεταπολεμικής Αμερικής. Μπιτ σημαίνει να είσαι στην ψάθα, αλλά γεμάτος έντονα "πιστεύω"».
σχόλια