Σε συνέχεια του προηγούμενου κειμένου για το βιβλίο και την αγορά του μέσα στην Κρίση, και πριν δώσουμε πάλι τον λόγο στα βιβλία που κυκλοφόρησαν πρόσφατα, ας μου επιτραπούν λίγες σκέψεις ακόμη για το παρόν και για το μέλλον του χώρου. Που δεν είναι ευοίωνο.
Τα τελευταία χρόνια έφυγαν από την Ελλάδα περί το μισό εκατομμύριο άνθρωποι, ενώ άλλοι τόσοι θα έχουν αφήσει τα σπίτια τους για την Ευρώπη (κυρίως) και την Αμερική μέσα στο προσεχές χρονικό διάστημα. Ζούμε ένα τρίτο μεταναστευτικό ελληνικό ρεύμα, μετά το πρώτο, στις αρχές του αιώνα, και το δεύτερο από το πέρας του Εμφυλίου και μετά. Αν κάτι ξεχωρίζει τους σύγχρονους μετανάστες από τους «γονείς» και τους «παππούδες» τους, αυτό είναι κυρίως η μόρφωση. Στη συντριπτική τους πλειονότητα, οι άνθρωποι που έφυγαν χθες κι αυτοί που ετοιμάζονται να αποδράσουν αύριο έχουν τουλάχιστον ένα πτυχίο και γνωρίζουν ήδη καλά τη γλώσσα που μιλιέται στη χώρα όπου ξεκινούν από την αρχή τη ζωή τους. Δεν είναι εργάτες, δεν μεταναστεύουν για να δουλέψουν στις οικοδομές, στις φάμπρικες του Καζαντζίδη ή στα πιάτα, έχουν συνηθίσει να ζουν έτσι και όχι αλλιώς, όχι με εκπτώσεις, και έστω και μόνο μέσω της δικτύωσής τους ακόμη και οι μικρότεροι από αυτούς ξέρουν ήδη για τον κόσμο όσα δεν μπορούσε να μάθει σε όλη του τη ζωή οποιοσδήποτε παλιός μετανάστης. Εντέλει: αυτό το ένα εκατομμύριο ψυχές είναι δυνάμει —τι άλλο;— αναγνώστες βιβλίων ή, για την ακρίβεια, ανήκουν σε αυτούς στους οποίους απευθύνεται ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής βιβλιοπαραγωγής: τα απαιτητικά, ας τα πούμε έτσι, βιβλία, αυτά που δεν συνιστούν επαναλήψεις μιας υφιστάμενης, παραδεκτής και τρόπον τινά εμπορικής πραγματικότητας (μολονότι τούς απευθύνονται, όπως και σε όλους μας, και αυτά).
Το κοινό που αγοράζει και διαβάζει βιβλία στην Ελλάδα δεν είναι βέβαια ένα εκατομμύριο άνθρωποι — πολύ θα το θέλαμε. Αντιθέτως, είναι ισχνό και δοκιμασμένο πλέον σκληρά από τον καιρό: η αγοραστική του ικανότητα λιγοστεύει ολοένα. Το αναγνωστικό κοινό φθίνει, αμβλύνεται και φτωχαίνει. Τις Δευτέρες του Ιανουαρίου και του Φεβρουαρίου, η αγορά, όλη η αγορά, όχι μόνο τα βιβλιοπωλεία, θύμιζε Δεκαπενταύγουστο — αν εξαιρούσες το κρύο. Και, δοθέντος ότι ένα ικανό κομμάτι του αναγνωστικού κοινού ξεπηδά ακριβώς από όσους είναι κατά τεκμήριο πιο κοντά στα «γράμματα», και δεδομένου επίσης ότι ένα μεγάλο κομμάτι αυτών των ανθρώπων έφυγαν ή είναι στα αμπαλαρίσματα, τα πράγματα δείχνουν πως μας περιμένουν δύσκολες μέρες. Πολύ δύσκολες — και πολύ παράξενες.
Η «νοσταλγία» πέθανε με τον 20ό αιώνα, και δεν θα αναβιώσει ποτέ ξανά. Και, όχι, οι άνθρωποι που ζουν μακριά δεν θα παραγγέλνουν χάρτινα αντίτυπα ελληνικών βιβλίων με το ταχυδρομείο. Θα αρκούνται στα βιβλία που θα βρίσκουν στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς τους και στο Amazon.
Ας αναρωτηθούμε κάτι: όσοι από αυτούς που έφυγαν ή φεύγουν υπήρξαν ενεργοί, δυναμικοί αναγνώστες ελληνικών βιβλίων, θα συνεχίσουν να είναι; Θα συνεχίσουν να αγοράζουν και να διαβάζουν βιβλία τυπωμένα στην Ελλάδα;
Η απάντηση είναι προφανής. Και είναι όχι. Κανείς, ζώντας στο εξωτερικό, αποκόπτεται από άλλα κι άλλα πράγματα που έχουν σχέση με τη χώρα του — πόσοι από αυτούς θα επιμείνουν στα ελληνικά βιβλία; Ζώντας έξω, και μάλιστα σε μια περίοδο τρομακτικά απαιτητική, θέλοντας να γίνεις απαραίτητος σε μια κοινωνία που νιώθει όλο και περισσότερο τους λογής «ξένους» σαν βάρος που αναγκάζεται να ανεχτεί, θα έχει κανείς τη διάθεση να διαβάσει το δικό μου βιβλίο; Δεν το νομίζω. Η επαφή των μεταναστών μας με την Ελλάδα θα αρχίζει και θα τελειώνει στο Facebook, και φυσικά όχι με τη δυναμική που χαρακτήριζε πριν τις αναρτήσεις τους και τις συζητήσεις που έκαναν σε αυτό. Η «νοσταλγία» πέθανε με τον 20ό αιώνα, και δεν θα αναβιώσει ποτέ ξανά. Και, όχι, οι άνθρωποι που ζουν μακριά δεν θα παραγγέλνουν χάρτινα αντίτυπα ελληνικών βιβλίων με το ταχυδρομείο. Θα αρκούνται στα βιβλία που θα βρίσκουν στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς τους και στο Amazon. (Και στα ψηφιακά ελληνικά βιβλία — ίσως. Μένει να αποδειχτεί αυτό. Και μακάρι να αποδεχτεί. Οι Έλληνες εκδότες πάντως είναι έτοιμοι, και ασφαλώς μετά από μερικά χρόνια το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής βιβλιοπαραγωγής δεν θα τυπώνεται).
Κατ' ανάγκην, παρά ταύτα, τα αμέσως προσεχή χρόνια η εκδοτική παραγωγή (εφόσον θα συνεχίσει να υπάρχει, εφόσον δηλαδή δεν θα καταρρεύσει από το νέο κύμα ύφεσης και σκληρής λιτότητας που θα φέρει μία καινούρια συζήτηση για ένα πιθανό Grexit — ή από την οριστική καταστροφή που θα επιφέρει το ίδιο το Grexit) θα προσανατολιστεί στο εναπομείναν κοινό. Δηλαδή, και με βάση όσα είπαμε παραπάνω, δεν θα μπορέσει να διατηρήσει τα ίδια ποιοτικά χαρακτηριστικά με σήμερα. Θα εκδίδονται περισσότερα γυναικεία και αστυνομικά μυθιστορήματα, ας πούμε, ενώ θα περιοριστούν οι μεταφράσεις κάπως δύσκολων ξένων μυθιστορημάτων, ειδικά αν ξεπερνούν κάποιες σελίδες και πάνω, καθώς το χαρτί (για να μην πούμε για όλα τα άλλα έξοδα μιας έκδοσης) εισάγεται· και είναι ακριβό.
Και μιας και ο λόγος για το κόστος των εκδόσεων, ας μου επιτραπούν δυο λόγια ακόμη δίκην παρενθέσεως. Πολλοί διαμαρτύρονται για τις τιμές των ελληνικών βιβλίων. Τις θεωρούν δυσανάλογα ακριβές και, συγκρίνοντας ξένες εκδόσεις με παρόμοιες δικές μας, βλέπουν πως είναι πολύ πιο συμφέρον για κάποιον να αγοράσει ένα ξένο βιβλίο παρά την ελληνική του μετάφραση. Οι Έλληνες εκδότες, λένε, κερδοσκοπούν. Δεν είναι έτσι. Δεν υπάρχει καμία διάθεση κερδοσκοπίας εδώ — ούτε υπήρξε ποτέ. Είναι αστείο και να λέγεται κάτι τέτοιο. Το κόστος της έκδοσης στην Ελλάδα, που δεν παράγει τίποτε από όσα χρειάζεται ένα βιβλίο για να γεννηθεί, είναι πολύ υψηλότερο από σχεδόν οπουδήποτε αλλού στον κόσμο. Αλλά και έτσι να μην ήταν... Ας υποθέσουμε, χάρις συζητήσεως, πως ένα ελληνικό και ένα ξένο βιβλίο έχουν το ίδιο κόστος έκδοσης. Το κοινό στο οποίο απευθύνεται το πρώτο είναι οι μερικές χιλιάδες αναγνώστες που στηρίζουν, μόνοι αυτοί, μία ολόκληρη αγορά. Ένα ξένο βιβλίο, πόσο δε μάλλον ένα αγγλικό (με αυτά γίνεται σχεδόν πάντα η σύγκριση), απευθύνεται σε όλο τον πλανήτη. Ή, για να το πούμε αλλιώς: ένα ελληνικό βιβλίο θα αποσβέσει το κόστος της έκδοσής του αν πουλήσει από 1.000, αν είναι πρωτότυπο, έως 2.000 βιβλία, αν είναι μεταφρασμένο — οι αριθμοί είναι ενδεικτικοί. Ένα ξένο, το ίδιο. Όμως το ελληνικό θα μείνει σε αυτά τα 1.000 ή τα 2.000 βιβλία. Το ξένο θα πουλήσει μερικές δεκάδες χιλιάδες περισσότερα αντίτυπα. Κάνουμε εντελώς ανόμοιες συγκρίσεις...
Αλλά για να κλείσουμε: τι θα γίνει λοιπόν;
Δεν ξέρω. Ξέρω μόνο πως όλοι όσοι εργαζόμαστε από πολλά χρόνια στα βιβλία σκεφτόμαστε, συζητάμε, μοιραζόμαστε τους φόβους μας, αγωνιούμε και σχεδιάζουμε — ή απλώς αφουγκραζόμαστε την εποχή. Όλοι επίσης, καιρό τώρα, πάνω από πέντε χρόνια, έχουμε κοινή συναινέσει μειώσει τις απολαβές μας κατά εν τρίτον τουλάχιστον. Και όλοι, μηδενός εξαιρουμένου, ονειρευόμαστε την Κανονικότητα, όποτε αυτή έρθει. Τη γράφουμε μάλιστα με κεφαλαίο, σαν να είναι γεωλογική περίοδος ή ιστορική εποχή: Κανονικότητα. Ξέρουμε πως, αν η Κανονικότητα αργήσει, όλα θα πρέπει να ξαναρχίσουν από την αρχή: θα πρέπει να δημιουργηθεί αναγνωστικό κοινό σχεδόν από το μηδέν. Και όλοι ξέρουμε πως το μεσοδιάστημα θα είναι εφιαλτικό.
Μόνο αυτά μάς είναι γνωστά. Όπως γνωστοί, και φίλοι, είναι πολλοί, δεκάδες για τον καθένα μας, από όσους έφυγαν, και από όσους είναι στα αμπαλαρίσματα για να φύγουν. Και για να πάνε στα άλλα βιβλία.