ΑΠΟΚΡΟΥΣΤΙΚΟ ΚΑΙ ΕΛΚΥΣΤΙΚΟ, εφιαλτικό και αισθησιακό, αηδιαστικό και ηδονικό είναι το μυθιστόρημα Οι 120 μέρες των Σοδόμων ή Το σχολείο της ελευθεριότητας του Μαρκησίου ντε Σαντ που κυκλοφορεί σε λίγες μέρες από τον Gutenberg, σε μετάφραση της Ρίτας Κολαΐτη. Τα επίθετα αυτά μπορεί να είναι κοινός τόπος για τους γνώστες του πιο σημαντικού, μολονότι ημιτελούς, έργου του Μαρκησίου.
Η χρήση τους εδώ δεν αφορά όμως το έργο καθαυτό αλλά τη μετάφρασή του στα ελληνικά. Τη διάβασα προσεκτικά και μπορώ να πω ότι ανταποκρίνεται πλήρως σε αυτό που ήθελε ο ίδιος ο συγγραφέας: να μας κάνει ικανούς να μπούμε στον πυρήνα της «μιαρότερης αφήγησης που έχει γίνει από καταβολής κόσμου», να δυσαρεστηθούμε, να νιώσουμε αποτροπιασμό, να αγανακτήσουμε, να ηδονιστούμε αλλά και να σκεφτούμε.
H μετάφραση ανταποκρίνεται ακόμη και στην ίδια την ατμόσφαιρα του βιβλίου και στη σκηνογραφία του. Μια ατμόσφαιρα σκοτεινή, απειλητική, ηδονική, ακόλαστη. Επιπλέον κατορθώνει να αναδημιουργεί ένα ηχητικό τοπίο, καθώς, ενώ τη διαβάζουμε, έρχονται στ’ αυτιά μας οι κραυγές της ηδονής και του πόνου των ηρώων του μυθιστορήματος.
Η ιστορία στο μυθιστόρημα τοποθετείται κάπου στις αρχές του 18ου αιώνα, δηλαδή την τελευταία περίοδο της βασιλείας του Λουδοβίκου 14ου. Τέσσερις ευυπόληπτοι ήρωες, ένας δούκας, ένας επίσκοπος, ένας δικαστής κι ένας φοροεισπράκτορας οργανώνουν ένα τετράμηνο ακολασίας σ’ έναν περίκλειστο πύργο της Ελβετίας.
Ρώτησα τη Ρίτα Κολαΐτη πόσο πρόκληση αλλά και πόσο προκλητικό είναι για έναν μεταφραστή αυτό το κλασικό και μυθικό πλέον έργο του Ντονασιέν Αλφόνς Φρανσουά ντε Σαντ, γραμμένο πριν από περίπου δυόμισι αιώνες. Μου λέει: «Μολονότι ο Ντε Σαντ ουδέποτε ολοκλήρωσε το συγκεκριμένο έργο (το τελευταίο μέρος του είναι ένας αριθμημένος κατάλογος ακραίων ηδονών και βασανιστηρίων), εντούτοις το έργο παραμένει το πλέον συνταρακτικό που γράφτηκε ποτέ. Εξού και η απίστευτη πρόκληση της μετάφρασής του.
Στο συγκεκριμένο έργο μυθοπλασίας, η βιαιότητα των περιγραφών δεν είναι η μόνη πρόκληση για τον μεταφραστή. Το μεγάλο στοίχημα είναι να πράξει έτσι ώστε ο πλούτος και η ακρότητα του σαδικού λόγου να τιθασευτούν, να μεταφερθούν σε μια άλλη γλώσσα με λέξεις βουτηγμένες στο αίμα και στο σπέρμα, στο χύσι, όπως αμέτρητες φορές επαναλαμβάνει ηδονικά ο συγγραφέας».
Αλλά αρκεί ένας μεταφραστής να έχει μεταφράσει παρόμοια κείμενα ή χρειάζεται κάτι περισσότερο, κάτι διαφορετικό όταν φτάνει στον Ντε Σαντ και ιδιαίτερα στα Σόδομα, τη ρωτώ: «Η μετάφραση ενός ακόλαστου, βέβηλου, ακραία προκλητικού κειμένου σε μια άλλη γλώσσα απαιτεί μεγάλη εξοικείωση του μεταφραστή με ανάλογα γραπτά. Εντούτοις, ο σοκαριστικός λόγος του Ντε Σαντ απαιτεί ειδικές μεταφραστικές ακροβασίες· απαιτεί απίστευτη προσοχή ώστε να βρεθούν οι αντίστοιχες λέξεις που θα έχουν την ίδια δύναμη, θα προκαλούν το ίδιο αίσθημα απόλαυσης ή απέχθειας στον αναγνώστη, θα σκιαγραφούν με τη μέγιστη πιστότητα την εποχή, θα μεταφέρουν στο ακέραιο την απεικόνιση ενός περίκλειστου κόσμου βουτηγμένου σε μια ακραία ηδονή που, κάποιες στιγμές, ταυτίζεται με τη φρίκη».
Και πώς το πέτυχε αυτό; Της πέρασε καθόλου από το μυαλό να εξωραΐσει το κείμενο, όπως έχουμε δει να συμβαίνει στο παρελθόν με άλλα έργα; «Ως μεταφράστρια του συγκεκριμένου βιβλίου, το τελευταίο πράγμα που θα ήθελα ήταν το μετάφρασμα να είναι λιγότερο σοκαριστικό, λιγότερο άσεμνο από το πρωτότυπο. Το ήθελα εξίσου ελευθέριο, εξίσου προκλητικό, εξίσου συγκλονιστικό. Και βέβαια ένα κείμενο στο οποίο η σεμνοτυφία δεν θα έχει καμιά θέση. Λέξεις όπως “ψωλή”, “ψωλόχυμα”, “μουνί”, “κωλότρυπα”, “μαλακίζομαι”, “χύσι”, “κωλογαμώ” κ.ά. είναι λέξεις που διατηρούνται ανά τους αιώνες, πράγμα που σημαίνει πως η λαγνεία έχει τον δικό της, μοναδικό τρόπο να εκφράζεται. Σε όλες τις γλώσσες του κόσμου, έχει το δικό της λεξιλόγιο για τους μυημένους σε αυτήν! Ο Ντε Σαντ ηδονίζεται γράφοντάς τες, καυλώνει. Και το κάνει με τρόπο επίμονο, εμφατικό, εξαντλητικό, προστακτικό. Ποιος θα τολμούσε να παραβεί την προσταγή του, να βεβηλώσει με έναν ψευτοκαθωσπρεπισμό το έργο του “θεϊκού μαρκησίου”;»
Ο Ντε Σαντ άρχισε να γράφει το μυθιστόρημα Οι 120 μέρες των Σοδόμων το 1782. Είχε γεννηθεί το 1740 και είχε πίσω του μια περιπετειώδη ζωή, βουτηγμένη στην ακολασία και στην παραφορά (οι λέξεις είναι δικές του). Η φυλακή ήταν το κυρίως σπίτι του. Το 1784 κλείστηκε στις φυλακές της Βαστίλης με βασιλικό διάταγμα, χωρίς δίκη, μετά από αίτημα της πεθεράς του, της Μαντάμ ντε Μοντρέιγ, που δεν άντεχε να βλέπει τον γαμπρό της να σπαταλά την προίκα της κόρης της, της Ρενέ-Πελαζί, και να ντροπιάζει την οικογένειά της με τα σεξουαλικά του σκάνδαλα.
Στις φυλακές ο Ντε Σαντ διάβαζε, έγραφε, έτρωγε πολύ και αυνανιζόταν. Στην αλληλογραφία του αναφέρει ότι στη διάρκεια δύο ετών είχε αυνανιστεί 6.000 φορές, δηλαδή μισή ντουζίνα αυνανισμοί την ημέρα. Το 1785 άρχισε να αντιγράφει το μυθιστόρημα Οι 120 μέρες των Σοδόμων, από φόβο μήπως του το κατάσχουν ή καταστραφεί. Έτσι όπως ήταν ημιτελές, αντέγραψε το έργο πάνω σε ένα ρολό χαρτιού, μήκους περίπου 12 μέτρων και πλάτους 12 εκατοστών, με μια πυκνότατη γραφή που μπορεί να παρομοιαστεί με το πάτημα της μύγας.
Η αντιγραφή έγινε γρήγορα, κράτησε μόλις 35 μέρες. Ο Μαρκήσιος έβαλε το χειρόγραφο, για να το προστατεύσει, σε ένα γοδεμίχιο, ένα αντικείμενο σε σχήμα φαλλού σε στύση που το χρησιμοποιούσαν στα σεξουαλικά παιχνίδια, πρόδρομο του σημερινού δονητή. Έκρυψε το γοδεμίχιο σε τοίχο του κελιού, όπου βρέθηκε αργότερα, αφού στις 4 Ιουλίου 1789, λίγο πρέπει πέσει η Βαστίλη, μεταφέρθηκε στο άσυλο του Σαραντόν, «γυμνός σαν σκουλήκι», όπως έγραψε, χωρίς να του επιτραπεί να πάρει τίποτα μαζί του.
Στο μυθιστόρημα αυτό ο Μαρκήσιος ντε Σαντ χρησιμοποιεί την υψηλή λογοτεχνική γλώσσα της εποχής του Διαφωτισμού για να καταγράψει τις σκέψεις του σε σχέση με την εξουσία, την υποταγή, την αισθητική, την ηθική, τη βία, το κακό, τη διαστροφή και την αρετή, μαζί με μια γλώσσα άσεμνη και ακόλαστη για να παρουσιάσει ένα πλήθος παρεκτροπών (η λέξη και πάλι δική του) που έχουν σχέση με τον σοδομισμό, την παιδοφιλία, την κοπροφαγία και κοπρολαγνεία, τη βρομολαγνεία, τη νεκροφιλία, την αιμομιξία, τη φυσική εξόντωση. Γράφει ο Μαρκήσιος: «Πολλές από τις παρεκτροπές που θα σου περιγράψουμε θα σε δυσαρεστήσουν, το γνωρίζουμε, όμως θα υπάρξουν κάποιες οι οποίες θα σε εξάψουν σε βαθμό που θα σου κοστίσουν άφθονο ψωλόχυμα, κι αυτό ακριβώς χρειαζόμαστε. Αν δεν λέγαμε, δεν αναλύαμε τα πάντα, πώς θα μαντεύαμε τι σου ταιριάζει;».
Η ιστορία στο μυθιστόρημα τοποθετείται κάπου στις αρχές του 18ου αιώνα, δηλαδή την τελευταία περίοδο της βασιλείας του Λουδοβίκου 14ου. Τέσσερις ευυπόληπτοι ήρωες, ένας δούκας, ένας επίσκοπος, ένας δικαστής κι ένας φοροεισπράκτορας οργανώνουν ένα τετράμηνο ακολασίας σ’ έναν περίκλειστο πύργο της Ελβετίας. Συμμετέχουν συνολικά σαράντα έξι άτομα: οι τέσσερις οργανωτές, οι σύζυγοί τους, οκτώ αγόρια, οκτώ κορίτσια, οκτώ γαμιάδες, τέσσερις ιστορήτριες που διηγούνται σεξουαλικές εμπειρίες τους για να διεγείρουν τους συμμετέχοντες, δέκα γυναίκες μαγείρισσες και προσωπικό. Από τους σαράντα έξι, οι τριάντα κατακρεουργήθηκαν. Μόνο δεκαέξι επέστρεψαν ζωντανοί στο Παρίσι.
Οι τέσσερις εκλαμπρότατοι δείχνουν ότι η διαστροφή κατοικεί μέσα σε αυτό που θεωρείται νορμάλ. Άλλωστε ο Ντε Σαντ λέει ότι «η διαστροφή είναι εξίσου απαραίτητη για τους νόμους της φύσης όσο και η αρετή». Λέει επίσης ότι «η ευτυχία δεν βρίσκεται στην απόλαυση αλλά στην επιθυμία, στη συντριβή του φράγματος που βρίσκεται μπρος από την επιθυμία».
Ρωτώ τη Ρίτα Κολαΐτη για τη στοχαστική, φιλοσοφική πλευρά των Σοδόμων. Λέει: «Το βιβλίο δεν είναι απλώς μια αφήγηση ηδονόχαρων και ακραίων πράξεων. Είναι μια λογοτεχνία υψηλού επιπέδου απ’ όπου η γαλλική γλώσσα του Διαφωτισμού αναδύεται ατόφια, αναλλοίωτη. Οι σελίδες περί ελευθεριότητας είναι μοναδικές. Ένας λόγος ποιητικός, φιλοσοφικός, επαναστατικός, μεθυστικός, που στηλιτεύει την υποκρισία Κλήρου και ευγενών και προτρέπει τον λαό σε μια καθολική εξέγερση, λίγα χρόνια πριν από το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης».
Το χειρόγραφο του Μαρκησίου ντε Σαντ γνώρισε πολλές περιπέτειες μέσα στον 19ον αιώνα. Εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1904 από τον Γερμανό γιατρό Ιβάν Μπλοχ, χωρίς το όνομα του Ντε Σαντ. Ο Μπλοχ, που ήταν δερματολόγος, ψυχίατρος και σεξολόγος, το εξέδωσε ως ένα βιβλίο κλινικών περιπτώσεων που εικονογραφούσε τις διαστροφές του γαλλικού λαού. Ξέρουμε, βέβαια, την υποδοχή που είχε το έργο του Ντε Σαντ τον 20ό αιώνα, την αποθέωσή του ως λογοτεχνικού αριστουργήματος, την ανακήρυξή του σε «εθνικό θησαυρό» για τη Γαλλία, κυρίως όμως την επίδραση που άσκησε όχι μόνο στη λογοτεχνία αλλά και στη σκέψη του 20ού αιώνα, έως σήμερα. Η νέα μετάφρασή του στα ελληνικά είναι, αναμφισβήτητα, γεγονός.
1
«“Ξαπλῶστε κατάχαμα”, μοῦ εἶπε πετώντας μερικὰ μαξιλάρια, “ἐκεῖ, ναί, ἔτσι... Μὲ τὰ πόδια καλὰ ἀνοιγμένα, τὸν κῶλο λίγο σηκωμένο καὶ τὴν τρύπα ὅσο πιὸ ἀνοιχτὴ γίνεται. Λίγο καλύτερα ἀκόμη”, συνέχισε βλέποντας τὴν ὑπακοή μου. Καὶ τότε, ἀφοῦ πῆρε ἕνα σκαμνί, τὸ ἔβαλε ἀνάμεσα στὰ σκέλια μου καὶ κάθισε πάνω του, μὲ τρόπο ποὺ ἡ ψωλή του, τὴν ὁποία ἐπιτέλους ἔβγαλε ἀπ᾿ τὸ κοντοβράκι του καὶ τὴν ἔπαιξε, βρέθηκε, ἂς ποῦμε, στὸ ὕψος τῆς τρύπας ποὺ ἐκεῖνος θυμιάτιζε. Τότε οἱ κινήσεις του ἔγιναν πιὸ γοργές. Μὲ τὸ ἕνα χέρι μαλακιζόταν, μὲ τὸ ἄλλο ἄνοιγε τὰ κωλομέρια μου, διανθίζοντας τὰ ἐγκώμια μὲ πολλὲς βρισιές: “Ἄ! Γαμημένε Θεέ, τί ὡραῖος κῶλος”, ἀναφωνοῦσε, “τί ὡραία τρύπα καὶ πῶς θὰ τὴν πλημμυρίσω!” Κράτησε τὸν λόγο του».
2
«Ἀφότου ὁ ἄνθρωπος ὑποτιμᾶ τὸν ἑαυτό του, τὸν ἐξευτελίζει μὲ ἀκρότητες, ἡ ψυχή του ρέπει πρὸς τὴ διαστροφὴ ἀπὸ τὴν ὁποία δὲν μπορεῖ πλέον νὰ ξεφύγει. Σὲ οἱανδήποτε ἄλλη περίπτωση, ἡ ντροπὴ θὰ λειτουργοῦσε ὡς ἀντίβαρο στὶς διαστροφὲς στὶς ὁποῖες τὸ πνεῦμα του ἐνδεχομένως τὸν συμβουλεύει ν᾿ ἀφεθεῖ· ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι πλέον ἀνέφικτο: εἶναι τὸ πρῶτο αἴσθημα ποὺ ὁ ἴδιος ἔσβησε, τὸ πρῶτο ποὺ ἀπόδιωξε μακριά του· ἔτσι, ἀπὸ τὴν κατάσταση ποὺ βρίσκεται, δηλαδὴ νὰ μὴν ἐρυθριᾶ πλέον, μέχρι ἐκείνη τοῦ νὰ ἀρέσκεται σὲ ὅ,τι κάνει τοὺς ἄλλους νὰ ἐρυθριοῦν, μεσολαβεῖ μόλις ἕνα βῆμα. Ὁτιδήποτε τὸν ἐπηρέαζε ἄλλοτε δυσάρεστα, τώρα βρίσκει μιὰ ψυχὴ ἀλλιώτικα προετοιμασμένη, μεταμορφώνεται σὲ ἀπόλαυση καί, στὸ ἑξῆς, ὁτιδήποτε σχετίζεται μὲ τὴν καινούργια κατάσταση ποὺ ὁ ἴδιος υἱοθετεῖ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι ἡδυπαθές». «Ναί, ἀλλὰ πόσο δρόμο χρειάζεται νὰ διανύσει κανεὶς βουτηγμένος στὴ διαστροφὴ γιὰ νὰ φτάσει ἐκεῖ!» σχολίασε ὁ ἐπίσκοπος. «Συμφωνῶ», εἶπε ὁ Κιρβάλ, «ὅμως αὐτὴ ἡ πορεία γίνεται ἀδιόρατα, τὴν ἀκολουθοῦμε σὲ δρόμο ἀνθόσπαρτο· ἡ μιὰ ἀκρότητα ὁδηγεῖ στὴν ἄλλη· ἡ φαντασία, πάντα ἀκόρεστη, μᾶς ὁδηγεῖ σύντομα στὸ ἔσχατο ἄκρο καί, καθὼς ἡ διαδρομή της σκληραίνει τὴν καρδιά, μόλις ἐπιτύχει τὸν ἀπώτατο σκοπό της, αὐτὴ ἡ καρδιὰ ποὺ ἄλλοτε ἔκρυβε μέσα της κάποιες ἀρετές, δὲν ἀναγνωρίζει πλέον παρὰ μόνο μία. Συνηθισμένη σὲ πιὸ ζωηρὰ πράγματα, ἀποτινάζει γρήγορα τὶς μαλθακὲς καὶ ἄνοστες ἐντυπώσεις ποὺ τὴ μεθοῦσαν ὣς τότε καί, νιώθοντας πὼς ἡ αἰσχροσύνη καὶ ἡ ἀτίμωση θὰ εἶναι ἡ συνέχεια τῶν καινούργιων της παρορμήσεων, ἀρχίζει νὰ συμφιλιώνεται μαζί τους γιὰ νὰ μὴν τὶς φοβᾶται πλέον. Ἡ καρδιὰ δὲν τὶς ἐνστερνιζόταν ἄλλοτε, τώρα ὅμως τὶς ἀγαπᾶ, γιατὶ ἀνήκουν στὴ φύση τῶν καινούργιων της κατακτήσεων, κι αὐτὸ δὲν ἀλλάζει πιά».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.