Η Ελλάδα δεν χάνει μόνο νέους επιστήμονες ή επιχειρηματίες. Χάνει και αναγνώστες.

Η Ελλάδα δεν χάνει μόνο νέους επιστήμονες ή επιχειρηματίες. Χάνει και αναγνώστες. Facebook Twitter
Εικονογράφηση: Dreyk the Pirate/ LIFO
4

Σε συνέχεια του προηγούμενου κειμένου για το βιβλίο και την αγορά του μέσα στην Κρίση, και πριν δώσουμε πάλι τον λόγο στα βιβλία που κυκλοφόρησαν πρόσφατα, ας μου επιτραπούν λίγες σκέψεις ακόμη για το παρόν και για το μέλλον του χώρου. Που δεν είναι ευοίωνο.

Τα τελευταία χρόνια έφυγαν από την Ελλάδα περί το μισό εκατομμύριο άνθρωποι, ενώ άλλοι τόσοι θα έχουν αφήσει τα σπίτια τους για την Ευρώπη (κυρίως) και την Αμερική μέσα στο προσεχές χρονικό διάστημα. Ζούμε ένα τρίτο μεταναστευτικό ελληνικό ρεύμα, μετά το πρώτο, στις αρχές του αιώνα, και το δεύτερο από το πέρας του Εμφυλίου και μετά. Αν κάτι ξεχωρίζει τους σύγχρονους μετανάστες από τους «γονείς» και τους «παππούδες» τους, αυτό είναι κυρίως η μόρφωση. Στη συντριπτική τους πλειονότητα, οι άνθρωποι που έφυγαν χθες κι αυτοί που ετοιμάζονται να αποδράσουν αύριο έχουν τουλάχιστον ένα πτυχίο και γνωρίζουν ήδη καλά τη γλώσσα που μιλιέται στη χώρα όπου ξεκινούν από την αρχή τη ζωή τους. Δεν είναι εργάτες, δεν μεταναστεύουν για να δουλέψουν στις οικοδομές, στις φάμπρικες του Καζαντζίδη ή στα πιάτα, έχουν συνηθίσει να ζουν έτσι και όχι αλλιώς, όχι με εκπτώσεις, και έστω και μόνο μέσω της δικτύωσής τους ακόμη και οι μικρότεροι από αυτούς ξέρουν ήδη για τον κόσμο όσα δεν μπορούσε να μάθει σε όλη του τη ζωή οποιοσδήποτε παλιός μετανάστης. Εντέλει: αυτό το ένα εκατομμύριο ψυχές είναι δυνάμει —τι άλλο;— αναγνώστες βιβλίων ή, για την ακρίβεια, ανήκουν σε αυτούς στους οποίους απευθύνεται ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής βιβλιοπαραγωγής: τα απαιτητικά, ας τα πούμε έτσι, βιβλία, αυτά που δεν συνιστούν επαναλήψεις μιας υφιστάμενης, παραδεκτής και τρόπον τινά εμπορικής πραγματικότητας (μολονότι τούς απευθύνονται, όπως και σε όλους μας, και αυτά).

Το κοινό που αγοράζει και διαβάζει βιβλία στην Ελλάδα δεν είναι βέβαια ένα εκατομμύριο άνθρωποι — πολύ θα το θέλαμε. Αντιθέτως, είναι ισχνό και δοκιμασμένο πλέον σκληρά από τον καιρό: η αγοραστική του ικανότητα λιγοστεύει ολοένα. Το αναγνωστικό κοινό φθίνει, αμβλύνεται και φτωχαίνει. Τις Δευτέρες του Ιανουαρίου και του Φεβρουαρίου, η αγορά, όλη η αγορά, όχι μόνο τα βιβλιοπωλεία, θύμιζε Δεκαπενταύγουστο — αν εξαιρούσες το κρύο. Και, δοθέντος ότι ένα ικανό κομμάτι του αναγνωστικού κοινού ξεπηδά ακριβώς από όσους είναι κατά τεκμήριο πιο κοντά στα «γράμματα», και δεδομένου επίσης ότι ένα μεγάλο κομμάτι αυτών των ανθρώπων έφυγαν ή είναι στα αμπαλαρίσματα, τα πράγματα δείχνουν πως μας περιμένουν δύσκολες μέρες. Πολύ δύσκολες — και πολύ παράξενες.

Η «νοσταλγία» πέθανε με τον 20ό αιώνα, και δεν θα αναβιώσει ποτέ ξανά. Και, όχι, οι άνθρωποι που ζουν μακριά δεν θα παραγγέλνουν χάρτινα αντίτυπα ελληνικών βιβλίων με το ταχυδρομείο. Θα αρκούνται στα βιβλία που θα βρίσκουν στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς τους και στο Amazon.

Ας αναρωτηθούμε κάτι: όσοι από αυτούς που έφυγαν ή φεύγουν υπήρξαν ενεργοί, δυναμικοί αναγνώστες ελληνικών βιβλίων, θα συνεχίσουν να είναι; Θα συνεχίσουν να αγοράζουν και να διαβάζουν βιβλία τυπωμένα στην Ελλάδα;

Η απάντηση είναι προφανής. Και είναι όχι. Κανείς, ζώντας στο εξωτερικό, αποκόπτεται από άλλα κι άλλα πράγματα που έχουν σχέση με τη χώρα του — πόσοι από αυτούς θα επιμείνουν στα ελληνικά βιβλία; Ζώντας έξω, και μάλιστα σε μια περίοδο τρομακτικά απαιτητική, θέλοντας να γίνεις απαραίτητος σε μια κοινωνία που νιώθει όλο και περισσότερο τους λογής «ξένους» σαν βάρος που αναγκάζεται να ανεχτεί, θα έχει κανείς τη διάθεση να διαβάσει το δικό μου βιβλίο; Δεν το νομίζω. Η επαφή των μεταναστών μας με την Ελλάδα θα αρχίζει και θα τελειώνει στο Facebook, και φυσικά όχι με τη δυναμική που χαρακτήριζε πριν τις αναρτήσεις τους και τις συζητήσεις που έκαναν σε αυτό. Η «νοσταλγία» πέθανε με τον 20ό αιώνα, και δεν θα αναβιώσει ποτέ ξανά. Και, όχι, οι άνθρωποι που ζουν μακριά δεν θα παραγγέλνουν χάρτινα αντίτυπα ελληνικών βιβλίων με το ταχυδρομείο. Θα αρκούνται στα βιβλία που θα βρίσκουν στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς τους και στο Amazon. (Και στα ψηφιακά ελληνικά βιβλία — ίσως. Μένει να αποδειχτεί αυτό. Και μακάρι να αποδεχτεί. Οι Έλληνες εκδότες πάντως είναι έτοιμοι, και ασφαλώς μετά από μερικά χρόνια το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής βιβλιοπαραγωγής δεν θα τυπώνεται).

Κατ' ανάγκην, παρά ταύτα, τα αμέσως προσεχή χρόνια η εκδοτική παραγωγή (εφόσον θα συνεχίσει να υπάρχει, εφόσον δηλαδή δεν θα καταρρεύσει από το νέο κύμα ύφεσης και σκληρής λιτότητας που θα φέρει μία καινούρια συζήτηση για ένα πιθανό Grexit — ή από την οριστική καταστροφή που θα επιφέρει το ίδιο το Grexit) θα προσανατολιστεί στο εναπομείναν κοινό. Δηλαδή, και με βάση όσα είπαμε παραπάνω, δεν θα μπορέσει να διατηρήσει τα ίδια ποιοτικά χαρακτηριστικά με σήμερα. Θα εκδίδονται περισσότερα γυναικεία και αστυνομικά μυθιστορήματα, ας πούμε, ενώ θα περιοριστούν οι μεταφράσεις κάπως δύσκολων ξένων μυθιστορημάτων, ειδικά αν ξεπερνούν κάποιες σελίδες και πάνω, καθώς το χαρτί (για να μην πούμε για όλα τα άλλα έξοδα μιας έκδοσης) εισάγεται· και είναι ακριβό.

Και μιας και ο λόγος για το κόστος των εκδόσεων, ας μου επιτραπούν δυο λόγια ακόμη δίκην παρενθέσεως. Πολλοί διαμαρτύρονται για τις τιμές των ελληνικών βιβλίων. Τις θεωρούν δυσανάλογα ακριβές και, συγκρίνοντας ξένες εκδόσεις με παρόμοιες δικές μας, βλέπουν πως είναι πολύ πιο συμφέρον για κάποιον να αγοράσει ένα ξένο βιβλίο παρά την ελληνική του μετάφραση. Οι Έλληνες εκδότες, λένε, κερδοσκοπούν. Δεν είναι έτσι. Δεν υπάρχει καμία διάθεση κερδοσκοπίας εδώ — ούτε υπήρξε ποτέ. Είναι αστείο και να λέγεται κάτι τέτοιο. Το κόστος της έκδοσης στην Ελλάδα, που δεν παράγει τίποτε από όσα χρειάζεται ένα βιβλίο για να γεννηθεί, είναι πολύ υψηλότερο από σχεδόν οπουδήποτε αλλού στον κόσμο. Αλλά και έτσι να μην ήταν... Ας υποθέσουμε, χάρις συζητήσεως, πως ένα ελληνικό και ένα ξένο βιβλίο έχουν το ίδιο κόστος έκδοσης. Το κοινό στο οποίο απευθύνεται το πρώτο είναι οι μερικές χιλιάδες αναγνώστες που στηρίζουν, μόνοι αυτοί, μία ολόκληρη αγορά. Ένα ξένο βιβλίο, πόσο δε μάλλον ένα αγγλικό (με αυτά γίνεται σχεδόν πάντα η σύγκριση), απευθύνεται σε όλο τον πλανήτη. Ή, για να το πούμε αλλιώς: ένα ελληνικό βιβλίο θα αποσβέσει το κόστος της έκδοσής του αν πουλήσει από 1.000, αν είναι πρωτότυπο, έως 2.000 βιβλία, αν είναι μεταφρασμένο — οι αριθμοί είναι ενδεικτικοί. Ένα ξένο, το ίδιο. Όμως το ελληνικό θα μείνει σε αυτά τα 1.000 ή τα 2.000 βιβλία. Το ξένο θα πουλήσει μερικές δεκάδες χιλιάδες περισσότερα αντίτυπα. Κάνουμε εντελώς ανόμοιες συγκρίσεις...

Αλλά για να κλείσουμε: τι θα γίνει λοιπόν;

Δεν ξέρω. Ξέρω μόνο πως όλοι όσοι εργαζόμαστε από πολλά χρόνια στα βιβλία σκεφτόμαστε, συζητάμε, μοιραζόμαστε τους φόβους μας, αγωνιούμε και σχεδιάζουμε — ή απλώς αφουγκραζόμαστε την εποχή. Όλοι επίσης, καιρό τώρα, πάνω από πέντε χρόνια, έχουμε κοινή συναινέσει μειώσει τις απολαβές μας κατά εν τρίτον τουλάχιστον. Και όλοι, μηδενός εξαιρουμένου, ονειρευόμαστε την Κανονικότητα, όποτε αυτή έρθει. Τη γράφουμε μάλιστα με κεφαλαίο, σαν να είναι γεωλογική περίοδος ή ιστορική εποχή: Κανονικότητα. Ξέρουμε πως, αν η Κανονικότητα αργήσει, όλα θα πρέπει να ξαναρχίσουν από την αρχή: θα πρέπει να δημιουργηθεί αναγνωστικό κοινό σχεδόν από το μηδέν. Και όλοι ξέρουμε πως το μεσοδιάστημα θα είναι εφιαλτικό.

Μόνο αυτά μάς είναι γνωστά. Όπως γνωστοί, και φίλοι, είναι πολλοί, δεκάδες για τον καθένα μας, από όσους έφυγαν, και από όσους είναι στα αμπαλαρίσματα για να φύγουν. Και για να πάνε στα άλλα βιβλία.

Βιβλίο
4

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Βιογραφίες: Aπό τον Γκαρσία Μάρκες στην Άγκελα Μέρκελ

Βιβλίο / Πώς οι βιογραφίες, ένα όχι και τόσο δημοφιλές είδος στη χώρα μας, κατάφεραν να κερδίσουν έδαφος

Η απόλυτη επικράτηση των βιογραφιών στη φετινή εκδοτική σοδειά φαίνεται από την πληθώρα των τίτλων και το εύρος των αφηγήσεων που κινούνται μεταξύ του autofiction και των βιωματικών «ιστορημάτων».
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
ΕΠΕΞ Λευτέρης Αναγνώστου, ένας μεταφραστής

Λοξή Ματιά / Λευτέρης Αναγνώστου (1941-2024): Ένας ορατός και συγχρόνως αόρατος πνευματικός μεσολαβητής

Ο Λευτέρης Αναγνώστου, που έτυχε να πεθάνει την ίδια μέρα με τον Θανάση Βαλτινό, ήταν μεταφραστής δύσκολων και σημαντικών κειμένων από τη γερμανική και αυστριακή παράδοση.
ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ
Κυκλοφόρησε η πιο διεξοδική μελέτη της δεκαετίας 1910-1920, μια τρίτομη επανεκτίμηση της «μεγαλοϊδεατικής» πολιτικής του Βενιζέλου

Βιβλίο / Κυκλοφόρησε η πιο διεξοδική μελέτη της δεκαετίας 1910-1920, μια τρίτομη επανεκτίμηση της «μεγαλοϊδεατικής» πολιτικής του Βενιζέλου

Ο Ιωάννης Στεφανίδης, καθηγητής Διπλωματικής Ιστορίας στη Νομική του ΑΠΘ και επιμελητής του τρίτομου έργου του ιστορικού Νίκου Πετσάλη-Διομήδη, εξηγεί γιατί πρόκειται για ένα κορυφαίο σύγγραμμα για την εποχή που καθόρισε την πορεία του έθνους.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Μανώλης Ανδριωτάκης: «Δεν φοβάμαι τις μηχανές, τους ανθρώπους φοβάμαι»

Βιβλίο / Μανώλης Ανδριωτάκης: «Δεν φοβάμαι τις μηχανές, τους ανθρώπους φοβάμαι»

Με αφορμή το τελευταίο του μυθιστόρημα «Ο θάνατος του συγγραφέα» ο δημοσιογράφος μιλά για την τεχνητή νοημοσύνη, την εικονική πραγματικότητα και την υπαρξιακή διάσταση της τεχνολογίας.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ
Άλαν Χόλινγκερστ: «Η γραμμή της ομορφιάς»

Το πίσω ράφι / Η γραμμή της ομορφιάς: Η κορυφαία «γκέι λογοτεχνία» του Άλαν Χόλινγκχερστ

Ο Χόλινγκχερστ τοποθέτησε το βραβευμένο με Booker μυθιστόρημά του στα θατσερικά '80s και κατάφερε μια ολοζώντανη και μαεστρική ανασύσταση μιας αδίστακτης δεκαετίας.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Η συγγραφέας που έδωσε στον Στάινμπεκ το υλικό για «Τα σταφύλια της οργής» καταδικάζοντας το δικό της βιβλίο στην αφάνεια

Βιβλίο / Η συγγραφέας που έδωσε στον Στάινμπεκ το υλικό για «Τα σταφύλια της οργής» καταδικάζοντας το δικό της βιβλίο στην αφάνεια

Η Σανόρα Μπαρμπ είχε περάσει πολύ καιρό στους καταυλισμούς των προσφύγων από την Οκλαχόμα που είχαν πληγεί από την Μεγάλη Ύφεση και την ξηρασία, προκειμένου να γράψει το μυθιστόρημά της. Έκανε όμως το λάθος να δείξει την έρευνά της στον διάσημο συγγραφέα, ο οποίος την πρόλαβε.
THE LIFO TEAM
Μαρξ - Βάγκνερ - Νίτσε: Oι σπουδαιότερες μορφές του 19ου αιώνα

Βιβλίο / Μαρξ - Βάγκνερ - Νίτσε: Oι παρεξηγημένοι του 19ου αιώνα

Το βιβλίο του Γερμανού θεωρητικού και πανεπιστημιακού Χέρφριντ Μίνκλερ αναλαμβάνει να επαναπροσδιορίσει το έργο τους, που άλλαξε τα δεδομένα του αστικού κόσμου από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Νίκος Ψιλάκης: Mια ζωή αφιερωμένη στην καταγραφή της κρητικής παράδοσης και κουζίνας

Βιβλίο / Νίκος Ψιλάκης: Mια ζωή αφιερωμένη στην καταγραφή της κρητικής παράδοσης και κουζίνας

Ο Νίκος Ψιλάκης ερευνά και μελετά την κρητική παράδοση εδώ και τέσσερις δεκαετίες. Τα βιβλία του είναι μνημειώδεις εκδόσεις για το φαγητό, τις λαϊκές τελετουργίες και τα μοναστήρια της Κρήτης που διασώζουν και προωθούν τον ελληνικό πολιτισμό.
M. HULOT
«Δυστυχώς ήταν νυμφομανής»: Ανασκευάζοντας τα στερεότυπα για τις γυναίκες της αρχαίας Ρώμης

Βιβλίο / «Δυστυχώς ήταν νυμφομανής»: Ανασκευάζοντας τα στερεότυπα για τις γυναίκες της αρχαίας Ρώμης

Ένα νέο βιβλίο επιχειρεί να καταρρίψει τους μισογυνιστικούς μύθους για τις αυτοκρατορικές γυναίκες της Ρώμης, οι οποίες απεικονίζονται μονίμως ως στρίγγλες, ραδιούργες σκύλες ή λάγνες λύκαινες.
THE LIFO TEAM
Γιώργος Συμπάρδης: «Ήθελα οι ήρωές μου να εξαφανίζονται, όπως οι άνθρωποι στη ζωή μας»

Βιβλίο / Γιώργος Συμπάρδης: «Ήθελα οι ήρωές μου να εξαφανίζονται, όπως οι άνθρωποι στη ζωή μας»

Σε όλα τα έργα του πρωταγωνιστούν οι γυναίκες και μια υπόγεια Αθήνα, ενώ ο ίδιος δεν κρίνει τους ήρωές του παρά το αφήνει σε εμάς: Μια κουβέντα με τον χαμηλόφωνο συγγραφέα του «Άχρηστου Δημήτρη» και της «Πλατείας Κλαυθμώνος».
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ρίτα Κολαΐτη: «Με θυμώνει που δεν βλέπεις σχεδόν κανέναν να διαβάζει ένα βιβλίο στο μετρό»   

Βιβλίο / Ρίτα Κολαΐτη: «Με θυμώνει που σχεδόν κανείς δεν διαβάζει βιβλίο στο μετρό»   

Η πολυβραβευμένη μεταφράστρια μιλά για την προσωπική της διαδρομή στον χώρο της λογοτεχνίας, για το στοίχημα της καλής μετάφρασης και εξηγεί τι σημαίνει να δουλεύεις πάνω σε κορυφαία έργα του Φλομπέρ, του Καμί, του Μαρκήσιου ντε Σαντ και της Ανί Ερνό. 
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
«Ρουφιανεύοντας τον εαυτό μου»: Τα απομνημονεύματα του Αλ Πατσίνο

Βιβλίο / «Ρουφιανεύοντας τον εαυτό μου»: Τα απομνημονεύματα του Αλ Πατσίνο

Ο 84χρονος ηθοποιός κοιτάζει προς τα πίσω και βλέπει τα δύσκολα παιδικά χρόνια, την καταθλιπτική μητέρα του, τον Τσέχoφ, τις σχέσεις που δεν έφτασαν ποτέ στον γάμο, τις έντονες αναταράξεις μιας πολυκύμαντης διαδρομής.
THE LIFO TEAM
Πέτρος Τατσόπουλος: «Η οργή σε κάποιες περιπτώσεις επιβάλλεται γιατί είναι απελευθερωτική»

Πέτρος Τατσόπουλος / «Δεν τα έχω με τους πιστούς αλλά με τους απατεώνες ρασοφόρους»

Μια χειμαρρώδης συνέντευξη με τον γνωστό συγγραφέα, δημοσιογράφο, παρουσιαστή και πρώην βουλευτή Πέτρο Τατσόπουλο, με αφορμή το τελευταίο του βιβλίο «Το παιδί του διαβόλου - Μια αληθινή ιστορία», όπου εστιάζει στη μεγάλη δύναμη της Εκκλησίας στην Ελλάδα, στη διαπλοκή της με την πολιτεία και στις σκοταδιστικές απόψεις που κατά κανόνα πρεσβεύει καθώς και στην ιδιαίτερα επικερδή «μπίζνα» που έχει στηθεί γύρω από ιερά λείψανα, ιερά κειμήλια, «άγιους» γέροντες και «θαύματα» για κάθε χρήση.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ