«Τι πας να κάνεις; Χειρότερη περίοδος για να ξεκινήσεις δεν υπάρχει!», άκουγε από φίλους και γνωστούς η Γιώτα Κριτσέλη όταν αποφάσιζε ν'αξιοποιήσει τις μόνες αποταμιεύσεις που κατάφερε να συγκεντρώσει ποτέ της και, μ' ένα κεφάλαιο 7.000 ευρώ, ριχνόταν στην περιπέτεια της «Κίχλης» χωρίς ενδοιασμούς. Η αλήθεια είναι πως τον Δεκέμβριο του 2008 που ο ομώνυμος οίκος έκανε την εμφάνισή του μ' ένα μπουκέτο παραμυθιών για μεγάλους, το «Οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες» του Αργύρη Χιόνη, η κρίση δεν είχε θρονιαστεί στην καθημερινότητά μας, έμοιαζε ακόμη σαν μακρινή απειλή. Τα δύσκολα έπονταν και τα χειρότερα θα 'ρχονταν τρία χρόνια μετά, όταν εκδοτικά με λαμπρή προϊστορία, πολλά στελέχη και θηριώδεις τραπεζικές υποχρεώσεις, λίγο έλειψε να σβηστούν από το χάρτη οριστικά. Κι όμως, η μικροσκοπική «Κίχλη», όχι απλώς διέσχισε τις συμπληγάδες αλλά με τις ποιοτικές επιλογές και την υψηλή αισθητική της, κατάφερε να εδραιωθεί στις συνειδήσεις των βιβλιόφιλων.
Υπάρχουν πολλοί συγγραφείς που νιώθουν στις μέρες μας άστεγοι, όχι επειδή απορρίπτεται η δουλειά τους, αλλά επειδή διαπιστώνουν ότι η ουσιαστική και γόνιμη επικοινωνία που επιζητούν με τον εκδότη γίνεται όλο και πιο δυσεύρετη».
Σήμερα ο κατάλογός της περιλαμβάνει από τον «Κρητικό» του Σολωμού και τον «Εξώστη» του Καχτίτση μέχρι ποιήματα του Ίσαρη και του Πατρίκιου, κι από τον «Αόρατο» του Ουέλς σε μετάφραση Παπαδιαμάντη μέχρι διαμάντια σαν τα «Πορφυρά πανιά» του Αλεξάντρ Γκριν ή τον «Πότη» του Χανς Φάλαντα την ύπαρξη των οποίων μάλλον αγνοούσαμε. Ανάμεσα στους σαράντα επτά τίτλους που εκδόθηκαν με τη σφραγίδα της «Κίχλης» ως τώρα, συναντάμε πεζά του Καρόλου Τσίζεκ, δοκίμια για τον Καβάφη αλλά και για τον πολιτισμό του πλεκτού (από τους Δ. Δασκαλόπουλο και Κ. Σχινά αντίστοιχα), ενώ στην κατηγορία της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας βλέπουμε υπογραφές που ξεχώρισαν ήδη, όπως του Μάκη Τσίτα με το βραβευμένο από την Ευρωπαϊκή Ένωση «Μάρτυς μου ο Θεός», του Άκη Παπαντώνη ή του Γιώργου Μητά. Η Γιώτα Κριτσέλη βομβαρδίζεται πια από χειρόγραφα. Μόνο τη μέρα που πραγματοποιήθηκε το ραντεβού μας είχε δεχτεί, ηλεκτρονικά, επτά. «Αυτό είναι», λέει, «το μεγαλύτερο κεφάλαιό μου: οι συγγραφείς. Από τη δική τους εκτίμηση και αγάπη αντλώ κουράγιο και θετική ενέργεια».
Πέρα από του εκδότη, η ίδια επωμίζεται κι άλλους ρόλους –του επιμελητή, του υπεύθυνου δημοσίων σχέσεων, ακόμα και του πωλητή όποτε χρειάζεται– ενώ η έδρα της «Κίχλης» και η διεύθυνση του σπιτιού της συμπίπτουν σε μια διώροφη μονοκατοικία, από τις λίγες που έχουν απομείνει γύρω από το Λόφο Σκουζέ, στα Σεπόλια. Με τι ασχολείται αυτές τις μέρες; «Με την ανατύπωση του βιβλίου της Αγγέλας Καστρινάκη για την μεταπολίτευση «Και βέβαια αλλάζει!» και με την έκδοση του «Σχοινοβάτη» του Κριστιάν Μπομπέν που δεν έχει καμμιά σχέση με τον «Σχοινοβάτη» του Ζενέ. Είναι ένα είδος φιλοσοφικού μύθου, με στοιχεία πλατωνικού διαλόγου και ερευνά τη σχέση ανάμεσα στα βιβλία και τα μεγάλα ερωτήματα της ύπαρξης. Καλά είναι τα βιβλία, λέει ο Μπομπέν, αλλά δεν δίνουν απάντηση σ´ αυτά τα μεγάλα ερωτήματα. Εκείνο που προέχει είναι να ανοίξουμε τις αισθήσεις μας στον κόσμο και στην ομορφιά των απλών, καθημερινών πραγμάτων. Άνθρωπος των βιβλίων είμαι κι εγώ αλλά, πράγματι, αν πάψει κανείς να νιώθει την ομορφιά θα βυθιστεί στην κατάθλιψη. Κι ένας εκδότης οφείλει να είναι αισιόδοξος!».
Μανιώδης αναγνώστρια από την εφηβική ήδη ηλικία με ... «μικρομέγαλα γούστα» –Κάφκα, Ντοστογιέφσκι, Ιονέσκο, Γκόγκολ, Τσέφωχ, Σαρτρ, Καμύ αλλά και Ιωάννου και Πεντζίκη και Χατζή– η ίδια, ακόμα κι όταν έδινε πανελλαδικές εξετάσεις, στη λογοτεχνία κατέφευγε για να πάρει δύναμη. «Έχω καταλήξει στο ότι αναγνώστης δε γίνεσαι, γεννιέσαι! Κάτι στην επαφή σου με την πραγματικότητα σε απωθεί και στρέφεσαι στα βιβλία για να καλυφθείς συναισθηματικά. Εκείνα τα χρόνια, πάντως, ειδικά αν ήσουν οργανωμένος ή κοντά στην Αριστερά, δεν νοείτο να μη διαβάζεις. Διαφορετικά δεν θα είχες φίλους και συνομιλητές». Με σπουδές φιλολογίας στην Ελλ´αδα και τη Γερμανία, με μια ανολοκλήρωτη επιστημονική εργασία πίσω της πάνω στο βυζαντινό ερωτικό μυθιστόρημα «Βέλθανδρος και Χρυσάντζα», με άρθρα, στον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο της, για δημιουργούς όπως ο Νίκος Καχτίτσης ή ο Γιώργης Παυλόπουλος και με μία και μοναδική απόπειρα ν' απλώσει κάτι πιο προσωπικό στο χαρτί –«ό,τι προέκυψε θα μείνει ανέκδοτο εσαεί!» – η Γιώτα Κριτσέλη συνεργάστηκε επίσης στην ταξινόμηση λογοτεχνικών αρχείων σε διάφορα ιδρύματα. Από τη θητεία της στον εκδοτικό χώρο θυμάται με συγκίνηση την περίοδο που εργάστηκε ως εξωτερική επιμελήτρια στη "Νέα Εστία" απολαμβάνοντας τις συζητήσεις με τον Σταύρο Ζουμπουλάκη. Στα μέσα δε της δεκαετίας του 2000, μετά τον θάνατο του Γιάννη Δουβίτσα, ανέλαβε στη «Νεφέλη» την ευθύνη της ελληνικής πεζογραφικής σειράς. «Εκεί, επειδή ακριβώς δεν ζούσε πια ο εκδότης, χρειάστηκε ν' ασχοληθώ με διάφορες όψεις της εκδοτικής διαδικασίας κι έμαθα πολλά».
Η «Κίχλη», δεν κουράζεται να το επαναλαμβάνει η Κριτσέλη, είναι καρπός μιας αυτοδίδακτης. Εμβλημά της; «Η απλότητα, η ανεπιτήδευτη κομψότητα. Το ν' αναδεικνύεται το περιεχόμενο ενός βιβλίου χωρίς να επισκιάζεται από τη μορφή του, συνιστά για μένα μέγιστη αρετή». Γιατί επιμένει στο πολυτονικό; «Όχι τόσο για γλωσσολογικούς λόγους όσο για αισθητικούς. Οι λέξεις δίχως πνεύματα και τόνους μου φαίνονται ....σαν φαλακρές. Η ελληνική τυπογραφία όπως αποκρυσταλλώθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα έχοντας αποβάλει την εκζήτηση της γραφής των χειρογράφων, σε συνδυασμό με το πολυτονικό, θεωρώ πως έφτασε σε μια αξιοζήλευτη αισθητική αρτιότητα. Ανάμεσα, πάντως σ´ ένα πλημμελώς επιμελημένο πολυτονικό βιβλίο κι ένα άριστα επιμελημένο μονοτονικό, σίγουρα είναι το δεύτερο που προτιμώ».
«Έχω καταλήξει στο ότι αναγνώστης δε γίνεσαι, γεννιέσαι! Κάτι στην επαφή σου με την πραγματικότητα σε απωθεί και στρέφεσαι στα βιβλία για να καλυφθείς συναισθηματικά.
Τα χειρόγραφα που παραλαμβάνει η ίδια τώρα διαφέρουν σημαντικά από εκείνα που ξεδιάλεγε στη «Νεφέλη»: «Τα μισά τουλάχιστον δεν αρκεί να τα ξεφυλλίσεις, πρέπει να τα διαβάσεις ως το τέλος για να διαμορφώσεις άποψη. Πριν από μια δεκαπενταετία, το 50% των χειρογράφων υπογράφονταν από ερασιτέχνες, έβλεπες και κείμενα παιδαριώδη. Σήμερα το μορφωτικό επίπεδο όσων ασχολούνται με τη λογοτεχνία είναι σαφώς υψηλότερο – οι επίδοξοι συγγραφείς είναι συνήθως και συστηματικοί αναγνώστες. Λαμβάνω και αυτοβιογραφικά γραπτά, αλλά τα μυθοπλαστικά υπερτερούν αριθμητικά. Είναι εντυπωσιακό πόσες ερωτικές ιστορίες έχω λάβει από άντρες! Διακρίνω μια έντονη αισθηματολογική ματιά εκ μέρους τους που ανατρέπει τα στερεότυπα. Πέρα από αγνώστους, όμως, δέχομαι προτάσεις κι από δοκιμασμένους ή κι από γνωστούς συγγραφείς. Η κρίση λειτούργησε ευεργετικά για την «Κίχλη», στο μέτρο που κάποιες σοβαρές επιχειρήσεις στράφηκαν προς εμπορικότερες εκδόσεις και παραμέλησαν την καλή ελληνική λογοτεχνία ως ασύμφορη. Υπάρχουν πολλοί συγγραφείς που νιώθουν στις μέρες μας άστεγοι, όχι επειδή απορρίπτεται η δουλειά τους, αλλά επειδή διαπιστώνουν ότι η ουσιαστική και γόνιμη επικοινωνία που επιζητούν με τον εκδότη γίνεται όλο και πιο δυσεύρετη».
Η Γ. Κριτσέλη επενδύει συνειδητά στους νέους πεζογράφους και «στον αντίποδα της κυρίαρχης φιλοσοφίας» όπως λέει, «δεν επιλέγω τα γραπτά τους με κριτήριο πόσο επίκαιρο ή μοδάτο είναι το θέμα τους. Η πλειοψηφία των κριτικών και των αναγνωστών διάβασαν το «Μάρτυς μου ο Θεός» του Μ. Τσίτα σαν προάγγελο της κρίσης, ενώ για μένα ήταν εξαρχής ένας καθρέφτης της ελληνικής κοινωνίας και της χρόνιας παθογένειάς της, δοσμένος μέσα από το παραλήρημα ενός μεγάλου που έχει τη ματιά ενός αθώου παιδιού, ενός σαλού. Στο «Δέντρο του Ιούδα» του Μιχάλη Μακρόπουλου, επίσης, η κρίση δεν μνημονεύεται παρά σε λίγες γραμμές. Ουσιαστικά, είναι μία νουβέλα γύρω από το ψυχικό αδιέξοδο ενός μεσήλικα, γραμμένη σε μια εξαιρετικά λιτή και ποιητική ταυτόχρονα γλώσσα που συνομιλεί με τη λογοτεχνική μας παράδοση».
Στα χρόνια που άνθησε η «Κίχλη», ο χώρος του βιβλίου δεινοπάθησε. Τι προσδοκίες τρέφει, ως εκδότρια, από τη νέα κυβέρνηση; «Πιο πολύ κι από την επαναφορά της ενιαίας τιμής ή ελαφρύνσεις στη φορολογία, απ΄ τη μεριά του κράτους θα 'θελα να χαραχτούν πολιτικές που θα διευρεύνουν το αναγνωστικό κοινό: από προγράμματα φιλαναγνωσίας στα σχολεία μέχρι τη στήριξη και την ενίσχυση των δημόσιων βιβλιοθηκών. Σ' αυτόν τον τομέα, των βιβλιοθηκών, η καθυστέρησή μας είναι τραγική για ευρωπαϊκή χώρα. Το ότι στο υπουργείο Πολιτισμού προΐσταται κάποιος όπως ο Νίκος Ξυδάκης που γνωρίζει τα θέματα, έστω κι αν τυπικά δεν ανήκουν όλα στη δική του δικαιοδοσία, με κάνει να αισιοδοξώ».
σχόλια