Σε μια εποχή που τη στοιχειώνει η ταχύτητα, ο Χρήστος Αστερίου δείχνει να στρέφεται σε μια καλά επεξεργασμένη βραδύτητα: ο ήρωάς του, βιώνοντας μια βαθιά υπαρξιακή και ηλικιακή κρίση, επιστρέφει με ακόμα μεγαλύτερη ένταση στο παρελθόν, μιλώντας για μια εποχή όπου οι λέξεις, η έκφραση, ακόμα και το χιούμορ, δεν προέκυπταν άξαφνα αλλά βιώνονταν.
Σταδιακά, σε κάθε σελίδα του νέου του βιβλίου Η θεραπεία των αναμνήσεων (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις), βήμα-βήμα, όπως αξίζει να συμβαίνει σε κάθε Bildungsroman, ο πρωταγωνιστής του Μάικ Μπουζιάνης (ξανα)χτίζει, έστω με τον πλέον επώδυνο τρόπο –αυτόν της εσωτερικής αναδίφησης–, τον πιο μύχιο και άρα ανδρικό εαυτό του. Δεν έχει σημασία αν ζει στη Νέα Υόρκη, την κατεξοχήν πόλη της ταχύτητας, και αν όλα γύρω του κινούνται με ρυθμούς καταιγιστικούς.
Σε μια ζωή που αρέσκεται στα γρήγορα συμπεράσματα και τις ξαφνικές αποκαλύψεις, εκείνος αποφασίζει, με αφορμή μια σοβαρή κρίση πανικού μπροστά σε όλο τον κόσμο, να πάρει τον άλλον, τον μακρύ δρόμο και να αναλογιστεί τι είναι εκείνο που τον συνδέει με ό,τι μέχρι τότε αρνιόταν, διαπιστώνοντας πως πίσω από τη δική του θλιμμένη φιγούρα, αν και κωμικός, κρύβονται τα αδήριτα ψήγματα της πατρογονικής μελαγχολίας.
Σε κάποια από τα πιο χιουμοριστικά στιγμιότυπα του βιβλίου ο Χρήστος Αστερίου βρίσκει αφορμή από τον ήρωά του για να χτυπήσει με αντίστοιχα κωμικό τρόπο όλες τις εκφάνσεις της πολιτικής ορθότητας και τις εναλλακτικές μορφές ενός ψευδεπίγραφου πλην όμως κυρίαρχου ευ ζην.
Όταν όλοι, λοιπόν, προτιμούν τα μπεστ σέλερ από τα υπαρξιακά μυθιστορήματα και τα ακτινοβόλα ψέματα από τον αντιφατικό λόγο της πραγματικότητας, ο Μάικ Μπουζιάνης επιλέγει τη σκληρή και αδιάσειστη αλήθεια. Αυτήν που ως κωμικός ήξερε πάντα να βλέπει πολύ καλά, για να μπορεί να την αντιστρέφει προς τέρψη των θεατών και του βαθύτερου, αν και μελαγχολικού, εαυτού του.
«Το χιούμορ είναι πανίσχυρο όπλο» ομολογεί σε ένα από τα διαλογικά κομμάτια του βιβλίου. «Χρησιμοποιώντας το μπορείς να μιλήσεις για πράγματα που κανείς δεν θίγει στην κοινωνική του ζωή ή για θέματα που η σοβαρή λογοτεχνία δυσκολεύεται να πραγματευτεί. Γι' αυτά, δηλαδή, που μας απασχολούν, αλλά δεν τολμούμε να θίξουμε, επειδή οι αναστολές δεν μας το επιτρέπουν. Κάποιοι αναγνώστες σοκάρονται βέβαια, αλλά κατά βάθος αναγνωρίζουν τον εαυτό τους στον καθρέφτη».
Γι' αυτό, αν και αθεράπευτα φαντασιόπληκτος ο ίδιος από πολύ μικρή ηλικία, θέλησε να ξεμπερδεύει από νωρίς με τις ψευδαισθήσεις. Μέσα από ένα μπεκετικό πρίσμα που επιμένει πως η πιο σατραπική συμπεριφορά κρύβει βαθιά υπαρξιακή ουσία, ο Μπουζιάνης ανιχνεύει την ιλαροτραγική σύσταση του κόσμου που βιώνει με τον πλέον απτό τρόπο ο ίδιος.
Από τη μια η ζωή φάνηκε να του χαμογελά ανέλπιστα θετικά, καθώς τον μετέτρεψε σε έναν αναγνωρίσιμο, αν όχι διάσημο, κωμικό συγγραφέα, που, μάλιστα, αυτή την πολύ κρίσιμη στιγμή, έχοντας βγει από έναν χωρισμό και ένα διαζύγιο, καταλήγει στα έδρανα του πανεπιστημίου.
Εκεί, την ώρα που πιστεύει ότι η ζωή του έχει τελειώσει, κατόπιν παρότρυνσης ενός καλού του φίλου, θα βρεθεί να διδάσκει μια σειρά από μαθήματα και θα γνωρίσει τον μεγάλο έρωτα στο πρόσωπο της πολύ μικρότερής του και επίσης ελληνικής καταγωγής Αντιγόνης.
Από την άλλη, επειδή ξέρει ότι η αντίθετη όψη της χαράς είναι πάντα η τραγωδία, την ίδια εποχή θα βιώσει τον αρκετά αιφνίδιο θάνατο του πατέρα του. Ένα κουτί που θα του αφήσει εκείνος, γεμάτο πολύτιμα μυστικά για τον παρελθόν του, θα τον φέρει αντιμέτωπο με μια άλλη, άγνωστη πραγματικότητα και με τις πιο μύχιες πτυχές του εαυτού του. Αλήθεια, πόσο Έλληνας μπορεί να είναι ένας γιος μετανάστη που δεν κατάφερε καν να μάθει τη γλώσσα και αγνοεί τα κυρίαρχα στην παροικία κομμάτια του τρόπου ζωής της;
Ενδεχομένως, το γεγονός ότι μεγάλωσε στην πιο άγνωστη περιοχή του Ουάσινγκτον Χάιτς –παρ' ότι κάποτε κατοικούσε εκεί η Μαρία Κάλλας– από έναν πατέρα ανθοπώλη, σεβαστό στο ευρύ ελληνοαμερικανικό κοινό, να μην τον έφερε τόσο κοντά στις πιο κλισέ πτυχές της κλειστής κοινότητας.
Άλλωστε, για μεγάλο διάστημα ένιωθε αρκετά Αμερικανός για να αντιληφθεί το ατίθασο ελληνικό αίμα που τον έκανε να αντιδρά στην κανονιστικότητα και να μη δέχεται τις μόδες του συρμού. Σε κάποια από τα πιο χιουμοριστικά στιγμιότυπα του βιβλίου ο Χρήστος Αστερίου βρίσκει αφορμή από τον ήρωά του για να χτυπήσει με αντίστοιχα κωμικό τρόπο όλες τις εκφάνσεις της πολιτικής ορθότητας και τις εναλλακτικές μορφές ενός ψευδεπίγραφου πλην όμως κυρίαρχου ευ ζην.
Ο πρωταγωνιστής του, όντας αποσυνάγωγος ο ίδιος, φαινομενικά ελάχιστα γοητευτικός με χαμηλές δόσεις αυτοπεποίθησης και υποχόνδριος, οδηγός ενός παλιού Saab και εραστής των κλασικών ταινιών και δίσκων βινυλίου, δεν μπορεί να δεχτεί οτιδήποτε έχει να κάνει με μια ψεύτικη, ιλουστρασιόν απάτη. Ακόμα περισσότερο, δηλώνει φανατικός εχθρός της τεχνολογίας και οτιδήποτε τη συνοδεύει, όπως η εύπεπτη κατανάλωση πληροφοριών ή η διαδικτυακή εύρεση συντρόφων.
Η έννοια της έκθεσης και της αντίστροφης όψης της μοναξιάς μέσα από την τεχνολογική υπερέκθεση είχε απασχολήσει τον Χρήστο Αστερίου και σε προηγούμενα βιβλία του, όπως το Ίσλα Μπόα. Εδώ, όμως, γίνεται πιο υπαρξιακός, μετατοπίζοντας το ενδιαφέρον στη βασική αρχή των σχέσεων, που είναι η αρχέγονη και αρχετυπική σύγκρουση πατέρα και γιου. Σε ένα από τα πιο όμορφα, συγκινητικά και λογοτεχνικά κομμάτια του βιβλίου, ο μεσήλικας γιος συναντά νοερά τον ετοιμοθάνατο πατέρα του στον οίκο ευγηρίας, απευθύνοντάς του ένα φανταστικό γράμμα αγάπης.
Μαζί με τα τελευταία συναισθηματικά αναχώματα γκρεμίζεται γύρω του και ο κόσμος των βεβαιοτήτων, μετατρέποντας τα χωροχρονικά δεδομένα σε αφορμές για την κραταιά ανακάλυψη πως, τελικά, εξαιτίας αυτής της σχέσης, κανείς άνδρας δεν είναι ένα νησί: «Κι έτσι, μέσα σ' αυτή την ονειρική πραγματικότητα άρχισαν γύρω μας οι τοίχοι να πέφτουν σαν φθηνά σκηνικά κινηματογραφικού πλατό, να ξεκολλάνε στους αρμούς, τα αντικείμενα να λιώνουν μέσα στα χέρια μας αποκαλύπτοντας μια έρημο, ενώ εμείς στη μέση μοιάζουμε με χάρτινους ήρωες κάποιου τρισδιάστατου κόμικ».
Έτσι, οι τρεις διαστάσεις αντικαθιστούν τις δύο της αφήγησης του βιβλίου, αφού το όνειρο ενσωματώνεται στην πραγματικότητα, και ένα άλλο βιβλίο μοιάζει να προκύπτει από το ήδη υπάρχον. Το μέλλον ταυτίζεται ως εκ τούτου με το παρελθόν, με τον γιο να παίρνει τη θέση του πατέρα και να τον συναντά σε ένα φανταστικό ενσταντανέ στην Αθήνα του '56, όπου αναφέρονται πραγματικά περιστατικά, από τον Ντίζι Γκιλέσμπι που πραγματοποιεί ανάβαση στον Ιερό Βράχο μέχρι καταλυτικά μυστικά για τη ζωή του πατρός Νικ Μπουζιάνη.
Ουσιαστικά, το πανούργο αυτό εύρημα μεταμορφώνει το βιβλίο και μετατρέπει τον Μάικ –για τον πατέρα του ήταν πάντα Μιχάλης– σε κλασικό ήρωα ενός αλλόκοτου υπαρξιακού νουάρ. Δεν είναι τυχαίο ότι, προτού μεταβεί στην Ελλάδα ο ίδιος, φροντίζει να προμηθευτεί από το αεροδρόμιο ένα αστυνομικό, προοικονομώντας αυτό που θα ακολουθήσει: ότι κάθε υπαρξιακή αναζήτηση δεν είναι παρά μια αδυσώπητη έρευνα και η ωμότητα υπάρχει σε κάθε μορφή αλλοιωμένης τέχνης.
Μόνο που εδώ πρόκειται για την ίδια την τέχνη του βίου και αυτό είναι ένα μυθιστόρημα για την ίδια μας τη ζωή, που είναι γεμάτη χιούμορ, εκπλήξεις, πόνο και μπόλικη, όπως λέει και ο συγγραφέας, ελευθερία επιλογής.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια