Ο Χαρίλαος Τρουβάς ξεκίνησε να μαζεύει υλικό για να συνθέσει τη βιογραφία του Λάκη Καραλή πριν από αρκετά χρόνια. Η ιστορία αυτού του σημαντικού ανθρώπου, που είναι σχεδόν άγνωστος στο θεατρικό κοινό της Αθήνας και δεν εκτιμήθηκε όσο του άξιζε όταν ήταν εν ζωή, ξετυλίγεται με έναν τρόπο που δεν θυμίζει βιογραφία, μέσα από συνεντεύξεις και αφηγήσεις των ανθρώπων που τον γνώρισαν.
Είναι ένα είδος ανθολογίου από μνήμες (καλές και κακές) που συνθέτουν την προσωπικότητα και πολλές από τις καλλιτεχνικές πτυχές του πολυτάλαντου σκηνοθέτη και μουσικού, ο οποίος έδρασε στον Βόλο και στο Λαύριο και κανείς δεν σκέφτηκε να καταγράψει το έργο του.
— Πότε και με ποια αφορμή γνώρισες τον Λάκη Καραλή;
Ήταν καλοκαίρι του 2007, δύο χρόνια πριν πεθάνει. Συναντηθήκαμε για να του ζητήσω για δυο βραδιές το θέατρο Βαφείο. Μέχρι τότε είχα δει μόνο μια παράστασή του και ήξερα ότι είχε παίξει κιθάρα και είχε τραγουδήσει στα «Τραγούδια του Αγώνα» του Μίκη, τίποτε άλλο.
Εκείνη η πρώτη μας συνάντηση, που κράτησε δύο ώρες, είναι από τις πιο απίθανες συναντήσεις που μπορεί να τύχουν στη ζωή ενός ανθρώπου, δηλαδή το να γνωρίσει εν ζωή τον μελλοντικό του βιογράφο. Παρότι δεν μιλούσε ποτέ πολύ για τον εαυτό του, σ’ εκείνο τον πρώτο μας καφέ νομίζω ότι με κάποιον τρόπο μού άπλωσε όλο το σχήμα της ζωής του. Όταν συγκέντρωνα το υλικό για το βιβλίο, πολλές φορές γυρνούσε το μυαλό μου σ’ εκείνη την κουβέντα κι ένιωθα σαν να μου τα είχε πει όλα τότε.
Αυτό που με κινητοποίησε ήταν η ευθύνη να σώσω ένα κομμάτι του παλιού κόσμου που επιμένει να επιβιώνει σ’ αυτόν και θα επιβιώνει και στους επόμενους κόσμους. Από τη μια, ως πρόσωπο ο Λάκης ήταν εντελώς γέννημα της εποχής του, από την άλλη όμως, ως είδος δημιουργού, έχω την αίσθηση ότι εμφανίζεται αέναα και άτσαλα μες στους αιώνες.
— Κάνατε παρέα; Εννοώ, έγινε φίλος σου;
Νομίζω ότι δεν βρεθήκαμε πάνω από δέκα φορές, άντε να μιλήσαμε άλλες τόσες στο τηλέφωνο. Θα μπορούσαμε να ’χαμε κάνει πολύ περισσότερη παρέα, αλλά το πρόβλημα ήμουν εγώ. Εκείνος ήταν πιο ανοιχτός σ’ εμένα απ’ ό,τι εγώ σ’ εκείνον και ο λόγος ήταν καθαρά ρατσιστικός. Ο ηλικιακός ρατσισμός είναι σύμφυτος με τη νεότητα. Εγώ τότε ήμουν είκοσι εννιά κι εκείνος εξήντα τέσσερα. Πώς να του έκανα παρέα;
Πάντως, βρισκόμασταν με διάφορες αφορμές. Όταν κινδύνευε να χάσει το Βαφείο τού πήρα μια συνέντευξη για την «Εποχή», τον είδα στην παράστασή του «Απ’ έξω», σε κάτι γλέντια στο φουαγέ του θεάτρου. Δεν χάσαμε επαφή, τηλεφωνιόμασταν πού και πού.
Μια μέρα με πήρε και μου ζήτησε να κάνω φωνητικά σε ένα ανέκδοτο τραγούδι του Μίκη που θα έμπαινε στην επανέκδοση του «Supermarket» σε CD. Ήταν το «Σκέψου καλά, κυρ βουλευτή», σε στίχους Νεγρεπόντη, που δεν το θυμόταν καν ο Μίκης ότι το ’χε γράψει, αλλά το θυμόταν ο Λάκης από τις συναυλίες που κάνανε μαζί. Για την ηχογράφηση αυτή φώναξε πέντε-έξι φίλους του για χορωδία και ήταν πολύ τιμητικό για μένα που ήμουν ένας απ’ αυτούς, παρότι δε γνωριζόμασταν πολύ.
— Γιατί σε ενδιέφερε τόσο αυτός ο άνθρωπος, ώστε έκανες τέτοια έρευνα γι’ αυτόν και μάζεψες όλες αυτές τις μαρτυρίες για να κάνεις ολόκληρο βιβλίο;
Μάλλον δεν το έκανα ούτε από αγάπη ούτε από θαυμασμό γι’ αυτόν. Τέτοιες διαθέσεις δεν θα δικαιολογούσαν τόσο πολλή και δύσκολη δουλειά ‒ σκέψου ότι πήγα δύο φορές στον Βόλο, χώρια οι τόσες μετακινήσεις μου στην Αττική.
Αυτό που με κινητοποίησε ήταν η ευθύνη να σώσω ένα κομμάτι του παλιού κόσμου που επιμένει να επιβιώνει σ’ αυτόν και θα επιβιώνει και στους επόμενους κόσμους. Από τη μια, ως πρόσωπο ο Λάκης ήταν εντελώς γέννημα της εποχής του, από την άλλη όμως, ως είδος δημιουργού, έχω την αίσθηση ότι εμφανίζεται αέναα και άτσαλα μες στους αιώνες.
— Τι πρόσφερε στο ελληνικό θέατρο ο Λάκης Καραλής;
Για μένα, το πιο σημαντικό κομμάτι του έργου του ήταν ο Βόλος και το Λαύριο. Κι αν το σκεφτείς, μοιάζουν αυτές οι δύο πόλεις, έχουν κοινά γεωγραφικά και πολιτικά χαρακτηριστικά. Στον Βόλο, τέλη του ’80, έκανε το Εργαστήρι και το Στέκι Παιδιού, δουλεύοντας πολύ σ’ αυτό που λέμε ερασιτεχνικό θέατρο και παιδικό θέατρο. Στις αρχές του ’90 συνέχισε το ερασιτεχνικό στο Λαύριο. Ο Λάκης παθιαζόταν πολύ δουλεύοντας με ασπούδαχτους ηθοποιούς. Έλεγε ότι «επαγγελματίας είναι αυτός που αγαπάει τη δουλειά του».
Παράλληλα με το Λαύριο, δίδασκε και έπαιζε στο Εμπρός. Μετά, τέλη του ’90, έφτιαξε το θέατρο Βαφείο στον Βοτανικό. Κι όταν λέω «έφτιαξε», εννοώ το ’φτιαξε με τα χέρια του. Πήρε ένα ερείπιο και το έκανε θέατρο. Εκεί, με τον θίασο Προσωδία, πρόλαβε και ανέβασε κάποιες παραστάσεις, ανάμεσά τους και τη «Μήδεια», που έκανε και περιοδεία.
Όμως η πιο σημαντική στιγμή του είναι πριν απ’ όλα αυτά, όταν συμμετείχε στη Θεατρική Λέσχη Βόλου, στις αρχές του ’80. Στα μισά της δεκαετίας ανεβάζουν «Αντιγόνη». Σπύρος Βραχωρίτης σκηνοθεσία, Λάκης Καραλής μουσική. Μυθική παράσταση. Στα αρχαία ελληνικά, με τον Λάκη να έχει μελοποιήσει με βυζαντινό τρόπο τα χορικά και να ψέλνει επί σκηνής, διευθύνοντας και τον Χορό. Είναι φοβερό ότι λίγα χιλιόμετρα απ’ το χωριό μου κάποιοι έψελναν Σοφοκλή στο πρωτότυπο κι εγώ έπαιζα ακόμα με τις λάσπες.
Όλο αυτό μου φαντάζει τώρα σαν μια αναγεννησιακή στιγμή στον μεσαίωνα της επαρχίας. Όμως, μαζί με το δέος, έρχεται και το σοκ. Ο Νίκος Σκυλοδήμος, που πολλοί τον θυμούνται ως έναν συγκλονιστικό ηθοποιό της εποχής, αυτοκτονεί. Αυτό το τέλος σηματοδοτεί και την αρχή του τέλους της Λέσχης ‒ με την αρχική της μορφή τουλάχιστον.
— Η δουλειά που έκανε η Θεατρική Λέσχη Βόλου δεν γίνεται σήμερα σε καμία επαρχιακή πόλη. Γιατί δεν είναι σχεδόν καθόλου γνωστή;
Αυτή είναι και δική μου απορία. Πέθανε πέρσι η Βίκη Ψαλτίδου και γράφανε μόνο ότι είχε παίξει σε κάτι σίριαλ. Για τη Λέσχη, κουβέντα. Πώς είναι δυνατόν απ’ τη μια ο Μηνάς Χρηστίδης, κριτικός της εποχής, να έχει γράψει στο «Έθνος» ότι «η Θεατρική Λέσχη Βόλου είναι το πραγματικό Εθνικό Θέατρο της Ελλάδας» και απ’ την άλλη να έχω βρει τόσο λίγες αναφορές σ’ αυτήν; Ακόμα και σε διδακτορικά που έψαξα στο ίντερνετ, την ξεπετάνε σε μια-δυο παραγράφους. Αλλά δεν περίμενα κάτι καλύτερο απ’ τους ακαδημαϊκούς.
Από τη δική μου εμπειρία, μπορώ να πω ότι είναι ένα θέμα πολύ δύσκολο. Η Λέσχη ήταν ένα καζάνι που έβραζε, έβραζε, ώσπου τους έκαψε. Ο Σκυλοδήμος άφησε ένα πολύ αινιγματικό σημείωμα. Αυτοκτόνησε για προσωπικούς λόγους; Είχε να κάνει με τη λειτουργία της Λέσχης; Αυτά τα ερωτήματα βασάνιζαν και τον Λάκη. Και στην πρώτη μας εκείνη κουβέντα μού είπε ότι δεν ξεπέρασε ποτέ την αυτοκτονία του Σκυλοδήμου. Εγώ μέχρι τότε δεν είχα ακούσει καν αυτό το όνομα και, θυμάμαι, με ρώτησε έκπληκτος: «Δεν τον ξέρεις;».
— Ο Καραλής είχε και σημαντικές συμμετοχές σε μουσικά έργα. Μίλησέ μου για το μουσικό κομμάτι του.
Όπως σου είπα, εγώ τον ήξερα μόνο από τη συμμετοχή του στα «Τραγούδια του Αγώνα» του Μίκη. Είχε κάνει όμως κι έναν δίσκο στην Αγγλία το ’71, το «Supermarket», που είχε εξαφανιστεί πια από την αγορά. Εμένα μου χάρισε μόνο ένα εξώφυλλο, χωρίς το βινύλιο. Ευτυχώς, οι αδερφοί Βάκηδες, με τη δισκογραφική τους «Τροχός», κυκλοφόρησαν το 2008 σε CD το ιστορικό αυτό άλμπουμ, με την προσθήκη νέων ηχογραφήσεων, ανάμεσά τους και το τραγούδι όπου έκανα κι εγώ φωνητικά.
Από τη μια ήταν πάρα πολύ σημαντική η επανακυκλοφορία του «Supermarket», από την άλλη όμως είναι άδικο να ταυτίζεται ο Λάκης μόνο μ’ αυτό. Εξάλλου, σχεδόν τα μισά από τα τραγούδια αυτά δεν αφορούν πια κανέναν, έχουν μόνο ιστορική αξία, αφού μιλάνε για τη διάσπαση του ΚΚΕ και τα πολιτικά της εποχής. Αλλά υπάρχουν και κάποια που αντέχουν, όπως ο «Τοίχος», που είναι το αγαπημένο μου. Σπουδαίο τραγούδι.
Ο Λάκης έκανε πάρα πολλή μουσική που έμεινε αδισκογράφητη. Δούλεψε τα «Αθυρόστομα» με τον Ηλία Πετρόπουλο, που δεν κυκλοφόρησαν ποτέ, αν και είχε αναγγελθεί η κυκλοφορία τους στις εφημερίδες. Έκανε μουσική για το σινεμά και φυσικά για το θέατρο. Αυτή είναι η πιο σημαντική του δουλειά. Έχω ακούσει κάποιες ηχογραφήσεις από την «Ορέστεια», τη «Μήδεια», την «Αντιγόνη». Η «Αντιγόνη», μαγεία. Όταν φαντάζομαι πώς θα ακουγόταν την ώρα της παράστασης, ανατριχιάζω. Ο Λάκης, ουσιαστικά, ήταν βυζαντινός συνθέτης. Κι ίσως αυτό της ταίριαζε της μουσικής του, να χαθεί μες στους αιώνες, εκεί όπου ανήκει.
— Υπήρχαν κάποια πράγματα από τη ζωή του που ανακάλυψες με την έρευνα και τις συνομιλίες και σου έκαναν εντύπωση;
Πάρα πολλά. Και το πιο περίεργο είναι ότι μου τηλεφωνούν άνθρωποι που τον ήξεραν και διαβάζουν τώρα το βιβλίο και μου λένε «τελικά, πόσα πράγματα δεν ξέραμε γι’ αυτόν». Αλλά είναι λογικό. Ο Λάκης δεν είχε καμία έπαρση, δεν μιλούσε για τον εαυτό του. Δεν το ’παιζε ούτε αγωνιστής, ούτε μέγας καλλιτέχνης, ούτε δάσκαλος.
Πάντως, αυτά που μου έκαναν τη μεγαλύτερη εντύπωση είναι ότι τον υπερασπίστηκε ο Χατζιδάκις στο στρατοδικείο και ότι ο Παναγούλης τού είχε εμπιστευτεί το εν τρίτο του αρχείου του. Αλλά όλα αυτά είναι γραμμένα στο βιβλίο, ας μην τα ξαναπώ.
— Γιατί δεν είναι ευρύτερα γνωστός;
Μάλλον δεν ήθελε, δεν μπορούσε και δεν έπρεπε. Εμένα δεν με γοήτευσε μόνο αυτός που ήταν αλλά κι αυτό που ήταν. Ο Λάκης, κατά κάποιον τρόπο, ανήκει στην παράδοση. Θα μπορούσε να είναι και ανώνυμος. Και που μας συστηνόταν με ονοματεπώνυμο, υπερβολικό το βρίσκω!
— Τι ακριβώς είναι αυτό το βιβλίο; Από ποια σκοπιά επέλεξες να τον πιάσεις;
Ο γιος του Δημήτρης μού είχε πει μεταξύ σοβαρού και αστείου ότι ήθελε να γράψει έναν πρόλογο για να πει ότι το βιβλίο αυτό είναι βλάσφημο, επειδή προσπαθεί να βάλει τάξη στο χάος. Δεν τον έγραψε τελικά, αλλά εγώ θα προσυπέγραφα την άποψή του.
Πραγματικά, δεν ήξερα από πού να τον πιάσω. Από πολιτική σκοπιά; Απ’ τη μεριά της μουσικής; Του θεάτρου; Δυσκολευόμουν. Γι’ αυτό προτίμησα να τον δω κάπως μεταφυσικά. Μία από τις πιο σημαντικές φράσεις του βιβλίου μού την είπε ο Δημήτρης Παπαχρήστος. «Ο Λάκης προϋπήρξε του εαυτού του». Κι αφού προϋπήρξε, συνεχίζει να υπάρχει.
Ξέρω αρκετούς ανθρώπους σήμερα σαν κι αυτόν, που παλεύουν να κάνουν μουσική, θέατρο, σινεμά, με χίλια ζόρια. Όλοι αυτοί, στην καλύτερη περίπτωση, θα μείνουν στο περιθώριο. Στη χειρότερη, θα τους περιλάβει κανένα ίδρυμα πολιτισμού, να τους ευνουχίσει.
— Γιατί επέλεξες να κάνεις ένα ανθολόγιο με αυτούσιες τις συνεντεύξεις;
Έχοντας πολλές ώρες ηχογραφημένο υλικό, όταν το κατέγραψα λυπήθηκα να το χαλάσω. Λυπήθηκα να περάσω σαν οδοστρωτήρας και να δώσω το δικό μου ύφος. Ως λάτρης της προφορικότητας, προτίμησα να δημοσιευτούν οι μαρτυρίες με το προσωπικό ύφος του καθενός. Γι` αυτό τις έκοψα, τις έραψα, τις έβαλα σε χρονολογική σειρά, αυτούσιες. Πότε πότε παρεμβαίνω κι εγώ με κάποιες ερωτήσεις, για να υπενθυμίσω στον αναγνώστη ότι είμαι κι εγώ εδώ.
Δεν έχω διαβάσει πολλές βιογραφίες και δεν είχα πού να πατήσω. Στην άκρη του μυαλού μου είχα κυρίως την «Καίτη Γκρέυ» του Χρονά και τον «Καζαντζίδη» του Κοροβίνη, που κι αυτά πάλι δεν είναι ακριβώς βιογραφίες. Το ένα είναι αυτοβιογραφία, το άλλο αφιέρωμα. Γενικώς, τη βιογραφία τη θεωρώ κάπως βαρετό είδος, γιατί αρκετές φορές μπορεί να ξεπέσει στο επίπεδο της αγιογραφίας. Εγώ δεν είχα καμία τέτοια πρόθεση.
Κάποια στιγμή βρήκα την Τζούλια Τσιακίρη και τη ρώτησα: «Μου είπαν ότι όταν άκουσε ο Βασίλης Διοσκουρίδης το “Supermarket” του Καραλή, δυσφόρησε τόσο που αναφώνησε: “Ας βάλουμε λίγο Τσιτσάνη, να μπει λίγο φρέσκο αεράκι”. Είναι αλήθεια;». Και μου απάντησε: «Δεν θυμάμαι, αλλά είναι πολύ πιθανό να είναι δικά του λόγια. Όμως δεν είναι υπέρ του Καραλή. Θα τα γράψεις;». «Φυσικά», της είπα, «δεν είμαι αγιογράφος».
Αν με κατηγορούσαν ότι δεν είμαι συγγραφέας του βιβλίου, θα ’χαν ένα δίκιο. Και δεν το λέω σεφερικά, «είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας». Δικά μου κείμενα είναι μόνο το Προλόγισμα, το Επίγραμμα και το οπισθόφυλλο. Λειτούργησα λοιπόν στο μισό βιβλίο ως καταγραφέας αφηγήσεων και στο άλλο μισό ως αντιγραφέας ντοκουμέντων. Αλλά όση τόλμη χρειάζεται να γράψεις, άλλη τόση χρειάζεται να μη γράψεις. Κι εγώ τόλμησα να μη γράψω πολύ.
— Πες μου για τον τίτλο του βιβλίου.
Είναι μια φράση απ’ το τραγούδι «Κυριακή απομεσήμερο», ένα ποίημα του Περικλή Κοροβέση που μελοποίησε και τραγούδησε ο ίδιος ο Λάκης. Είναι από τις νέες ηχογραφήσεις, του 2008. Ο στίχος αυτός μού φάνηκε πολύ ταιριαστός. Είναι ουσιαστικά ένας αντιτίτλος, αφού το βιβλίο μιλάει για τον Λάκη όσο ήταν εδώ, εν ζωή.
Όμως ο Λάκης έλειπε, ήταν ωσεί παρών, γιατί δεν υπήρξε ποτέ όνομα πρώτης γραμμής. Έλειπε απ’ το προσκήνιο, απ’ το mainstream της εποχής του, απ’ τη βιτρίνα. Αλλά και μετά θάνατον συνεχίζει να λείπει. Λείπει από τα βιογραφικά κάποιων που συνεργάστηκαν μαζί του. Μάλλον το όνομά του δεν έχει αρκετό κλέος να κομίσει! Λείπει ακόμα και από τη βιβλιογραφία. Για παράδειγμα, σε βιβλίο όπου γίνεται αναφορά σε παράσταση της οποίας τη μουσική έκανε ο Λάκης, λείπει τ’ όνομά του.
Άλλη περίπτωση, τα ψηφιακά αρχεία του ΕΛΙΑ. Σε όλες τις παραστάσεις της Λέσχης έχουν βάλει και τα ονόματα των συνθετών. Στην «Αντιγόνη» δεν υπάρχει συνθέτης. Στο σκαναρισμένο πρόγραμμα, όμως, ο Λάκης εμφανίζεται ως συνθέτης, κορυφαίος του Χορού και Τειρεσίας, υπογράφει μάλιστα και ο ίδιος ένα κειμενάκι! Όποτε πέφτω σε τέτοιες περιπτώσεις με πιάνουν τα γέλια και τραγουδάω «Ο Λάκης έλειπε πάλι, πάλι».
— Από το βιβλίο απουσιάζει το φωτογραφικό υλικό. Δεν κατάφερες να βρεις φωτογραφίες του;
Δεν έβαλα φωτογραφίες, αποκόμματα εφημερίδων, αφίσες παραστάσεων. Δεν ήθελα να κάνω ένα ρεπορταζιακό βιβλίο αλλά κάτι πιο λογοτεχνικό, σαν έκθεση κειμένων. Από δω οι μαρτυρίες, από κει τα τεκμήρια: συνεντεύξεις, κριτικές κ.λπ. Έκατσα και τα αντέγραψα, αντί να κάνω ανατύπωση. Μετά, έρχεται και ο ίδιος ο Λάκης μέσα από δικά του κείμενα. Τελευταίος βγαίνω εγώ με το Επίγραμμα, όπου με λίγους στίχους προσπαθώ να αποδώσω την ουσία του.
Η μόνη φωτογραφία του που υπάρχει είναι αυτή στο εξώφυλλο. Την επέλεξα για πολλούς λόγους. Ο κυριότερος, επειδή σ’ αυτήν εντόπισα το αληθινό του βλέμμα. Επίσης, είναι μια φωτογραφία με θάλασσα, πολύ βασικό. Είναι στο ροκ φεστιβάλ του Isle of Wight, το ’70, στην Αγγλία. Επειδή οι πιο ταιριαστοί του τόποι ήταν ο Βόλος και το Λαύριο, ήθελα οπωσδήποτε μια φωτογραφία με θάλασσα. Ακόμα, έχει και ουρανό, που ενισχύει τη μεταφυσική ματιά μου πάνω του. Εν τέλει, είναι μια πολύ δυνατή φωτογραφία, βγαλμένη απ’ τον Νίκο Ναυπλιώτη. Ο Λάκης νέος κι όμορφος, Έλληνας Τσε Γκεβάρα.
— Ποιοι είναι αυτοί που μιλάνε στο βιβλίο;
Μιλάνε άνθρωποι που τον έζησαν και συνεργάστηκαν μαζί του. Πρώτα θέλω να αναφέρω τους δύο απόντες: τη Νίκη Αναστασέα, την πρώτη γυναίκα του, και τον Περικλή Κοροβέση, ισόβιο φίλο του. Κρίμα που δεν πρόλαβαν να διαβάσουν το βιβλίο, θα ήθελα τη γνώμη τους.
Επίσης, χαίρομαι που μου μίλησε η Παπαρήγα, που δεν δίνει πια συνεντεύξεις. Έκανε μια εξαίρεση για τον Λάκη και το εκτίμησα πολύ αυτό. Μιλάνε ακόμα η Φαραντούρη, ο Ληναίος, ο Βότσης, ο Βασίλης Μπουντούρης, ο Δημήτρης Παπαχρήστος, ο Αντρέας Θωμόπουλος, ο Ηλίας Γιαννακάκης, ο Ζάχος και άλλοι.
— Είπες πριν ότι το βιβλίο δεν είναι αγιογραφία. Είχες καμία αντίδραση από τον στενό του κύκλο γι’ αυτό;
Όταν λέω ότι δεν είναι αγιογραφία, δεν αναφέρομαι σε ό,τι έχει να κάνει με την προσωπική του ζωή. Αναφέρομαι στον δημόσιο βίο του, στην καλλιτεχνική του δράση. Επομένως, του στενού του κύκλου δεν του πέφτει λόγος τι θα γραφτεί, τι δεν θα γραφτεί. Γι’ αυτό, χωρίς ενοχή, πλάι στις πολύ καλές κριτικές έβαλα και τις πολύ κακές, χωρίς να πάρω θέση. Αν ήμουν αγιογράφος, θα τις σχολίαζα αρνητικά, θα τις έλεγα σκληρές και άδικες ή, ακόμα χειρότερα, θα τις απέκρυπτα, δεν θα τις αναδημοσίευα.
Πρέπει, πάντως, να αναγνωρίσω ότι ο γιος του Δημήτρης και η τελευταία του σύντροφος Μαρία Σκούπα με προφύλαξαν από κάποιες κακοτοπιές. Τους συμβουλεύτηκα αρκετές φορές.
— Υπήρξε κανείς που αρνήθηκε να μιλήσει;
Φυσικά και υπήρξε. Άλλοι δεν θυμούνταν, άλλοι αρνήθηκαν με τον τρόπο τους, με άλλους, μετά από συνεχείς αναβολές, δεν καταφέραμε ποτέ να βρεθούμε. Αλλά αφού συγκέντρωσα μαρτυρίες που κάλυπταν όλη τη ζωή και όλο του το έργο, έπαψα να τους κυνηγάω. Βαρέθηκα. Υπάρχουν κι άλλοι, βέβαια, που εγώ απέφυγα κάπως διαισθητικά, κι άλλοι που τους ήθελα πολύ, αλλά με απέφυγαν εκείνοι. Εγώ τους διαβεβαίωνα ότι δεν θα τους λογόκρινα, αλλά μάλλον δεν τους έπεισα.
— Βρήκες εύκολα εκδότη; Ο Καραλής δεν είναι ένα όνομα που «πουλάει».
Δεν ταλαιπωρήθηκα. Με το που το τέλειωσα, πήγα με τον Μακριδάκη στην Εστία, το έδωσα στην Καραϊτίδη, το διάβασε, της άρεσε και είπε ότι θα το βγάλει. Το μαρτύριο άρχισε μετά, που έπρεπε να μαζέψω άδειες απ’ τους συνεντευξιαζόμενους και άδειες αναδημοσίευσης των κειμένων που ανθολόγησα. Δεύτερος γύρος τηλεφωνημάτων, συνεννοήσεων, συναντήσεων.
Από αυτή την περιπέτεια έχω να σου πω ένα περιστατικό που θα σου αρέσει πολύ. Πάω, λοιπόν, στον Κοροβέση και του δίνω τυπωμένη τη συνέντευξή μας, να εγκρίνει τη δημοσίευση. Την πιάνει με τις άκρες των δαχτύλων του, μου τη δείχνει και μου λέει: «Αν μου ’χες ζητήσει να γράψω, το κείμενο θα ’ταν δικό μου. Απ’ τη στιγμή όμως που σου τα ’πα και τα ’γραψες εσύ, το κείμενο είναι δικό σου». Και μου δίνει πίσω τα χαρτιά και υπογράφει αβλεπεί.
Αυτό δεν είναι απλώς δείγμα εμπιστοσύνης σ’ εμένα, είναι μάθημα δημοσιογραφίας. Σήμερα οι περισσότεροι απαιτούν να δουν τη συνέντευξή τους πριν δημοσιευθεί και τα κείμενα πηγαινοέρχονται κοκκινισμένα, με αλλοιώσεις, προσθήκες και αφαιρέσεις. Αυτό είναι κατάντια της δημοσιογραφίας. Τον καιρό του Κοροβέση, ευτυχώς, δεν υπήρχε ίντερνετ και οι δημοσιογράφοι έκαναν μια χαρά τη δουλειά τους.
— Σε τι κοινό απευθύνεται το βιβλίο;
Άμεσα θα ενδιαφέρει αυτούς που γνώριζαν τον Λάκη και το έργο του. Θα ενδιαφέρει και γενικότερα τον κόσμο της αριστεράς, μουσικόφιλους και θεατρόφιλους. Όμως επιπλέον περνάει κι ένα κομμάτι της τοπικής ιστορίας του Βόλου και του Λαυρίου και σίγουρα θα αποτελέσει πολύτιμη πηγή για όποιον θελήσει να ασχοληθεί πιο βαθιά με τη Θεατρική Λέσχη Βόλου. Αλλά, από κει και πέρα, δεν ξέρω τι ενδιαφέρον μπορεί να βρει ο καθένας.
Η Καραϊτίδη, για παράδειγμα, από τα πρώτα λόγια που μου είπε ήταν: «Μαθαίνουμε τόσα πράγματα, πώς ζούσαν οι αυτοεξόριστοι στην Αγγλία». Όντως, από τις μαρτυρίες του βιβλίου καταρρίπτεται άλλη μια φορά ο μύθος ότι οι αυτοεξόριστοι καλοπερνούσαν στο εξωτερικό, κάνοντας τάχα αντίσταση κατά της χούντας. Θα υπήρξαν και τέτοιες περιπτώσεις, αλλά ο Λάκης και η παρέα του ζούσαν στη φτώχεια και στην πείνα.
Σίγουρα όμως δεν είναι ένα βιβλίο για να θυμούνται οι παλιότεροι και να μαθαίνουν οι νεότεροι, ένα νοσταλγικό, παλιακό βιβλίο. Είναι μια σχεδόν μυθιστορηματική ιστορία που θα εμπνεύσει τους Λάκηδες Καραλήδες του καιρού μας. Πολλοί θα ταυτιστούν με τον Λάκη. Κι εγώ έχω ταυτιστεί σε μεγάλο βαθμό. Εξάλλου, η τελευταία λέξη δεν ειπώθηκε. Το βιβλίο κλείνει με ένα «Συνεχίζεται». Σαν υπόσχεση ή απειλή.