Είναι Κυριακή πρωί και η Ομόνοια είναι ζωσμένη από πλανόδιους που πουλάνε ελληνικές σημαίες και σημαίες με το αστέρι της Βεργίνας. Στο σημείο όπου έχουμε ραντεβού με τον Χαρίλαο Τρουβά προσέχω ότι στο Μπάγκειον, ακριβώς απέναντί μας, υπάρχει μια πινακίδα που ξέμεινε από την προηγούμενη Μπιενάλε με τον αγγλικό τίτλο του ποιήματος του Καβάφη «Waiting for the Barbarians». Τη συγκεκριμένη μέρα, και λίγες ώρες πριν από το συλλαλητήριο, το «Περιμένοντας τους Bαρβάρους» ακούγεται εντελώς σαρκαστικό – θα μπορούσες να το πεις και μαύρο χιούμορ. Γύρω μας μεσήλικα και υπερήλικα ζευγάρια με τη γαλανόλευκη στα χέρια έχουν αρχίσει να συγκεντρώνονται από νωρίς – γιατί η έξοδος-εκτόνωση, εκτός από εθνική υπερηφάνεια, περιλαμβάνει και καφέ με κουλούρι.
Ο Χαρίλαος είναι ο πρωταγωνιστής της νέας παράστασης Λουκούμι της bijoux de kant, ενός αντρικού μονολόγου του Γιάννη Κωνσταντινίδη, με τον οποίο η ομάδα αποχαιρετάει τον χώρο του Ηood για άλλη γειτονιά. Αφού ξεκαθαρίζει ότι δεν είναι ούτε ηθοποιός ούτε ψώνιο, μας οδηγεί σε ένα παλιό καφενείο στο τέρμα της Αγίου Κωνσταντίνου, στην οδό Ιεροθέου 1, όπου ο χρόνος έχει παγώσει στο 1970. Ξύλινη πρόσοψη, σόμπα με ξύλα, μια ταπισερί με σκυλιά που παίζουν «κολτσίνα», μια φωτογραφία του Νίκου Ξυλούρη, ένας πίνακας με τη Μαρία την Πενταγιώτισσα και μια μαραμένη «κρεμμύδα» κρεμασμένη για γούρι δημιουργούν ένα σκηνικό σχεδόν θεατρικό. Ο καφετζής τσεκάρει βαριεστημένα το κινητό του για κανένα εικοσάλεπτο πριν σηκωθεί να μας εξυπηρετήσει, ενώ χρειάζεται κι άλλη μισή ώρα για να μας φέρει την παραγγελία (τρεις ελληνικούς). Είμαστε οι μοναδικοί θαμώνες στο μαγαζί.
Tο πιο συγκλονιστικό σημείο του έργου είναι εκεί όπου ο Μικελής λέει ότι βρέθηκε να ανήκει σε έναν σωρό ανθρώπων που «η κόλαση που ζούσαν τους έκανε τελικά τόσο ευχαριστημένους χωρίς να το νιώθουν». Αποδέχτηκαν τη ζωή τους, ήταν ευχαριστημένοι από αυτήν, χωρίς να νιώθουν καμιά ευχαρίστηση!
«Είναι ωραίο που το έργο είναι αντρικός μονόλογος», λέει ο Χαρίλαος, «γιατί τα τελευταία χρόνια έχουμε δει ένα σωρό γυναικείους μονολόγους από λαϊκές γυναίκες που διηγούνται ιστορίες σε μια λαϊκή γλώσσα. Ο Μικελής είναι ένας άνθρωπος λαϊκός μεν, αλλά η γλώσσα του είναι γλώσσα εφημερίδας της εποχής. Έχει λίγο από καθαρεύουσα και λίγο από δημοτική, γιατί ήταν αναλφάβητος και ό,τι έμαθε το έμαθε ακούγοντας, δεν διάβασε ποτέ. Οπότε, το κείμενο έχει ενδιαφέρον και από γλωσσική άποψη.
Είναι η ιστορία ενός ανθρώπου ο οποίος παράτησε το σχολείο, πήγε κι έγινε καλαφάτης (σ.σ. σφράγιζε ρωγμές σε βάρκες και τις έβαφε) και έζησε όλη του τη ζωή θεωρώντας το τυχαίο τυχερό. Από μικρό όλοι τού έλεγαν "είσαι τυχερός", η γιαγιά του, οι συγγενείς του, ο μάστορας, οπότε, ό,τι του ερχόταν, θεωρούσε ότι του το έστελνε η μοίρα ως καλό. Έτσι, δεν έκανε τίποτα για να αλλάξει τη μοίρα, δεν την προκάλεσε ποτέ και όλα τα δεχόταν σαν καλή τύχη. Ο μάστορας του λέει να πάει να γίνει μούτσος, κι αυτός, στο Πολεμικό Ναυτικό όπου αργότερα υπηρετεί, γίνεται όντως μούτσος.
Μετά, όταν απολύθηκε, πήγε και δούλεψε στο Γκάζι, στο φωταέριο, και το θεώρησε κι αυτό καλή τύχη, γιατί έκανε μια δουλειά ίσης σημασίας με αυτήν ενός μούτσου. Τελικά, πέθανε από την πνευμονοκονίαση των μεταλλωρύχων σε πολύ νεαρή ηλικία, 46 ετών, έχοντας παντρευτεί και κάνει έξι παιδιά, από τα οποία έζησαν τα τέσσερα. Το συγκλονιστικό είναι ότι ακόμα και στην αρρώστια του ένιωθε τυχερός, γιατί δεν περνούσε στιγμή χωρίς η αρρώστια να του υπενθυμίζει ότι θα πεθάνει επειδή ανασαίνει και μόνο».
«Ήταν όντως τυχερός;». «Δεν ξέρω αν ήταν τυχερός ή άτυχος, πάντως είχε μια μανία καθετί να το εξετάζει κάτω από το πρίσμα της τύχης. Ακόμα και όταν πέθαναν τα δυο παιδιά του, θεώρησε ότι ήταν τυχερός που έζησαν τα τέσσερα!»
«Όλοι δεν ψάχνουμε έναν τρόπο για να δικαιολογήσουμε όσα μας φέρνει η "μοίρα";». «Κι εγώ έχω ταυτιστεί σε μερικά σημεία με το έργο, προσαρμόζοντάς το στη ζωή μου. Θεωρείς τον εαυτό σου τυχερό σήμερα που έχεις μια δουλειά, αλλά σου τρώει όλο σου τον χρόνο, δεν σου αρέσει ή αμείβεσαι πολύ λίγο σε σχέση με αυτό που κάνεις. Η δική μου αναγωγή σε αυτό είναι ότι μετά τα 17 έφτιαξα κι εγώ μια κανονικότητα από "επιτυχίες" που ήταν οι Πανελλήνιες, η Νομική, ο στρατός, το ΑΣΕΠ, το υπαλληλίκι. Ωστόσο δεν αισθάνομαι καθόλου πετυχημένος, παρόλες αυτές τις μικρές "επιτυχίες" που κατά λάθος ίσως έφτιαξα. Για μένα, το πιο συγκλονιστικό σημείο του έργου είναι εκεί όπου ο Μικελής λέει ότι βρέθηκε να ανήκει σε έναν σωρό ανθρώπων που "η κόλαση που ζούσαν τους έκανε τελικά τόσο ευχαριστημένους χωρίς να το νιώθουν". Αποδέχτηκαν τη ζωή τους, ήταν ευχαριστημένοι από αυτήν, χωρίς να νιώθουν καμιά ευχαρίστηση! Αυτό εύκολα ανάγεται και στο σήμερα. Γι' αυτό λέω ότι το Λουκούμι δεν είναι έργο εποχής, δεν χρειάζεται να δρασκελίσεις έναν αιώνα για να ταυτιστείς, θα μπορούσε να είναι και άχρονο».
Ο Χαρίλαος τονίζει ότι δεν είναι ηθοποιός. «Πάντα μου άρεσε το θέατρο ως τέχνη και το παρακολουθούσα, αλλά μέχρι το 2010-11 είχα βαρεθεί τα πάντα. Δεν πήγαινα σε παραστάσεις, θεωρούσα ότι τα είχα δει όλα, ότι όλα είναι ίδια» λέει. «Τότε, κάποια στιγμή, πετυχαίνω τα Τσοπανόσκυλα του Ιωάννου και πάω να τα δω. Κάπως έτσι άρχισα να ακολουθώ τους bijoux de kant. Έχω δει όλες σχεδόν τις παραστάσεις τους και ήταν μοιραίο κάποια στιγμή να γνωριστούμε κιόλας.
Το καλοκαίρι με φώναξε ο Σκουρλέτης να πω δύο ποιήματα στις Κόρες, ένα αριστούργημα του Βαρβέρη κι ένα που ήταν κολάζ Στρατή Πασχάλη με Σαχτούρη και μετά, στο τέλος του καλοκαιριού, μου ζήτησε να κάνουμε έναν μονόλογο για την bijoux de kant Ηood. Αν δεν ήταν ο Σκουρλέτης δεν θα έλεγα "ναι", μάλλον θα γελούσα, δεν έχω το ψώνιο του ηθοποιού, ούτε τώρα ψωνίζομαι, δεν είμαι ούτε 19 ούτε 20, είμαι 40 χρονών. Αυτό το κάνω από την εκτίμησή μου στην bijoux de kant, γιατί θεωρώ ότι δεν είναι θεατρική ομάδα, είναι κάτι σαν εθνική ταυτότητα. Είναι μια νέα ματιά στην ελληνικότητα, καμία σχέση με τον Παπαρρηγόπουλο και την ελληνικότητα της γενιάς του '30.
Από την άλλη, όλο αυτό ήταν και μία πρόκληση για μένα, το να μάθω ένα κείμενο απ' έξω, ένα κείμενο απαιτητικό. Το πήρα με πείσμα – είχα να αποστηθίσω κείμενο από το σχολείο, την Ιστορία Δέσμης. Σκέφτηκα: "Κατάφερα να αποστηθίσω τότε ένα γελοίο σχολικό βιβλίο και δεν θα μπορέσω να αποστηθίσω τώρα ένα θεατρικό κείμενο;"
Δεν έχω βγει πολλές φορές προς τα έξω. Είχα κάνει μια μουσική παράσταση το 2007 στο θέατρο Βαφείο και πέρσι έκανα το Αμπερλουδαχαμίν του Σαμσών Ρακά στο σπίτι μου, όλο τον Νοέμβρη. Έχω μια τριβή λοιπόν με το κοινό, έστω και μικρή. Μου αρέσει να γράφω και να μελοποιώ κείμενα. Τώρα όμως μου δόθηκε ένα κείμενο όχι για να το μελοποιήσω αλλά για να το ερμηνεύσω. Κατά κάποιον τρόπο αυτές οι δύο δουλειές μοιάζουν. Οι ανάσες, οι παύσεις, οι εντάσεις που θα επεδίωκα κατά τη μελοποίηση μου χρειάστηκαν τώρα για την ερμηνεία του κειμένου.
Ο Μικελής πέθανε το 1942, 46 ετών, μέσα στον πόλεμο. Όταν πέθαιναν όλοι από τον λιμό, αυτός πέθανε από την αρρώστια των μεταλλωρύχων – κι ο θάνατός του θα καταγραφεί ως "μαζικός θάνατος εκ λιμού" εκείνο τον μαύρο Δεκέμβρη. Ο Κωνσταντινίδης λέει ότι τα 46 είναι μια πολύ περίεργη ηλικία για τον άντρα, γιατί στατιστικά είναι η ηλικία των περισσότερων αυτόχειρων ανδρών. Κατά κάποιον τρόπο, η αρρώστια του στέρησε και την ευκαιρία να αυτοκτονήσει, άρα ήταν τυχερός, γιατί δεν μπήκε σε αυτό το δίλημμα!
Μου αρέσει να γράφω κείμενα και μουσική, έχω γράψει και κάποια θεατρικά κείμενα. Αυτά θα ευελπιστούσα να ανεβούν στη σκηνή και όχι εγώ ο ίδιος! Το Λουκούμι είναι εξαίρεση, δεν φιλοδοξώ να έχει συνέχεια, το βλέπω ως μια περιπέτεια και θέλω να το ευχαριστηθώ...».
Info:
Το κείμενο της παράστασης θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια.
Λουκούμι, του Γιάννη Κωνσταντινίδη.
Σκηνοθεσία: Γιάννης Σκουρλέτης, σκηνογραφία: Κωνσταντίνος Σκουρλέτης.
Παίζει ο Χαρίλαος Τρουβάς.
Για 4 παραστάσεις τα Σαββατοκύριακα 10-11 και 17 -18 Φεβρουαρίου, 20:30
bijoux de kant - Hood, Αθηνάς 10, Μοναστηράκι (3ος όροφος).
FB: bijouxdekant official ή στο τηλέφωνο 6944094787
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO