1. Πυξίδα η ανάγκη. Όπως αγαπούσε ο Μπόρχες το αστυνομικό μυθιστόρημα γιατί διασώζει μια κάποια τάξη μες στο χάος, έτσι αγαπάμε την ποίηση εκείνη που δεν μένει σε μια λυρική (ενίοτε ανυπόφορα λυρική) έκφραση ενός κατατεμαχισμένου εγώ, αλλά που διασώζει τη γλώσσα, άρα τη σκέψη, συνεπώς τη στάση τη φιλοσοφική/πρακτική απέναντι στα πράγματα, τουτέστιν πάμε από κείνο το, μεγαλειώδες τότε, στα seventies, και απογειωμένο «η ποίησις είναι η ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου» του Ανδρέα Εμπειρίκου, στο τάχατες γειωμένο, χαρτογραφικό, σκακιστικό «ποίηση είναι η πραγματικότητα σε ελεύθερη απόδοση» της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ. Μεγάλο άχθος, αλλά και λυτρωτικό μαζί. Ο ποιητής σήμερα μεριμνά, κυρίως, να σώσει τη γλώσσα. Άρα οφείλει να καταβυθιστεί στη γλώσσα, να πάει στα κοιτάσματα, να δουλέψει στα ορυχεία της γλώσσας. Η πολυτέλεια έχει παραμερίσει. Η ανάγκη γίνεται πυξίδα. Αρχηγεύει η ανάγκη. Πας όπου πας με την ανάγκη στο πλευρό σου.
2. Η ετυμηγορία του ύπνου. «Τρελαίνονται οι σειρήνες, κάνει η σφραγίδα σάλτο στο χαρτί,/ η επιταγή αλλάζει χέρια / κι ένα κίτρινο γάντι ορθώνεται, δείχνει δεξιά./ Κοιτάζοντας τον Εγγαστρίμυθο / κάτι σκαμμένα πρόσωπα / τις σόλες σέρνουν / προς τη χαράδρα./ Ονόματα σκληρά ηχούν,/ και τα κιτάπια,/ με σύντομες –των άβουλων– κραυγές,/ σφαλίζουν.// Άλλο δεν σφάδασε η νύχτα / Τα ρούχα του φονιά θα 'χουν πλυθεί./ Τόσο νερό κελάρυσε στις ίνες τους./ Τα γρανάζια έβηξαν και σώπασαν / ενώ ο αέρας, τακτικός και με τις φούριες του,/ σηκώθηκε να σφουγγαρίσει».
3. Παλιό/Καινούργιο. Ο ποιητής, η ποιήτρια, περιπολεί τα γλωσσικά τοπία. Χάνεται/χώνεται/χύνεται στο παρελθόν επίτευγμα, καταβυθίζεται, σκαλίζει, ψάχνει, ανεβαίνει στην επιφάνεια, παίρνει βαθιά ανάσα, κυκλοφορεί στο σήμερα, στη γλώσσα του σήμερα, στη σκέψη του σήμερα. Το αρχαίο τον βοηθάει να ζήσει στο σήμερα. Το παλιό γίνεται η φωνή του καινούργιου, γίνεται το καινούργιο που ανακαλύπτουμε ξανά μες στις πτυχές του χρόνου, γίνεται πάλι ο τρόπος μας να είμαστε υπερμοντέρνοι. Πώς το έλεγε ο Winckelmann; Ο μοναδικός τρόπος να είμαστε απόλυτα μοντέρνοι, να μην μπορεί κανείς να μας μιμηθεί, είναι να μιμηθούμε τους παμπάλαιους, τους αρχαίους. Τρία ατράνταχτα παραδείγματα: Γκι Ντεμπόρ, Tόμας Πίντσον, Νίκος Καρούζος. «Στην Καλαμάτα κλάματα / στο Δίστομο μαχαίρια». Και: «Αμ τι γαρ!».
4. Χορός τα χωρατά σου. «Ήσουν ωραίος~ σαν πνιγμένος Έλληνας./ Το γέλιο σου ως το λαρύγγι, ανέβαινε./ Ήταν πως θα σε σφίξει στην καρδιά / σαν μέγκενη ή σαν κρασί./ Μα, εσύ τσουγκρίζεις το ποτήρι σου,/ χορός τα χωρατά σου, κι αγορεύεις [...]».
5. Ευτυχία Παναγιώτου. Στέκει ανάμεσα στην εσκεμμένα ξεχαρβαλωμένη pop art της Γλυκερίας Μπασδέκη (1969) και στον διογκούμενο μορφολογικά μοντερνισμό της Κατερίνας Ηλιοπούλου (1967). Μπορείς να πεις ότι είναι η τριανδρία (!) των γυναικών που γράφουν από τώρα την ποίηση του μέλλοντος, παίζοντας διαρκώς με το παρελθόν. Η Ευτυχία Παναγιώτου (Λευκωσία, 1980), πιο πολύ από την Μπασδέκη και την Ηλιοπούλου, γίνεται των άστρων ο σκύλος («με τα χέρια γιορτάζω τη λάσπη»). Στέργει να σκαλίσει εκεί που σκάλισε ο Γιώργος Ιωάννου για να γράψει εκείνα τα ανυπέρβλητα λαϊκά άσματα στο «Κέντρο Διερχομένων» παρέα με τον Νίκο Μαμαγκάκη. Στους Χορευτές (εκδ. Κέδρος) οι καθρέφτες μπόρεσαν να αλλαξοπιστήσουν, το φουσάτο αίφνης γίνεται υπόκρουση του χάους, ακούμε το μοιρολόι μιας χαρτορίχτρας, βλέπουμε τον ήρωα να ιππεύει για την αιματώδη δύση. Παίρνει τις λέξεις η ποιήτρια και τις χορεύει, όπως σ' εκείνο το ιρλανδέζικο τραγούδι ο άνεμος χορεύει το κριθάρι. Πώς αλλιώς; Αφού «η κόλαση είναι / η πιο φλογερή καβαλιέρος / στους φυγόκεντρους εφιάλτες μας».
6. Ο Σαλταδόρος. «Κι αν είναι, λένε, σαν σφυριά / του ποιητή η δουλειά / είναι γιατί χρειάζεσαι μια σκαλωσιά / ν' ανέβεις ως το σύννεφο,/ στη ρίζα, λένε, τ' ουρανού ν' ανέβεις, με γλίστρημα κανένα / –αλλιώς του κάκου– / κι όχι γιατί είναι σαν σφυρί / η δουλειά του ποιητή./ Ένα ψάρι σε τηγάνι δεν είναι ψάρι σε ταψί».
7. For those in the know. Διαβάζω τους Χορευτές και τριγυρνάνε στο μυαλό μου μουσικές του Nικ Κέιβ, ποιήματα του Γιάννη Τζώρτζη, σελίδες του Ρέιμοντ Κάρβερ, πίνακες του Γκίκα και του Μπουζιάνη, πλάνα του Παρατζάνοφ, φωτογραφίες του Στράτου Καλαφάτη κι εκείνη η θαυμάσια ταινία (Oh Boy) του πιτσιρικά από το Βερολίνο, του Jan-Ole Gerster (Χάγκεν, 1978), που, όπως η Ευτυχία Παναγιώτου, έστερξε να πάει πίσω για να έρθει πολύ, μα πολύ, μπροστά.
σχόλια