Από τις πιο ξεχωριστές φωνές της σύγχρονης αμερικανικής λογοτεχνίας, φωτεινός οδηγός για πολιτικούς όπως ο Μπάρακ Ομπάμα και θρύλος εν ζωή για κριτικούς και πανεπιστημιακούς, η πολυβραβευμένη Μέριλιν Ρόμπινσον του «Γκίλιαντ», του «Στο σπίτι» και της «Λάιλα» άργησε να μεταφραστεί στην Ελλάδα, αλλά σήμερα έχουμε πρόσβαση σ’ όλο το μυθοπλαστικό έργο της. Κι αυτό, χάρη στην πρόσφατη κυκλοφορία και του παρθενικού της μυθιστορήματος «Housekeeping» που, με πρωτοβουλία του έλληνα εκδότη, τιτλοφορήθηκε “Ρουθ” (μετ. Κ. Σχινά, Μεταίχμιο). Ένα έργο που έκανε μεγάλη αίσθηση όταν πρωτοδημοσιεύτηκε το 1980 και θεωρείται πλέον κλασικό.
Τι σημαίνει η λέξη νοικοκυριό; Ακούγοντάς την σκέφτεσαι όσα κρατούν ένα σπίτι τακτοποιημένο, όσα απαιτούνται για να είναι ένα σπίτι λειτουργικό κι ακόμα, σκέφτεσαι τα μέλη ενός σπιτικού, μια οικογένεια. Το νοικοκυριό για το οποίο γίνεται λόγος στο μεγαλύτερο μέρος αυτού του παράξενου βιβλίου, δεν είναι ούτε συγυρισμένο ούτε λειτουργικό. Είναι ετοιμόρροπο. Οι άνθρωποί του έχουν βιώσει πολύ πόνο, πολλή μοναξιά, πολλές απώλειες. Κι όμως, υπάρχουν στιγμές που εκπέμπει απίστευτη σαγήνη, λες κι αναδύεται από ένα όνειρο…
Σε μια χώρα που έχει θεοποιήσει την επιτυχία και την ευμάρεια, η Ρόμπινσον έσκυψε πάνω από εκείνους που ζουν σαν φτερά στον άνεμο, μακριά από κάθε κοινωνική νόρμα. Και χωρίς ν' αρνηθεί τη μελαγχολία τους, ανέδειξε όλο τους το μεγαλείο.
Η ιστορία που ξεδιπλώνει η Ρόμπινσον με την λυρική, μακροπερίοδο πρόζα της και τις αγαπημένες της βιβλικές αναφορές, έχει να κάνει με την ενηλικίωση δυο ορφανών κοριτσιών, της Ρουθ και της Λουσίλ, γύρω στα μέσα του 20ού αιώνα. Η υπόθεση εκτυλίσσεται στο Φίνγκερμποουν, μια επινοημένη κωμόπολη στα βορειοδυτικά της Αμερικής, χωμένη ανάμεσα σε ατέλειωτα, παγωμένα βουνά, εκτεθειμένη στ’ άγρια καπρίτσια του καιρού και μ’ έναν υγρό τάφο στο κέντρο της. Μια φορά κι έναν καιρό, πολύ πριν γεννηθούν τα κορίτσια, ο εκτροχιασμός ενός τρένου από τη γέφυρα που ενώνει το Φίνγκερμποουν με τον υπόλοιπο κόσμο, γέμισε τον βυθό της ομώνυμης λίμνης με πτώματα. Ανάμεσα στα θύματα ήταν και ο παππούς των κοριτσιών, ο πατριάρχης της οικογένειας. Αλίμονο. Στην ίδια αυτή λίμνη, μια ωραία ημέρα, έμελλε να σαλτάρει και η μητέρα τους.
Κόρες ενός άντρα απ' τον οποίο δεν έχουν αναμνήσεις και μιας γυναίκας που αυτοκτόνησε, η εξάχρονη Ρουθ, στην οποία έχει δοθεί ο ρόλος του παντογνώστη αφηγητή, και η Λουσίλ, η μικρότερη αδελφή της, τίθενται υπό την κηδεμονία διαφόρων συγγενών. Πρώτη στη σειρά, τις αναλαμβάνει η γιαγιά τους. Τις υποδέχεται ολομόναχη, σ’ ένα σπίτι που κάποτε παλλόταν από ζωή και, μολονότι τους προσφέρει την ηρεμία της ρουτίνας, συναισθηματικά, τις αφήνει ακάλυπτες. Μια πενταετία αργότερα, όταν εκείνη πεθάνει, τη σκυτάλη αναλαμβάνουν –βαρυγκομώντας- δυό αγχωμένες γεροντοκόρες και, πολύ σύντομα, η φροντίδα των κοριτσιών καταλήγει στη Συλβί, τη μικρότερη αδελφή της μητέρας τους.
Η τρυφερή, εκκεντρική, μονίμως φευγάτη Συλβί. Αυτή είναι στην πραγματικότητα η πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος Μια γυναίκα γύρω στα τριανταπέντε που, με την πρώτη ματιά, εκπέμπει ταπεινοφροσύνη, μυστικότητα και ευγένεια. Πού τριγύριζε τόσα χρόνια; Τι ακριβώς την έτρεψε σε φυγή; Ήταν ανέκαθεν έτσι αλαφροΐσκιωτη; Η Μέριλιν Ρόμπινσον αποφεύγει να δώσει σαφείς απαντήσεις, αλλά κάθε τόσο συμπληρώνει με απαλές πινελιές το πορτρέτο της. “Η Συλβί”, διαβάζουμε, “πάντοτε περπατούσε με το κεφάλι κάτω, ελαφρά γερμένο, με μια αφηρημένη στοχαστική έκφραση, σαν κάποιος να της μιλούσε με σιγανή φωνή”. Κι όταν ξάπλωνε, “ποτέ δεν κουλουριαζόταν, ποτέ δεν απλωνόταν. Ακόμα κι όταν κοιμόταν, το σώμα της διατηρούσε την ακαμψία της στάσης που συνηθίζει κανείς όταν κοιμάται στα παγκάκια του πάρκου. Πολύ συχνά δεν έβγαζε καν τα παπούτσια της”.
Η Συλβί είναι η μόνη που μιλάει στα κορίτσια για τη μάνα τους. Τους αφηγείται ιστορίες, τους προσφέρει μικροδωράκια, δείχνει πόσο συμμερίζεται τη θλίψη τους. Εκείνα, εν τούτοις, παραμένουν ζωσμένα από ανασφάλεια. Κάθε φορά που την βλέπουν να ξεπορτίζει για να περιπλανηθεί στις όχθες της λίμνης, φοβούνται πως δεν πρόκειται να την αντικρύσουν ξανά. Με τα μάτια της Ρουθ, “η Συλβί μέσα στο σπίτι ήταν λίγο ως πολύ σαν γοργόνα παγιδευμένη στην καμπίνα ενός πλοίου”. Τι νοικοκυριό να κρατήσει ένα τέτοιο πλάσμα; Σε μια υπέροχη σκηνή στην καρδιά του μυθιστορήματος, βλέπουμε τις τρεις τους, λουσμένες στο φως του φεγγαριού, να παίρνουν στην κουζίνα το δείπνο τους. Είναι ένα βράδι γαλήνιο, “γεμάτο από τον τριγμό και τον σιγμό των εντόμων, από το τράνταγμα των αλυσίδων και τα αλυχτίσματα των χοντρών γέρικων σκυλιών στις γειτονικές αυλές”, ένα βράδι που “νιώθαμε την εγγύτητα με τις πιο λεπτές αισθήσεις μας”. Ξαφνικά η Λουσίλ αρχίζει να ξύνει μανιασμένα τα μπράτσα της - “πρέπει να πέρασα από ένα φυτό”- κι ανάβει τη λάμπα. Και τότε, όπως στο δικό τους οπτικό πεδίο, έτσι και στο δικό μας εισβάλλουν απότομα ξεχαρβαλωμένα έπιπλα, σωροί από άχρηστα συμπράγκαλα, τοίχοι λεκιασμένοι απ’ την κάπνα. Μαζί με το “λαμπερό σκοτάδι” της νύχτας, έχει χαθεί κάθε ίχνος μαγείας.
Μέχρι την εμφάνιση της Συλβί, τα δυο κορίτσια σαν ν' αποτελούσαν μια συνείδηση. Τώρα όμως, σιγά, σιγά, αρχίζουν να διαφοροποιούνται μεταξύ τους. Σε αντίθεση με τη Ρουθ που ταυτίζεται με τη θεία της και προσαρμόζεται στην αντισυμβατική συμπεριφορά της, η Λουσίλ δυσφορεί -θα προτιμούσε να είναι μια έφηβη όπως οι υπόλοιπες, συνεπής μαθήτρια, μέσα στη μόδα. Αντίστοιχη δυσφορία αναμένεται να εκδηλωθεί κι από τον κοινωνικό τους περίγυρο. Το να μπει η Συλβί στο στόχαστρο της κοινότητας είναι θέμα χρόνου…
Η Μέριλιν Ρόμπινσον ξεκίνησε να γράφει το “Housekeeping” την εποχή που εκπονούσε το διδακτορικό της πάνω στον Σαίξπηρ, κι ομολογημένη πρόθεσή της ήταν να μιλήσει για ένα κομμάτι της Αμερικής, όπως το βόρειο Άινταχο, τον γενέθλιο τόπο της, για το οποίο οι άνθρωποι της ανατολικής ακτής δεν είχαν ιδέα. Προφανώς έκανε κάτι πολύ περισσότερο: έγραψε έναν ύμνο για τους απόβλητους, τους περιθωριακούς, τους ανέστιους, τους ανήμπορους να συνδεθούν με μια καθημερινότητα, έναν στόχο. Σε μια χώρα που έχει θεοποιήσει την επιτυχία και την ευμάρεια, η Ρόμπινσον έσκυψε πάνω από εκείνους που ζουν σαν φτερά στον άνεμο, μακριά από κάθε κοινωνική νόρμα. Και χωρίς ν’ αρνηθεί τη μελαγχολία τους, ανέδειξε όλο τους το μεγαλείο. Λεπτομέρεια: μέχρι να δημοσιευτεί το επόμενο βιβλίο της, το “Γκίλιαντ” (εκδ. Εν πλω), χρειάστηκε να περάσει μια εικοσιπενταετία.
σχόλια