1. Μνήμη/Μίλημα: Υπάρχουν βιβλία προς τέρψιν, υπάρχουν βιβλία προς γνώσιν, υπάρχουν βιβλία προς συμμόρφωσιν, υπάρχουν βιβλία που είναι πολύτιμα, καθότι συνδυάζουν όλα αυτά και πολλά ακόμα.
Μέσα στων καιρών το αλαλούμ και στον έρποντα ζόφο, έχουμε τιγκάρει από κείμενα που αναθεματίζουν, που διαλαλούν πραμάτειες λύσεων και κριτικής, που αναλύουν το αδιανόητο, κάνοντάς το, δυστυχώς, ακόμα πιο αδιανόητο.Το παράλογο τρίβει τα χέρια του, η λογική μοιάζει να έχει γίνει το Κοριτσάκι με τα Σπίρτα.
Ο Βασίλης Καραποστόλης, πανεπιστημιακός και λογοτέχνης, δάσκαλος και δοκιμιογράφος, χαρτογράφος της κοινωνικής παραφροσύνης και διάκονος της ηδείας συνέσεως που θέλει να πλουτίζεται από τις μνήμες και τις συγκινήσεις, έρχεται να μας μιλήσει –ναι, να μας μιλήσει: και τα τρία μέρη του νέου του βιβλίου είναι σαν ομιλίες σ’ ένα καφενείο, ας πούμε στο Καφενείο της Χαμένης Νιότης, που τόσο αγάπησε ο Γκι Ντεμπόρ– για γεγονότα, για πράγματα που έχουν γίνει, για καταστάσεις που τις έζησαν κάποιοι παλιότεροι από εμάς και που εμείς προλάβαμε να τσακώσουμε μια ματιά από την άλω τους, κάτι να μυρίσουμε από το άρωμά τους, μερικά ξέφτια τους να τα καρφιτσώσουμε στο τζάκετ της εφηβείας μας (που με τόση ευφροσύνη, και αφροσύνη, σύμφωνοι, παρατάθηκε). Στην Εποχή της όρεξης – Ακολουθώντας τα ίχνη του ’60 (εκδ. Πατάκη), ο Καραποστόλης καταγράφει την ατμόσφαιρα μιας εποχής, την πραγματική πραγματικότητά της. Δεν είναι μελαγχολικός νοσταλγός, είναι ευαίσθητος ντοκιμαντερίστας. Κείμενο-βεριτέ, τα είδε και τα άκουσε όσα γράφει, μπάνισε από τις χαραμάδες σε πόρτες και ντουβάρια τι γίνεται στη γειτονιά, αφουγκράστηκε στα φανερά και κρυφάκουσε αθέατος, πήρε είδηση, πήρε μυρωδιά. Και, γενναιόψυχα, μας κερνάει την πείρα και τη γνώση. Λέξεις που έλαμπαν από νόημα, που προσδιόρισαν/εξέφρασαν/τόνισαν το πνεύμα μιας δεκαετίας: ηλεκτρικά είδη.
2. Να χάνονται: «Οι μηχανές δεν σκέφτονται κι εκείνοι θα ’θελαν να μην είναι μηχανές. Όχι για να σκέφτονται, όμως. Κάτι άλλο συντελείται μέσα στο κρανίο τους όταν απλώνουν τα πόδια τους πάνω στην καρέκλα, έχοντας βάλει λουκέτο στο μαγαζί τους. Ένας ξένος φίλος μου, που ήρθε κάποτε στη χώρα μας, παρατηρούσε με απορία: “Μα, τι σκέφτονται τόση ώρα;”. Έβλεπε άνδρες στα καφενεία να παίζουν κομπολόι κοιτάζοντας κάπου πέρα, μακριά. Έμοιαζαν, πράγματι, απορροφημένοι σε διαλογισμούς. Δεν ήταν, όμως. “Τόση ώρα να σκέφτονται;”, ειρωνεύτηκε ο Μάικ. “Δεν σκέφτονται”, του είπα. “Χάνονται. Αυτό θέλουν, να χάνονται”». (Η εποχή της όρεξης, σ. 162)
3. Πολύτιμο Εφαλτήριο: Μου μιλάει ο Καραποστόλης, με τον ήπιο λόγο του (που είναι γεμάτος κρυφές, βραχνές εντάσεις, βέβαια), για όσα συνέβησαν όχι λες κι επρόκειτο για μια χρυσή, μυθοποιημένη εποχή, αλλά για να μου θυμίσει από τι μακελειό κατάγομαι, για να κάτσω να σκεφτώ τι κουβαλάω μέσα μου, όλα τα ανάκατα, όπως λέει, που όλοι μας, πολλές φορές χωρίς να το σκεφτόμαστε όσο θα έπρεπε, έχουμε μες στον καθημερινό κι αιώνιο γυλιό μας. Μιλώντας για τα δικά του, με παρακινεί να μιλήσω για τα δικά μου. Δεν είναι μονάχα κόψε-ράψε η ζωή, ούτε και μόνο τραβάει την ανηφόρα. Είναι η ζωή μαζί το υψηλό και το χθαμαλό, ο απαστράπτων χορός των βλέψεων και των φιλοδοξιών και, συνάμα, η λυτρωτική καταβύθιση στο χθαμαλό, το ανακουφιστικό αραλίκι, να κοιτάς το κενό ή το ταβάνι με τις ώρες, αυτό που λέγαμε, παλιά, με τον Νίκο τον Καρούζο, απόρρητο τεμπελίκι. Κι εμείς, μαζί με τον Καραποστόλη, γινόμαστε αλάνια ψυχογεωγράφοι, αναγορευόμαστε σε χαμίνια εθνογράφους του δρόμου – street ethnographers, άμα λάχει.
Η Εποχή της όρεξης είναι λογοτεχνία που ψιθυρίζει μαγγανείες, είναι το νεγκατίφ του χρησμού και της νουθεσίας, είναι οι φωτογραφίες της Άννας Βηχ, οι φράσεις του Χρήστου Βακαλόπουλου, τα νεύματα του Γιώργου Ιωάννου, τα ταξίμια του Ιορδάνη Τσομίδη όταν έφτιαχνε, παρέα με τον Phil Woods, τον απίθανο δίσκο «Greek Cooking», το βλέμμα του Σταύρου Τορνέ όταν κινηματογράφιζε τον Στέλιο Αναστασιάδη, είναι (πάλι Καρούζος) η «ευγένεια της κωμωδίας μας» και μαζί (Γιάννης Κουνέλλης) ο «γεμάτος αίμα, μαύρο μέταλλο, λιθάρια, πανιά, χώμα ψυχισμός μας». Ένα βιβλίο που δεν το αφήνεις, ναι, page turner, αλλά και που το πιάνεις και το ξαναπιάνεις, το ακούς, το βλέπεις, το συστήνεις, το αφηγείσαι, το χρησιμοποιείς σαν
εφαλτήριο για να πεις τα δικά σου. Πολύτιμο, ας το επαναλάβω!
σχόλια