Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, που συνέπεσαν με τη γνωριμία μας, ο Ηλίας Πετρόπουλος μου τηλεφωνούσε συχνά πυκνά από το Παρίσι.
Στη διάρκεια ενός τέτοιου τηλεφωνήματος, ο δημιουργός του «Εγχειριδίου του Καλού Κλέφτη» και του «Κουραδοκόφτη» (το ομώνυμο κείμενό του τελειώνει με τη φράση «πάντως, ελπίζω ότι, ο πεζογράφος Βαγγέλης Ραπτόπουλος θα χρησιμοποιήσει με μαστοριά αυτόν τον αλατισμένο νεολογισμό»), μου είπε ότι δεν πρέπει να χρησιμοποιούμε τη λέξη «πορνογραφία» για γραπτά όπως αυτά του Εμπειρίκου ή ακόμη και τα δικά μου.
«Και πώς πρέπει να τα λέμε, κύριε Πετρόπουλε;» τον ρώτησα, γιατί μιλούσαμε μεταξύ μας πάντα στον πληθυντικό.
«Αυτή η λέξη, αυτός ο χαρακτηρισμός είναι ύπουλος», άρχισε να μου λέει. «Εφόσον δεν γράφει κανείς για έρωτες με πόρνες, όπως ο Λουκιανός, φέρ’ ειπείν, στους “Εταιρικούς διαλόγους” του, ο χαρακτηρισμός είναι και λανθασμένος. Όμως το σύστημα τον μεταχειρίζεται επίτηδες, προκειμένου να απαξιώσει τους συγγραφείς ανάλογης θεματολογίας. Κανονικά τα γραπτά αυτά θα έπρεπε να αποκαλούνται “καυλιάρικα”. Τελεία και παύλα».
***
OI TEΣΣΕΡΙΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΙ που προηγήθηκαν προέρχονται από το πρόσφατο αυτοβιογραφικό βιβλίο μου «Ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί». Και αναδεικνύουν ή, ίσως, απλώς υπαινίσσονται το γεγονός ότι μέσα από τα έργα του Ηλία Πετρόπουλου κατανόησα τι σήμαινε η ενστικτώδης επιλογή μου να γράψω πορνογραφία.
Αν και δεν είναι το μόνο βιβλίο μου όπου αναφέρομαι ονομαστικά στον Πετρόπουλο, στο «Ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί» κυριολεκτικά ξεπερνάω τον εαυτό μου, μνημονεύοντας περισσότερο από κάθε άλλη φορά τον ποιητή του «Ποτέ και Τίποτα», και παραθέτοντας από περιστατικά, μέχρι στίχους και διάφορα άλλα αποσπάσματά του. Όλα αυτά σε ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο μου, επειδή ακριβώς τον νιώθω συνδεδεμένο όχι μόνο με το έργο μου, αλλά και με τη ζωή μου.
Τα περί «καυλιάρικων» γραπτών ο αλληλογράφος μου τα αναφέρει και σε μία από τις επιστολές του (15/12/2000) που δημοσιεύονται εδώ.
Χρειάστηκε να περάσει καιρός για να συνειδητοποιήσω ότι ο Ηλίας Πετρόπουλος λειτούργησε για μένα όχι μόνο σαν μέντορας, αλλά και σαν άλλη μία πατρική φιγούρα, συμπληρώνοντας τη σχετική συλλογή στη ζωή μου.
Ο Σαμαράς, τον οποίο μνημονεύει στις 24/11/2000, αλλά και στις 15/12 της ίδιας χρονιάς, δεν είναι άλλος από τον ληστή τραπεζών και πολυδραπέτη Κώστα Σαμαρά, που εκείνη την εποχή ήταν φυλακισμένος στον Κορυδαλλό. Το σχετικό άρθρο του Πετρόπουλου με τον τίτλο «Ο δέσμιος Ποιητής», για το οποίο γίνεται λόγος και στις δύο προαναφερθείσες επιστολές, περιλαμβάνεται στο βιβλίο του «Ο κουραδοκόφτης».
Επίσης, η κριτική του Δημοσθένη Κούρτοβικ «για τον Ροΐδη» (επιστολή Πετρόπουλου, 24/11/2000), αφορούσε το μυθιστόρημά μου «Η απίστευτη ιστορία της πάπισσας Ιωάννας» και είχε δημοσιευθεί στην εφημερίδα «Τα Νέα».
Το «ελαφρώς (;) πορνογραφικό διήγημά μου», που του στέλνω μαζί με μια καρτ ποστάλ στις 6/12/2000, και το μνημονεύει τόσο εκείνος στην επιστολή-απάντησή του (15/12/2000), όσο κι εγώ στη δική μου απάντηση (5/1/2001), δεν είναι άλλο από το «Απέραντα άδειο σπίτι», που αργότερα έμελλε να δανείσει τον τίτλο του στην ομώνυμη συλλογή μου.
Στην τρισέλιδη επιστολή-απάντηση που μου γράφει στις 15/12/2000, είναι κάτι περισσότερο κι απλώς ανάγλυφο το ενδιαφέρον του Πετρόπουλου για τις «κακές» λέξεις και εκφράσεις τις οποίες μεταχειρίζομαι στο διήγημά μου. Πρόκειται για το ίδιο αυτό ενδιαφέρον («τον έρωτά μου για την γλώσσα», όπως μου δηλώνει στις 13/1/2001), που γέννησε μνημειώδη έργα λεξικογραφίας, όπως τα περίφημα «Καλιαρντά» του.
Όσο για τη δική μου σύντομη απάντηση (5/1/2001), όπου πλάι στις διευκρινίσεις μου ο Πετρόπουλος έχει σημειώσει με κόκκινο μαρκαδοράκι «τα κατέγραψα», υπογραμμίζοντας το ρήμα, δεν διστάζω να του δηλώσω εκεί τη δυσφορία μου για τη σχολαστικότητα του μελετητή που τον διακρίνει.
Η σχολαστικότητα του αλληλογράφου μου, εμφανής ακόμη και από το γεγονός ότι έχει προσθέσει με σφραγιδάκι μέχρι και την ημερομηνία παραλαβής του γράμματός μου, με μια φαρδιά μουσταρδί γραμμή από κάτω της, είναι ίσως μία από τις θεμελιωδέστερες διαφορές ανάμεσα στον επιστήμονα (λαογράφο-μελετητή) και στον καλλιτέχνη ή λογοτέχνη.
Ωστόσο η ανωτέρω διαφορά δεν υπάρχει μόνο ανάμεσα σ’ εκείνον και σ’ εμένα. Ο στίχος του Πετρόπουλου «Γαμώ την γραμματική σας», τον οποίο επικαλούμαι στο τέλος τής εν λόγω επιστολής, αποδεικνύει πανηγυρικά τη ζωτική αντίφαση που χαρακτηρίζει τον ίδιο ― τον βαθύ, ασυμφιλίωτο διχασμό του ανάμεσα στην επιστήμη και στην τέχνη. Κάτι που πιστεύω ότι μας δίνει σε μεγάλο βαθμό το στίγμα του σπουδαίου αυτού και κατ’ ουσίαν αταξινόμητου δημιουργού μας.
***
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΥΧΑΙΟ ότι όποτε αγωνίζομαι να θυμηθώ «από πού ξεκίνησαν όλα», εννοώντας εν προκειμένω την αλληλογραφία μας, και όχι τις τηλεφωνικές μας συνδιαλέξεις (σημειωτέον ότι τον αριθμό του τηλεφώνου μου μού τον ζητάει στις 2/6/2001), τοποθετώ την έναρξη της όλης ιστορίας, μάλλον αυθαίρετα, στο 1999.
Εκείνη τη χρονιά δημοσίευσα μία επιφυλλίδα στην εφημερίδα «Τα Νέα», με αφορμή το κύκνειο άσμα του μεγάλου Στάνλεϊ Κιούμπρικ «Μάτια ερμητικά κλειστά» (ένας τίτλος που οφείλεται στον εγχώριο διανομέα της ταινίας, ο οποίος κατέστρεψε την υπέροχη παραδοξολογία τού πρωτοτύπου: «Μάτια διάπλατα κλειστά»).
Ο τίτλος της επιφυλλίδας μου, «Ο θρίαμβος της πορνογραφίας», ήταν έκφραση του Πετρόπουλου, για τον οποίο έγραφα χαρακτηριστικά ότι είναι «Ένας από τους λίγους σημερινούς Νεοέλληνες που έχει τα μάτια του αιωνίως διάπλατα ανοιχτά». Μία φράση που εκείνος φρόντισε να τυπώσει, μαζί με άλλες κριτικές, στο «αφτί» του επόμενου βιβλίου του.
Φαντάζομαι λοιπόν ότι, αμέσως μετά τη δημοσίευση της εν λόγω επιφυλλίδας μου, ο ανθολόγος των «Ρεμπέτικων τραγουδιών» άρχισε να μου ταχυδρομεί από το Παρίσι τις κάρτες και τα γράμματα που απαρτίζουν τη σχετικά ισχνή συλλογή της αλληλογραφίας μας (συνολικά, 58 σελίδες δικές μου, 95 του Πετρόπουλου).
Κάτι ανάλογο όμως διαψεύδεται από το γεγονός ότι η πρώτη καρτ ποστάλ που μου στέλνει ο Πετρόπουλος, και η οποία δημοσιεύεται κι εδώ, φαίνεται να έχει γραφτεί ανήμερα τα Χριστούγεννα του 1992.
Όσο για το χριστουγεννιάτικο δώρο που αναφέρει εκεί ότι του απέστειλα, υποθέτω ότι πρόκειται για το μυθιστόρημά μου «Η αυτοκρατορική μνήμη του αίματος» που είχε εκδοθεί την ίδια χρονιά.
Πάντως, το πρώτο δικό μου ίχνος αλληλογραφίας που σώζεται (η φωτοτυπία μιας συνέντευξής μου με δύο χειρόγραφες αράδες στην αρχή), φέρει την ημερομηνία 5/10/2000.
***
ΣΧΕΔΟΝ ΟΛΕΣ οι επιστολές και οι καρτ ποστάλ που μου έστειλε από τη Γαλλία ο Πετρόπουλος παρουσιάζουν εικαστικό ενδιαφέρον. Ας μην ξεχνάμε ότι ο αλληλογράφος μου ήταν βαθιά διχασμένος τόσο ανάμεσα στην επιστήμη της λαογραφίας και στη λογοτεχνία, όσο και ανάμεσα στη συγγραφή γενικότερα και στις εικαστικές τέχνες.
Επίσης, όπως ήταν αναμενόμενο από τον συγγραφέα της ευρηματικής και άκρως καυστικής μελέτης «Ονοματοθεσία οδών και πλατειών», τα γράμματά του κατεδαφίζουν ουκ ολίγους από τους παροικούντες τη λογοτεχνική Ιερουσαλήμ, οι οποίοι φαντάζομαι ότι μπορεί να ενοχληθούν.
Ως γνωστόν ο Πετρόπουλος υπήρξε με τα γραπτά του, όχι μόνο στην παρωνυχίδα της αλληλογραφίας μας, ο μεγάλος προβοκάτορας, ο μεγάλος αιρετικός, ο μεγάλος αναρχικός των γραμμάτων μας.
Τόσο οι δικές του όσο και οι δικές μου επιστολές, από τύχη αγαθή, δωρήθηκαν στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, μαζί με το υπόλοιπο αρχείο μας. Και φυλάσσονται πια στο Τμήμα Αρχείων της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα.
Όπως προανέφερα, ο δεινός αλληλογράφος Πετρόπουλος συνήθιζε να με καλεί και στο τηλέφωνο από το Παρίσι και οι διάλογοί μας γίνονταν πάντα στον πληθυντικό.
Επιπλέον ήταν αξιοσημείωτη και η μεγάλη ευγένεια που εξέπεμπαν τα λεγόμενά του. Αξιοσημείωτη, επειδή ακριβώς ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την οξύτητα, με την αιχμηρότητα των όσων μου έλεγε σχεδόν κάθε φορά.
Για να μη μιλήσουμε για την εύθραυστη και τρυφερή (δεν θέλω να γράψω «ανεπαισθήτως θηλυκή», γιατί δεν ταιριάζει ούτε με την προσωπικότητά του ούτε με την πραγματικότητα) χροιά της φωνής του, που ερχόταν σε μετωπική αντίθεση όχι μόνο με την οξύτητα και την αιχμηρότητα που σημείωσα ήδη, αλλά και με τη σωματική διάπλαση του αλληλογράφου μου, ο οποίος στις φωτογραφίες φαίνεται ψηλός και μεγαλόσωμος, ντερέκι.
***
ΣΥΝΟΨΙΖΟΝΤΑΣ και ολοκληρώνοντας, θα έλεγα ότι ο Ηλίας Πετρόπουλος υπήρξε μέντοράς μου, και όχι μόνο στο ζήτημα της πορνογραφίας (για το τελευταίο, και μόνο η ανάγνωση του βιβλίου του «Ιστορία της καπότας» αρκεί). Μέντοράς μου γενικά, όπως και για τον Χρήστο Τριανταφυλλόπουλο, τον πρωταγωνιστή του μυθιστορήματός μου «Η επινόηση της πραγματικότητας».
Είχα φτάσει μάλιστα στο σημείο να ισχυρίζομαι, παίρνοντας αφορμή από τον ίδιο, ότι «όταν είσαι μικρός οι δάσκαλοί σου σού τυχαίνουν, ενώ σε ώριμη ηλικία τούς επιλέγεις συνειδητά». Η πικρή αλήθεια όμως είναι ότι και τους επιλέγεις, και σε επιλέγουν (ποτέ δεν γίνεται μόνο ένα από τα δύο), σε οποιαδήποτε ηλικία.
Χρειάστηκε να περάσει καιρός για να συνειδητοποιήσω ότι ο Ηλίας Πετρόπουλος λειτούργησε για μένα όχι μόνο σαν μέντορας, αλλά και σαν άλλη μία πατρική φιγούρα, συμπληρώνοντας τη σχετική συλλογή στη ζωή μου.
Τελικά το γεγονός ότι είχα συγκρουστεί νεότερος με τον πατέρα μου, και επί μια εξαετία διακόψαμε κάθε επαφή με τους γονείς μου (επιχείρησαν έτσι να με εμποδίσουν να βιοποριστώ από το γράψιμο), με στιγμάτισε. Αναζήτησα πατρικές φιγούρες στον χώρο της λογοτεχνίας κι ένιωσα σαν να με υιοθετούσε η λογοτεχνική πιάτσα.
Στη συνέχεια αποπειράθηκα να διαπράξω ένα είδος πατροκτονίας, όταν στράφηκα εναντίον τού λογοτεχνικού σιναφιού, κατακρίνοντας τον συντηρητισμό του. Ίχνη αυτής της σύγκρουσης βρίσκει κανείς σε δοκιμιακά βιβλία μου, όπως «Η δική μου Αμερική» και η «Λίγη Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας», αλλά και στο μυθιστόρημά μου «Η επινόηση της πραγματικότητας».
Αν λογαριάσει κανείς τη φήμη του προβοκάτορα, του αιρετικού, του αναρχικού που συνοδεύει τον συγγραφέα τού «Πτώματα, πτώματα, πτώματα…» και του «Καπανταήδες και μαχαιροβγάλτες», δεν θα ήταν υπερβολή αν έγραφα ότι ο Πετρόπουλος ήταν η σύγκρουση αυτή προσωποποιημένη. Ήταν ο ορισμός της πατροκτονίας. Η πατρική φιγούρα που ακυρώνει ή, πιο σωστά, εξολοθρεύει όλες τις άλλες πατρικές φιγούρες.