«Θα δεχτούν να μου δώσουν δωμάτιο τώρα; Στην Αμερική αν πας τόσο αργά δε σε δέχονται», λέει καθώς έχει αποφασίσει να μείνει τη νύχτα στην πόλη. Είναι σχεδόν εννιά το βράδυ, κι έχουμε τελειώσει από μια γαστρονομική παρουσίαση βιβλίου στο Έργον Αγορά, λίγο μετά τη ραδιοφωνική μας συνέντευξη στον Amagi. «Γιατί δεν σε δέχονται;» αναρωτιέμαι. «Κοίτα, αν πας τέτοια ώρα σε ένα καλό ξενοδοχείο θα το θεωρήσουν ύποπτο και δε θα σε δεχτούν αν δεν έχεις κράτηση.»
Ο άνθρωπος ξέρει από ξενοδοχεία. Ως μπίζνεσμαν -πριν γράψει το βιβλίο του έζησε τη μεγάλη ζωή ως σύμβουλος επιχειρήσεων- έχει περάσει μεγάλο μέρος της ζωής του αλλάζοντας δωμάτια, ξενοδοχεία και πόλεις και τον θεωρώ ειδικό σε αυτά. Μου λέει πως, ακριβώς επειδή μένει τόσο συχνά σε ξενοδοχεία, το σπίτι του στο Μανχάταν δεν έχει ακόμα μερικά βασικά πράγματα, πχ. ψυγείο, ή τραπέζι φαγητού ή ούτε καν κουζίνα αφού έχει συνηθίσει να τρώει στα ξενοδοχεία ή έξω: «Για πέντε χρόνια ο λογιστής μου δεν μπορούσε να με βάλει να πληρώνω φόρους στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης, επειδή δε ζούσα σπίτι μου ούτε καν το μίνιμουμ ημερών που απαιτούνταν γι' αυτό. Το διαμέρισμά μου ήταν άδειο κι εγώ ζούσα στο Λάνκαστερ του Παρισιού, στο Βerkeley του Λονδίνου, στο Chateau Marmont του Δυτικού Χόλιγουντ...»
Καθόλου τυχαίο που το πρώτο του μυθιστόρημα λέγεται Hotel Living (στις ΗΠΑ βγήκε απ' τις εκδόσεις Harper Collins, στην Ελλάδα κυκλοφόρησε μόλις απ' τον Λιβάνη) και μιλά για έναν ήρωα που ζει μια ζωή εν κινήσει. Η εξέλιξη του Πάππου είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Με καταγωγή απ' το Πήλιο, σπούδασε στην Ελλάδα και το εξωτερικό και εργάστηκε για σχεδόν δυο δεκαετίες ως σύμβουλος επιχειρήσεων, ζώντας μια πλούσια ζωή με τα golden boys, γεμάτη αριθμούς και τρέξιμο.
Αλλά ξαφνικά, χωρίς να έχει γράψει ποτέ τίποτα, ούτε καν ένα διήγημα, βγάζει πέρσι στις ΗΠΑ ένα βιβλίο και γίνεται ο αγαπημένος των κριτικών (αλλά και των αναγνωστών). Το αγόρι απ' το Πήλιο που δεν περίμενε ποτέ πως θα έγραφε ποτέ οτιδήποτε -«είμαι τυχαίος (ή τυχαίως) συγγραφεάς» μου λέει- έγινε Φιναλίστ για τα βραβεία Lambda και Edmund White Debut Fiction και απέσπασε διθυραμβικές κριτικές όχι μόνο των ΜΜΕ αλλά και των ομότεχνών του. Μόνο τον Μάικλ Κάνινγκχαμ θα αναφέρω, το βραβευμένο με Πούλιτζερ συγγραφέα του The Hours, που έγραψε: «Το Hotel Living θα μπορούσε να είναι 'Ο Μεγάλος Γκάτσμπι' μετενσαρκωμένος σε μια σύγχρονη κόλαση πέρα και απ' τη φαντασία του Φ.Σ. Φιτζέρλαντ. Είναι οδυνηρό. Είναι ευφυές και σέξι. Είναι αστείο και τραγικό. Εν ολίγοις, πρόκειται για ένα τρομακτικό όμορφο βιβλίο.»
Τόσο η προσωπική μου ζωή όσο και η μακροοικονομία είχαν χτυπηθεί ανελέητα. Δεν ήξερα τι ήθελα να κάνω, είχα αυτό που λέμε κρίση μέσης ηλικίας και τελικά γύρισα Ελλάδα, στην Καμάρα της Αργαλαστής στο Πήλιο, κι άρχισα να γράφω ένα ημερολόγιο...
Το βιβλίο είναι ουσιαστικά «η ιστορία ενός Έλληνα μπίζνεσμαν που η ζωή του κατρακυλά στα ναρκωτικά, τις ξεπέτες και την οικονομική κρίση του 2008» όπως γράφει το περιοδικό Entertainment Weekly που σημειώνει «Το management consulting δεν ήταν ποτέ πιο σέξι απ' ό,τι σ' αυτήν την ιστορία». «Πες μου την αλήθεια» τον ρωτώ. «Είσαι εσύ ο ήρωας;» Περπατάμε στην σκοτεινή, ψευδοχριστουγεννιάτικη Θεσσαλονίκη, μια πόλη στην οποία είχε να έρθει δεκαετίες αν δεν κάνω λάθος. «Όχι» απαντά με υπομονή. Πρέπει να είναι η χιλιοστή φορά που του τίθεται αυτό το ερώτημα. «Εννοείται πως πήρα στοιχεία απ' τον κόσμο που έζησα και απ' όσα γνώρισα αλλά δεν προσπάθησα να γράψω μια αυτοβιογραφία.»
Πώς αποφάσισε όμως να γράψει αρχής εξαρχής;
«Το αποφάσισα σε μια φάση που η ζωή μου ήταν μάλλον σταματημένη. Τόσο η προσωπική μου ζωή όσο και η μακροοικονομία είχαν χτυπηθεί ανελέητα. Δεν ήξερα τι ήθελα να κάνω, είχα αυτό που λέμε κρίση μέσης ηλικίας και τελικά γύρισα Ελλάδα, στην Καμάρα της Αργαλαστής στο Πήλιο, κι άρχισα να γράφω ένα ημερολόγιο. Σύντομα κατάλαβα πως δεν με ενδιέφερε να γράψω τη δική μου ιστορία, αλλά να γράψω μία ιστορία. Στην αρχή έγραφα πιο πολύ για μένα και κάποιους φίλους μου. Σιγά-σιγά αυτό πήρε πόδια και άρχισε να περπατάει - και έφτασε να το αγοράσει η Harper Collins. Εξεπλάγην. Είναι ένα απίστευτο συναίσθημα, ειδικά επειδή δεν είχα καμία 'προϋπηρεσία' στον κόσμο της γραφής και της λογοτεχνίας. Να φανταστείς το μόνο πράγμα που είχα γράψει μέχρι τότε ήταν σημειώσεις για τη δουλειά στο powerpoint, με κομμένες προτάσεις και αρκτικόλεξα... Μου άρεσε όμως το διάβασμα, από παιδί. Και του πατέρα μου του άρεσε και αγαπούσε τον Καζαντζάκη πολύ, πράγμα που πέρασε και σε μένα νωρίς. Από τότε που έφυγα απ' την Ελλάδα είχα πάντα μαζί μου ένα βιβλίο για συντροφιά.»
Τον ρωτώ αν τώρα που είναι επίσημα συγγραφέας διαβάζει λιγότερο ή περισσότερο. «Τώρα πια διαβάζω τουλάχιστον τέσσερα πέντε βιβλία μαζί.» Λέγοντας "μαζί" εννοεί ταυτόχρονα; «Ακριβώς. Γιατί πρόσεξα πως αν διαβάζω μόνο το ίδιο βιβλίο, μετά από καναδυό βδομάδες αρχίζω και γράφω όπως ο συγγραφέας του!»
Βρίσκεται στην Ελλάδα εδώ και αρκετές εβδομάδες. Συνεχίζει μεν να είναι σύμβουλος επιχειρήσεων, αλλά επιλέγει να δουλεύει πολύ λιγότερο πια, κάπως σαν freelancer, ώστε να μπορεί να γράφει και να περνά περισσότερο χρόνο στο Πήλιο. Σ' αυτό το μεγάλο του ταξίδι επέβλεψε την ελληνική έκδοση του Hotel Living, έδωσε συνεντεύξεις -όπως αυτή που μου έδωσε στο ραδιοφωνικό στούντιο του Amagi, αλλά και αυτή που διαβάζετε τώρα- και κάνει παρουσιάσεις. Την Δευτέρα 19/12, στις 7 το απόγευμα θα βρίσκεται στον Ιανό της Θεσσαλονίκης στην Πλατεία Αριστοτέλους και μιλάμε λίγο για την αγωνία του συγγραφέα σχετικά με το αν θα πατήσει ψυχή στις παρουσιάσεις του. Εγώ, του λέω, είμαι τυχερός γιατί συνήθως κάνω τις παρουσιάσεις των παιδικών μου βιβλίων σε σχολεία, και τα παιδιά θέλοντας και μη είναι υποχρεωμένα να τις παρακολουθήσουν, άρα έχω σίγουρο κοινό. Ένας συγγραφέας βιβλίων για ενήλικες αγχώνεται πιο πολύ για την προσέλευση, αν και ο Πάππος δεν πρέπει να ανησυχεί - στην Αθήνα ο χώρος ήταν φίσκα, και το ίδιο φαντάζομαι θα γίνει και στην Θεσσαλονίκη.
Καθώς τρώμε κάτι μου μιλά για τη ζωή στον Μανχάταν, για το πώς στην αρχή ένιωθε σαν παιδί σε ζαχαροπλαστείο, για το πόσο τους ένωσε όλους η 11η Σεπτεμβρίου (αλλά και πόσο τους διέλυσε τώρα η εκλογή του Τραμπ), για τη μαύρη τρύπα του 2008 τότε που το κραχ έμοιαζε να μην έχει πάτο. Ο ψυχολόγος του θεωρεί ότι το γεγονός πως συνεχίζει να τριγυρίζει από εδώ κι από κει -ακόμα και τώρα που ζει σχετικά μόνιμα στο σπίτι του στο Μανχάταν, τρώει μόνο έξω, σα να βρίσκεται ακόμα ως τουρίστας στην πόλη του- δείχνει θέματα που πρέπει να λυθούν. «Αλλά εγώ κωλυσιεργώ», χαμογελά πονηρά. Ήταν πάντως τεράστια η αλλαγή στη ζωή του μετά το κραχ του '08. Και δείχνει ελληνικό δαιμόνιο το πώς αναγεννήθηκε και κατόρθωσε να την ξαναλλάξει γράφοντας το βιβλίο του. Ήταν, όπως τονίζει, «μια καθαρτική εμπειρία» κάτι που τον βοήθησε να κλείσει ένα κεφάλαιο.
Ένα επόμενο κεφάλαιο πάντως περιλαμβάνει το μακροπρόθεσμο στόχο του να επιστρέψει στο Πήλιο, στην παιδική του ηλικία. «Συχνά τους ανθρώπους που πεθαίνουν μόνοι στη Νέα Υόρκη, τους ανακαλύπτουν μετά από πολύ καιρό, λόγω της μυρωδιάς. Οι συγγενείς στο τέλος δεν μπορούν καν να ταυτοποιήσουν ότι είναι ο δικός τους άνθρωπος. Δε θέλω να μου συμβεί αυτό. Προφανώς και δε θέλω να γυρίσω μόνο γι' αυτό το λόγο αλλά όταν διάβασα τα στατιστικα, ότι οι αρχές αναγκάζονται να κάνουν εξέταση DNA σε 50.000 πτώματα το χρόνο γιατί δεν αναγνωρίζονται, ένιωσα πως αυτό ήταν το κερασάκι στην τούρτα!»
«Η ζωή στην Ελλάδα της κρίσης θα είναι πάντως πολύ πιο δύσκολη απ' το hotel living και το Μανχάταν που έχεις συνηθίσει», τον τσιγκλάω. «Το βλέπω και τώρα που είμαι εδώ» απαντά, «όμως βλέπω πως υπάρχει ακόμα ένας ρομαντισμός. Υπάρχουν ακόμη θραύσματα της Ελλάδας και των Ελλήνων που για μένα έχουν αξία και μου λείπουν.» «Να γυρίσεις» τον προτρέπω, «για να γίνει το αντίθετο του brain drain». «Με βρίσκεις μυαλό;» γελάει, και προσθέτει, «ε, δε με ξέρεις καλά».
Αν γυρίσει λοιπόν τελικά, τι δουλειά θα κάνει; «Στο Πήλιο δεν θα γινόμουν προφανώς σύμβουλος των επιχειρήσεων... Θα ήθελα να κάνω κάτι με τη θάλασσα. Την αγαπώ πάρα πολύ, ένα απ' τα πιο αγαπημένα μου πράγματα όταν ήμουν μικρός ήταν το ψάρεμα. Σε κλειστές περιοχές όπως είναι ο Παγασητικός, το ψάρεμα έχει πλέον αλλάξει πολύ και υπάρχουν πολλές -και σωστές- επικρίσεις για το πώς καταστρέφουμε το βυθό. Θα ήθελα να βρω ηθικότερους τρόπους ψαρέματος και να ασχοληθώ με τη θάλασσα και την Ελλάδα... Και βέβαια, αν έχω ενδιαφέροντα πράγματα να πω, θα ήθελα να συνεχίσω να γράφω.»
Και τώρα; Γράφει; «Ναι βέβαια, γράφω το δεύτερό μου μυθιστόρημα. Θα λέγεται Drowning Zeus (Πνιγόμενος Δίας) και ξεκινάει σ' ένα χωριό έξω από τη Λάρισα -είμαστε περίπου στο 1981 όταν γυρίζει ο γιος απ' τη βασική του εκπαίδευση- καθώς στον Θεσσαλικό κάμπο το 'εικονοστάσι' έχει απ' τη μία μεριά τον Ανδρέα Παπανδρέου κι απ' την άλλη τον Γιασέρ Αραφάτ, κι η Ραδιοτηλεόραση είναι στο τραπέζι της κουζίνας. Το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται στην Ελλάδα τις δεκαετίες του '80 και του '90 και φτάνει μέχρι το μεγάλο πανηγύρι των Ολυμπιακών Αγώνων.» Το γράφει -όπως και το Hotel Living- στα αγγλικά, αλλά αυτό θα είναι ένα τελείως ελληνικό μυθιστόρημα. «Προσπαθώ, μέσω της ιστορίας, να μεταφέρω στους αναγνώστες την ελληνική εμπειρία πέρα απ' τα στατιστικά και τις αναλύσεις, να εξερευνήσω τις συλλογικές ψευδαισθήσεις μας -και το πώς δεν βλέπαμε το τρένο να έρχεται κατά πάνω μας.»
Όταν χωριζόμαστε για να πάει στο ξενοδοχείο του (τον δέχτηκε τελικά κι ας μην είχε κάνει νωρίτερα κράτηση) ζητά να μάθει κάποιο κλασικό θεσσαλονικιώτικο μέρος για να πάει για καφέ την επομένη. «Τι μου προτείνεις;» Τρέμω αυτήν την ερώτηση, γιατί, αν και Θεσσαλονικιός, είμαι σπιτόγατος και άρα ο πιο αδαής ξεναγός της πόλης. Σπάω το κεφάλι μου για να σκεφτώ ένα καφέ που θα του προσφέρει την αυθεντική σαλονικιώτικη θέα κι εμπειρία. Βρίσκω ένα, που, κατά σύμπτωση, είναι στην κορυφή ενός ξενοδοχείου, του Ηλέκτρα Παλάς.
Κοιτώντας το Instagram του το επόμενο πρωί, διαπίστωσα ότι, τελικά, ακολούθησε τη συμβουλή μου.