Σήμερα ήταν η ένατη μέρα που κάθισα με τον δόκτορα Τζόρνταν σε τούτη δω την κάμαρα. Οι μέρες των επισκέψεών του δεν ήταν συνεχόμενες, καθώς παρεμβάλλονται οι Κυριακές, κι ορισμένες άλλες μέρες δεν ήρθε καθόλου. Παλιά λογάριαζα τον χρόνο αρχινώντας απ' τα γενέθλιά μου, κι έπειτα τον λογάριαζα απ' την πρώτη μου μέρα σ' αυτή τη χώρα, κι έπειτα απ' την τελευταία μέρα στη ζωή της Μέρι Ουίτνεϊ, και κατόπιν τούτου απ' τη μέρα κείνη του Ιουλίου που συνέβη το φρικτότερο όλων, και ύστερα απ' αυτό λογάριαζα τον χρόνο απ' την πρώτη μου μέρα στη φυλακή. Μα τώρα τον λογαριάζω απ' την πρώτη μέρα που πέρασα στο δωμάτιο της ραπτικής με τον δόκτορα Τζόρνταν, διότι δεν μπορείς να λογαριάζεις απ' την ίδια αφετηρία, καταντάει υπερβολικά ανιαρό κι ο χρόνος απλώνεται ολοένα και περισσότερο, και με το ζόρι τον αντέχεις.
Ο δόκτωρ Τζόρνταν κάθεται αντίκρυ μου. Μυρίζει σαπούνι ξυρίσματος, την εγγλέζικη μάρκα, και μυρίζει και σαν το κερί των αυτιών του· και δέρμα, απ' τις μπότες που φορά. Πρόκειται για μια καθησυχαστική μυρωδιά και πάντα ανυπομονώ να την οσμιστώ, καθώς οι άντρες που πλένονται είναι προτιμότεροι απ' αυτή την άποψη από κείνους που δεν πλένονται. Σήμερα έχει αποθέσει στο τραπέζι μια πατάτα, μα δε μ' έχει ρωτήσει ακόμη για δαύτην, οπότε ίσα που στέκει ανάμεσά μας. Δεν ξέρω τι περιμένει να πω για την πατάτα, εξόν ότι έχω ξεφλουδίσει κάμποσες όλα αυτά τα χρόνια, κι έχω φάει και πολλές, είναι ωραίο πράμα η φρέσκια πατάτα με λίγο βούτυρο κι αλάτι, και μαϊντανό αν σου βρίσκεται, κι ακόμα κι οι μεγάλες οι ξερές γίνονται ωραιότατες με λίγο ψήσιμο· αλλά δεν είναι θέμα για μεγάλη συζήτηση. Μερικές πατάτες μοιάζουν με μωρουδιακά μούτρα, ή ειδάλλως με ζώα, και μια φορά είχα δει μία που έμοιαζε με γάτα. Μα τούτη δω μοιάζει απλώς με πατάτα, τίποτα το περισσότερο και τίποτα το λιγότερο. Καμιά φορά θαρρώ ότι ο δόκτωρ Τζόρνταν είναι λιγάκι σαλεμένος. Αλλά κάλλιο να μιλάω μαζί του για πατάτες, αν αυτό λαχταρά, απ' το να μην του μιλώ καθόλου.
Θαρρώ πως εννοεί κατά πόσον ονειρεύομαι το μέλλον, αν έχω σχέδια για το τι μπορεί να κάνω στη ζωή μου, κι η ερώτησή του μου φαίνεται άσπλαχνη· καθώς πρόκειται να μείνω εδώ μέχρι τον θάνατό μου, δεν έχω και κανένα λαμπρό μέλλον να συλλογίζομαι.
Φοράει αλλιώτικη γραβάτα σήμερα, μια κόκκινη με μπλε βούλες ή μπλε με κόκκινες βούλες, λιγάκι κραυγαλέα για τα γούστα μου, μα δεν μπορώ να τον κοιτάξω θαρρετά για πολλή ώρα ώστε να κρίνω. Χρειάζομαι το ψαλίδι κι έτσι του το ζητώ, κι έπειτα εκείνος θέλει ν' αρχινήσω να μιλάω, οπότε λέω: Σήμερα θα ράψω το τελευταίο κομμάτι τούτου του παπλώματος, ύστερα απ' αυτό όλα τα κομμάτια θα 'χουν ραφτεί το 'να με τ' άλλο και το πάπλωμα θα 'ναι έτοιμο, το προορίζω για μιαν απ' τις θυγατέρες του διευθυντή. Πρόκειται για μια Ξύλινη Καλύβα.
Το πάπλωμα της Ξύλινης Καλύβας είναι κάτι που κάθε νέα γυναίκα πρέπει να 'χει πριν από τον γάμο της, καθώς συμβολίζει το σπιτικό· κι έχει πάντα ένα κόκκινο τετράγωνο στο κέντρο, που συμβολίζει την οικογενειακή εστία. Η Μέρι Ουίτνεϊ μου το 'χε πει. Μα αυτό δεν του το λέω, καθώς δεν πιστεύω ότι θα τον ενδιαφέρει, λαϊκό καταπώς είναι. Αν και δεν είναι περισσότερο λαϊκό απ' ό,τι μια πατάτα.
Κι εκείνος λέει: Τι θα ράψεις έπειτα απ' αυτό; Κι εγώ λέω δεν ξέρω, φαντάζομαι ό,τι μου πουν, δε με βάζουν να φτιάχνω παπλώματα, μόνο τα διακοσμητικά κομμάτια επειδή είναι πολύ λεπτεπίλεπτη δουλειά, κι η σύζυγος του διευθυντή είπε ότι χαραμίστηκα με το ασήμαντο ράψιμο σαν αυτό που σε βάζουν να κάνεις στη φυλακή, τα τσουβάλια του ταχυδρομείου και τις στολές και τα τοιαύτα· μα, όπως και να 'χει, τα παπλώματα θα τα ετοιμάσουν απόψε το βράδυ, και θα 'χουν μάζωξη γι' αυτόν το σκοπό, κι εμένα δε με καλούν στις μαζώξεις.
Κι εκείνος λέει: Αν μπορούσες να φτιάξεις ένα πάπλωμα καταδικό σου, τι σχέδιο θα διάλεγες;
Ε, λοιπόν, επ' αυτού δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία, ξέρω την απάντηση. Θα διάλεγα ένα Δέντρο του Παραδείσου σαν αυτό στο σεντούκι με τα παπλώματα της κυρίας Άλντερμαν Πάρκινσον, παλιά το έβγαζα παριστάνοντας ότι ήθελα να δω αν χρειαζόταν μαντάρισμα μόνο και μόνο για να το θαυμάσω, ήταν υπέροχο, φτιαγμένο όλο με τριγωνικά κομμάτια, σκούρα για τα φύλλα κι ανοιχτόχρωμα για τα μήλα, το ράψιμό του τρομερά ντελικάτο, με ραφές σχεδόν το ίδιο μικροσκοπικές σαν κι αυτές που πετυχαίνω κι εγώ, μόνο που στο δικό μου θα 'φτιαχνα αλλιώτικη την μπορντούρα. Το δικό της έχει για μπορντούρα το Κυνήγι της Αγριόχηνας, μα το δικό μου θα 'χε ένα ανάκατο περίγραμμα, ένα κομμάτι καμωμένο με ανοιχτό χρώμα, ένα με σκούρο –η άμπελος, έτσι τη λένε τούτη την μπορντούρα–, κληματσίδες τυλιγμένες αναμεταξύ τους σαν αυτές στον καθρέφτη της σάλας. Θα 'θελε κάμποση δουλειά και θα μου 'παιρνε καιρό, μα αν ήταν δικό μου και μόνο δικό μου, θα ήμουν διατεθειμένη να μοχθήσω.
Όμως του λέω κάτι διαφορετικό. Δεν ξέρω, κύριε, λέω. Μπορεί να έφτιαχνα ένα πάπλωμα με τα Δάκρυα του Ιώβ, ή με το Δέντρο του Παραδείσου, ή με τον Φιδωτό Φράχτη· η ειδάλλως ένα πάπλωμα με το Πρόβλημα της Γεροντοκόρης, καθώς κι εγώ γεροντοκόρη είμαι, έτσι δεν είναι, κύριε, και σαφώς είμαι πολύ προβληματισμένη. Αυτό το τελευταίο το είπα για να κάνω το πειραχτήρι. Δεν του απαντώ ειλικρινά, διότι το να λες μεγαλόφωνα αυτό που στ' αλήθεια επιθυμείς φέρνει γρουσουζιά, κι έπειτα το καλό που λαχταράς δε θα συμβεί ποτέ. Μπορεί να μη συμβεί έτσι κι αλλιώς, αλλά για να 'σαι σίγουρος, πρέπει να προσέχεις τι λες ότι θέλεις ή πρέπει να προσέχεις ακόμα και για το τι θέλεις, καθώς μπορεί να τιμωρηθείς για δαύτο. Αυτό συνέβη και στη Μέρι Ουίτνεϊ.
Εκείνος σημειώνει τα ονόματα των παπλωμάτων. Δέντρα του Παραδείσου, ρωτάει, ή Δέντρο;
Δέντρο, κύριε, απαντώ. Μπορείς να 'χεις ένα πάπλωμα με περισσότερα από ένα δέντρα κεντημένα πάνω του, έχω δει και τέσσερα μαζί με τις κορφές τους ενωμένες στο κέντρο, αλλά και πάλι το λένε το Δέντρο.
Γιατί φαντάζεσαι ότι συμβαίνει αυτό, Γκρέις; ρωτά. Καμιά φορά γίνεται σαν παιδί, κι όλο ρωτάει γιατί.
Διότι έτσι λέγεται το σχέδιο, κύριε, λέω. Υπάρχει επίσης και το Δέντρο της Ζωής, μα αυτό είναι αλλιώτικο σχέδιο. Επιπλέον έχει και το Δέντρο του Πειρασμού, και το Πεύκο, που κι αυτό είναι ωραιότατο.
Τα σημειώνει όλα αυτά. Έπειτα πιάνει την πατάτα και την κοιτάζει. Δεν είναι θαυμάσιο, λέει, που ένα τέτοιο πράγμα φυτρώνει κάτω απ' το χώμα, θα 'λεγες ότι φυτρώνει στον ύπνο του, αθέατο μες στο σκοτάδι, κρυμμένο εκεί όπου κανείς δεν το βλέπει.
Ε λοιπόν, δεν ξέρω πού φαντάζεται ότι φυτρώνουν οι πατάτες, εγώ δεν τις έχω δει να κρέμονται στους θάμνους. Μένω αμίλητη, κι εκείνος λέει: Τι άλλο βρίσκεται κάτω απ' τη γη, Γκρέις;
Τα παντζάρια, λέω. Και τα καρότα έτσι φυτρώνουν, κύριε, προσθέτω. Τέτοια είναι η φύση τους.
Δείχνει απογοητευμένος με την απάντηση και δεν την καταγράφει. Με κοιτάει και συλλογίζεται. Κι έπειτα λέει: Έχεις καθόλου όνειρα, Γκρέις;
Κι εγώ λέω: Τι εννοείτε, κύριε;
Θαρρώ πως εννοεί κατά πόσον ονειρεύομαι το μέλλον, αν έχω σχέδια για το τι μπορεί να κάνω στη ζωή μου, κι η ερώτησή του μου φαίνεται άσπλαχνη· καθώς πρόκειται να μείνω εδώ μέχρι τον θάνατό μου, δεν έχω και κανένα λαμπρό μέλλον να συλλογίζομαι. Ή ενδεχομένως να εννοεί κατά πόσον ονειροπολώ, αν λαχταρώ κάποιον άντρα, σαν νέα κοπέλα που είμαι, κι η ιδέα αυτή είναι εξίσου άσπλαχνη, αν όχι περισσότερο· κι εγώ λέω, με μια ιδέα θυμού κι αποδοκιμασίας: Τι να τα κάνω τα όνειρα, δεν είναι και πολύ ευγενικό εκ μέρους σας να με ρωτάτε για δαύτα.
Κι εκείνος λέει: Όχι, παρεξήγησες την ερώτησή μου. Αυτό που ρωτάω είναι: ονειρεύεσαι καθόλου τα βράδια στον ύπνο σου;
Εγώ λέω, λίγο ξινισμένα επειδή εξακολουθεί με τις καθωσπρέπει ανοησίες του κι επίσης διότι είμαι ακόμη λίγο θυμωμένη: Όλοι βλέπουν όνειρα στον ύπνο τους, κύριε, ή έτσι φαντάζομαι.
Ναι, αλλά εσύ, Γκρέις, βλέπεις όνειρα; λέει. Δεν πρόσεξε τον τόνο της φωνής μου ή ειδάλλως επέλεξε να μην του δώσει σημασία. Μπορώ να του πω το οτιδήποτε κι εκείνος ούτε θα δυσαρεστηθεί ούτε θα κλονιστεί, ούτε καν θα εκπλαγεί ιδιαίτερα – ίσα που θα το σημειώσει. Φαντάζομαι ότι τον ενδιαφέρουν τα όνειρά μου επειδή το όνειρο μπορεί να έχει κάποια σημασία, ή τουλάχιστον έτσι λέει στη Βίβλο, όπως με το όνειρο του Φαραώ για τις παχιές και τις ισχνές αγελάδες, και το όνειρο του Ιακώβ με τους αγγέλους που ανεβοκατέβαιναν τη σκάλα. Έχει κι ένα πάπλωμα που πήρε τ' όνομά του από δαύτο – η Σκάλα του Ιακώβ, έτσι λέγεται το σχέδιο.
Μάλιστα, κύριε, λέω – ονειρεύομαι.
Κι εκείνος λέει: Τι ονειρεύτηκες χθες το βράδυ;