«Η ΠΙΟ ΑΠΟΚΑΡΔΙΩΤΙΚΗ ίσως συνέπεια της αρρώστιας μου -πιο καταθλιπτική ακόμη και από τις καθημερινές, πρακτικές εκδηλώσεις της- είναι η συνειδητοποίηση ότι δεν θα ξαναπάρω ποτέ το τρένο. Αυτή η επίγνωση πέφτει πάνω μου βαριά σαν μολυβένιο σεντόνι και με βυθίζει ακόμη πιο βαθιά στο μακάβριο συναίσθημα του τέλους που ορίζει μια αληθινά αθεράπευτη αρρώστια: καταλαβαίνεις ότι ορισμένα πράγματα δεν θα γίνουν ποτέ»…
Το παράπονο είναι του Τόνι Τζαντ. Κι είναι το μόνο που ο διακεκριμένος βρετανός ιστορικός επέτρεψε στον εαυτό του όσο πάλευε με τη σπάνια και ανίατη νευροεκφυλιστική νόσο που τον οδήγησε, στα εξηνταδύο του, το 2010, στο θάνατο. Στα δυο χρόνια που ο Τζαντ έδινε ακινητοποιημένος στο κρεβάτι αυτή την άνιση μάχη, αποκρυστάλλωσε τη συλλογική μας δυσφορία για τις μεταπολεμικές αποτυχίες της Δύσης υπερασπιζόμενος το ρόλο του κοινωνικού κράτους (βλ. «Τα δεινά που μαστίζουν τη χώρα», μετ. Κ. Κουρεμένος, Αλεξάνδρεια), ενώ παράλληλα έγραψε μια σειρά αυτοβιογραφικών κειμένων που συγκεντρώθηκαν στον τόμο «Το σαλέ της μνήμης» (“The memory chalet”, Penguin) κι ένα σύντομο δοκίμιο με τίτλο «Η δόξα των σιδηροδρόμων», το οποίο, σε μετάφραση Κ. Σκλαβενίτη και με επίμετρο του Σταύρου Ζουμπουλάκη, κυκλοφόρησε το 2013 από το ΜΙΕΤ.
Θύματα του εξαστισμού που οι ίδιοι είχαν διευκολύνει, οι σιδηρόδρομοι άρχισαν να παρακμάζουν από τη δεκαετία του ΄50, εποχή της βασιλείας των «ιδιωτικών» ταξιδιών με το αυτοκίνητο και των αστραπιαίων μετακινήσεων με το αεροπλάνο.
Στη «Δόξα των σιδηροδρόμων» ο Τόνι Τζαντ συμπυκνώνει την ιστορία των σιδηροδρόμων και αναδεικνύει τη σημασία τους στον νεότερο πολιτισμό, που δεν περιορίζεται βέβαια στη διευκόλυνση των μετακινήσεων και των μεταφορών. Οι σιδηροτροχιές αντιπροσώπευαν την κατάκτηση του χώρου, επισημαίνει, και η κατάκτηση του χώρου οδήγησε αναπόδραστα στην αναδιοργάνωση του χρόνου. Σήμερα φαντάζει δύσκολο να κατανοήσουμε τι επιπτώσεις είχε στην ανθρώπινη καθημερινότητα η εμφάνιση του πίνακα δρομολογίων στις αρχές της δεκαετίας του 1840, συνοδευόμενη από το πανταχού παρόν ρολόι του σταθμού. Κι όμως, δικά τους επακόλουθα ήταν από την καθιέρωση επίσημης εθνικής ώρας και τη διαίρεση της υφηλίου σε ωριαίες ζώνες, ως τη γενικευμένη χρήση του ρολογιού χειρός και τον προγραμματισμό των ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών.
Τι κι αν τα τρένα παραπέμπουν στην κίνηση; «Η πιο ορατή ενσάρκωσή τους, το σημαντικότερο δημόσιο μνημείο τους, ήταν στατικό», θυμίζει ο βρετανός στοχαστής. Στη θέση ολόκληρων συνοικιών, φτωχικών κατά κανόνα, από τη Βουδαπέστη ως το Σεντ Λούις στο Μιζούρι, ανυψώθηκαν εμβληματικά οικοδομήματα, ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός των οποίων ποίκιλε από το γοτθικό ρυθμό ή το μπαρόκ ως τον νεοκλασικισμό, τεκμήρια όλα τους των εμπορικών φιλοδοξιών της κάθε πόλης αλλά και ενσαρκώσεις των ονείρων για ψυχαγωγία και απόδραση που έτρεφαν οι επισκέπτες τους. Ήδη από την πρώτη γενιά της διοίκησης των σιδηροδρόμων ήταν απολύτως σαφές πως οι τελευταίοι θα δημιουργούσαν ανάγκες στις οποίες μόνο οι ίδιοι θα μπορούσαν ν’ ανταποκριθούν, σημειώνει ο Τζαντ. Διόλου τυχαίο που οι συρμοί και σταθμοί αποτέλεσαν το θέμα ή το φόντο των σύγχρονων εικαστικών τεχνών για γενιές και γενιές, πέραν των άπειρων λογοτεχνικών και κινηματογραφικών αναφορών.
Θύματα του εξαστισμού που οι ίδιοι είχαν διευκολύνει, οι σιδηρόδρομοι άρχισαν να παρακμάζουν από τη δεκαετία του ΄50, εποχή της βασιλείας των «ιδιωτικών» ταξιδιών με το αυτοκίνητο και των αστραπιαίων μετακινήσεων με το αεροπλάνο. Οι κυβερνήσεις τούς αντιμετώπιζαν ως ασύμφορο αν και αναπόφευκτο βάρος στον κρατικό προϋπολογισμό, καταργώντας τις γραμμές που έκριναν ασύμφορες. Κι ενώ στην ηπειρώτικη Ευρώπη το μεγαλύτερο μέρος της σιδηροδρομικής υποδομής διασώθηκε «χάρη στην κουλτούρα των δημόσιων παροχών», οι δυνάμεις της αγοράς στις ΗΠΑ στάθηκαν ανελέητες.
Να όμως που από το 1990 κι έπειτα οι δημόσιες επενδύσεις για τους σιδηροδρόμους πήραν ξανά την ανηφόρα, όπως διαβάζουμε. Πέρα από τα παραδοσιακά του πλεονεκτήματα -το ότι καταναλώνει λιγότερη ενέργεια, απαιτεί λιγότερο προσωπικό, αντέχει σε όλες σχεδόν τις καιρικές συνθήκες- το σύγχρονο τρένο παρουσιάζει επιπλέον και ισχυρά περιβαλλοντικά πλεονεκτήματα. Νέοι σταθμοί, κατασκευασμένοι με κρατικά κονδύλια, όπως αυτοί της Λιόν, της Σεβίλης ή της ελβετικής Κουρ, φέρουν διάσημες υπογραφές σαν των Καλατράβα και Κούλχας, ενώ και παλιότεροι, όπως ο παρισινός Γκάρ ντε λ’ Εστ, ο λονδρέζικος Πάντινγκτον ή ο Βικτόρια στη Βομβάη, όχι μόνο γοητεύουν με την αισθητική τους αλλά, το σημαντικότερο, «εξακολουθούν να λειτουργούν με τον ίδιο ουσιαστικά τρόπο που λειτουργούσαν όταν πρωτοκατασκευάστηκαν». Κάτι που, σύμφωνα με τον Τζαντ, αποδεικνύει την ποιότητα του σχεδιασμού και της κατασκευής τους αλλά και τον παντοτινά σύγχρονο χαρακτήρα τους.
Και η Ελλάδα; Πού βρίσκεται σε όλα αυτά η Ελλάδα; αναρωτιέται στο επίμετρό του ο Σταύρος Ζουμπουλάκης. Η δική μας σιδηροδρομική ιστορία, όπως επισημαίνει, αρχίζει με τον Τρικούπη το 1882, με τον σχεδιασμό τριών δικτύων συνολικού μήκους 700 χιλιομέτρων και ολοκληρώνεται ουσιαστικά το 1910. «Αν κάποιος, επομένως, χρειάζεται να τεκμηριώσει την προβληματική ή ελλειμματική σχέση της νεότερης Ελλάδας με τη νεωτερικότητα», συμπληρώνει, «δεν χρειάζεται να κάνει επισταμένες έρευνες -μια επίσκεψη στο Σταθμό Λαρίσης του φτάνει». Οι ελπιδοφόρες προοπτικές για τις οποίες μιλά ο Τζαντ στη «Δόξα των σιδηροδρόμων» δεν μας αφορούν.
«Αν χάσουμε τους σιδηροδρόμους, δεν θα έχουμε χάσει απλώς ένα πολύτιμο πρακτικό εφόδιο, θα έχουμε αποδεχτεί ότι λησμονήσαμε πώς να ζούμε συλλογικά», καταλήγει στο δοκίμιό του ο Τόνι Τζαντ. Εάν αχρηστέψουμε τους σταθμούς και τις γραμμές, «θα είναι σαν ν’ αχρηστεύουμε τη μνήμη που έχουμε για το πώς μπορούμε να ζήσουμε με αυτοπεποίθηση μέσα στις πόλεις μας». Και οι επιπτώσεις μιας τέτοιας απώλειας, όπως επιμένει, «θα ξεπερνούσαν κατά πολύ το θάνατο ενός από τα πολλά μέσα μετακίνησης. Θα σήμαιναν ότι έχουμε απεμπολήσει τη σύγχρονη ζωή». Αυτή τη σύγχρονη ζωή δεν ευτυχήσαμε να γνωρίσουμε εδώ ως τώρα, και ίσως να μη γνωρίσουμε ποτέ.