Η Πατρίτσια Χάισμιθ ανήκε στη ρομαντική φάρα των ανθρώπων που δεν άντεξαν ποτέ τη μετριότητα γι' αυτό και πρέσβευαν πως η συνθήκη της καθημερινότητας, οι επιταγές της κοινωνικής συναναστροφής, το σχολείο και η οικογένεια είναι απλώς φυλακές που εγκλωβίζουν το αδυσώπητο ταλέντο. Και όταν αυτό απελευθερωθεί, είναι φυσικό να μη γνωρίζει ούτε ιερό ούτε όσιο, θέλοντας απλώς να μετασχηματίσει κάθε είδους τετριμμένης ηθικότητας σε δολοφονικό οίστρο. Το έλεγαν όλοι οι ήρωες της Χάισμιθ, ο Όσκαρ Ουάιλντ, ο Νίτσε, οι μεγάλοι Κυνικοί, ακόμα και ο Τομ Ρίπλεϋ: οι άνθρωποι είναι απόλυτα προβλέψιμοι και το μόνο που τους κάνει συναρπαστικούς είναι η τέχνη. Μόνο αυτή μπορεί να μετατρέψει καντάρια κανονικότητας σε θανατηφόρο –κυριολεκτικά και μεταφορικά– στυλ.
Κι αυτό έκανε η ίδια από μικρή: με όπλο τη φαντασία που της κληροδότησαν τα νοτισμένα στην υγρασία τοπία του Τέξας, οι ντόπιοι θρύλοι και το γοτθικό σκηνικό του τόπου της, κατάφερε να στήσει υπέροχες ιστορίες κρυμμένη στα σκοτάδια, όπως είναι και ο χαρακτηριστικός τίτλος της βιογραφίας της, Ζωή στο σκοτάδι (εκδόσεις Νεφέλη) που έγραψε ο Άντριου Γουίλσον. Η ανάγκη της να ανταποκριθεί στο εύθραυστο γυναικείο σώμα που της χάρισε η φύση («ένιωθα πάντα άντρας στο σώμα γυναίκας» έλεγε) αλλά και στις επιταγές μιας αλλόκοτης μητέρας που δεν την ήθελε ούτε καν όταν ήταν στην κοιλιά της την οδήγησαν στην εσωστρέφεια και στο διάβασμα. Η μικρή Πατ κατέβαζε τόνους από βιβλία, όπως μας πληροφορεί και η βιογραφία της, και κλεινόταν για ώρες στις βιβλιοθήκες, εξερευνώντας συγγράμματα για τον ανθρώπινο εγκέφαλο, εκλαϊκευτικά δοκίμια για την τρέλα, βιβλία ψυχολογίας που μόλις είχαν αρχίσει να γίνονται της μόδας – ειδικά του αγαπημένου της Σίγκμουντ Φρόιντ.
Σε αντίθεση με τους υπόλοιπους ήρωες των αστυνομικών, οι δικοί της πρωταγωνιστές δεν σκοτώνουν από μίσος, ζηλοφθονία ή φθόνο, σκοτώνουν γιατί κάποιος πρέπει να το κάνει ή γιατί έτσι πρέπει να συμβεί. Βασική, αν και ασυνείδητη κινητήριος δύναμη των πράξεών τους είναι το ένστικτο του έρωτα ή του θανάτου.
Ήξερε, άλλωστε, όπως κι αυτός, ότι το δίπολο μιας ζωής που διχάζεται ανάμεσα στην κοινωνική ευπρέπεια και στο παράφορο πάθος, το σεξ και τη λογική απλώς αναδεικνύει τη σχιζοφρένεια της ανθρώπινη φύσης. «Είναι παράλογο να μοιράζονται οι άνθρωποι σε καλούς και κακούς. Οι άνθρωποι είναι είτε γοητευτικοί είτε κουραστικοί» έγραφε ο ομοϊδεάτης της Χάισμιθ, Όσκαρ Ουάιλντ, γνωρίζοντας πως η ηθική υπάρχει μόνο ως μανδύας του προβλέψιμου. Όσο για την ίδια, η ηθική ήταν απλώς το καταφύγιο της ανεπάρκειας και ως εκ τούτου οι υγιείς, ευτυχείς και ισορροπημένοι άνθρωποι δεν θα μπορούσαν ποτέ να αποτελέσουν το υλικό μιας πιθανής ιστορίας – πόσο μάλλον δυνατής συναναστροφής. Γράφει χαρακτηριστικά στο ημερολόγιό της το 1942: «Νομίζω ότι οι άνθρωποι θα έπρεπε να μπορούν να εκφράζουν ελεύθερα τις ανωμαλίες, διαστροφές, μαύρες σκέψεις που έχουν στο κεφάλι τους. Οι τρελοί είναι οι μόνοι δραστήριοι άνθρωποι και αυτοί θα έπρεπε να φτιάξουν τον κόσμο».
Γι' αυτό και στα 28 της φρόντισε να «φτιάξει» τον πρώτο αμοραλιστή ήρωά της, τον Μπρούνο, από το Ξένοι στο τρένο, που τα δικαιώματά του αγοράζει ο Χίτσκοκ. Η επιτυχία έρχεται με το καλημέρα. Έκτοτε, η διάσημη, πλέον, Αμερικανίδα συγγραφέας καθιερώνει και το χαρακτηριστικό στυλ γραφής, που με τρόπο απλό και απέριττο αποδίδει τις πιο ανήκουστες καταστάσεις. Πρόσφατα, η Τζίλιαν Φλιν έλεγε σε συνέντευξή της ότι η Χάισμιθ «κάνει τους πιο παράλογους χαρακτήρες να μοιάζουν απόλυτα λογικοί, σε σημείο που ο αναγνώστης να νιώθει ότι ταυτίζεται απόλυτα με τον πιο ψυχοπαθή δολοφόνο». Σε καμιά περίπτωση η Χάισμιθ δεν έγραφε έξω από το πλαίσιο ενός απόλυτα συγκροτημένου κειμένου –με λέξεις που έκοβαν σαν μαχαίρι και έναν παγωμένο αέρα που διαπερνούσε τις καλοστιλβωμένες φράσεις–, γνωρίζοντας καλά ότι απευθύνεται εξίσου σε όλους: στον απελπισμένο, τον μέσο αναγνώστη, τον ποιητή, τον άνθρωπο της τέχνης, τον μανιακό καταναλωτή νουάρ.
Αυτός ήταν, άλλωστε, ο στόχος της. «Αν η ιστορία είναι καλή και διασκεδαστική, μπορεί να την απολαύσει ο οποιοσδήποτε, τόσο ο διανοούμενος, όσο και ο λάτρης του μυστηρίου και της αγωνίας» θα υποστηρίξει στο Πώς να γράψετε ένα μυθιστόρημα αγωνίας (και δράσης) (εκδόσεις Πατάκη). Μόνο που το «διασκεδαστικός» για εκείνη σημαίνει να έχει διαπράξει εκατοντάδες φόνους και μετά να μπορεί να απολαμβάνει με την ίδια νωχελική και ευφάνταστη αμεριμνησία το αγαπημένο του κρασί. Χωρίς μάλιστα την παραμικρή ενοχή, καθώς το χριστιανικό αυτό αίσθημα αφορούσε μόνο τους μέτριους και τους χαμένους, αυτούς που έχουν καταθέσει προ πολλού τα όπλα της δημιουργικότητας. Όπως έγραφε και ο αγαπημένος της φιλόσοφος, ο Νίτσε, «η ενοχή είναι η απαρχή όλων των δεινών, αφού κάνει το ανεξόφλητο χρέος να εσωτερικεύεται σαν μια διαρκής υποχρέωση αυτοτιμωρίας».
Μακριά από τέτοια ένδειξη, οι ήρωες της Χάισμιθ –όπως ο θρυλικός Τομ Ρίπλεϊ– μπορούν να συνεχίσουν να σκοτώνουν με τον ίδιο τρόπο που ζωγραφίζουν, απαγγέλλουν Σέλεϊ και απολαμβάνουν έναν πίνακα του Σεζάν. Σε όλα τα μυθιστορήματά της το λεπτεπίλεπτο στυλ είναι η οντολογική αρχή, το υπέροχο φόντο πάνω στο οποίο ξεδιπλώνονται όλα τα ένστικτα – ίσως το στυλ είναι και αυτό που μετατρέπει τους ψυχρούς δολοφόνους σε υποδειγματικούς δημιουργούς. Αυτό που διαχωρίζει, για παράδειγμα, τον φιλήσυχο ήρωά της Ντέιβιντ στο Αυτή η γλυκιά αρρώστια (κυκλοφόρησε πρόσφατα σε αναθεωρημένη έκδοση στη νέα σειρά Ρocket από το Μεταίχμιο) από τους υπόλοιπους είναι η διαποτισμένη από το καλλιτεχνικό μεγαλείο φαντασία του: «Το σπίτι ήταν για να ονειρεύεται και όχι για να συνωμοτεί ή να εκνευρίζεται, και καμιά ανησυχία για τίποτα, καμιά υποψία, καμιά αποτυχία, καμιά χρονοτριβή –επειδή ούτε κι ο χρόνος υπήρχε εκεί– δεν συννέφιαζε τα οράματά του όταν ξάπλωνε μπροστά στο τζάκι και η μουσική, σαν θυμίαμα, καθοδηγούσε τη διάθεσή του – ο ευγενής μαθηματικός νους του Μπαχ, του Μπραμς, η ηρωική τρυφερότητα». Και η Χάισμιθ δεν έτρεφε ποτέ αυταπάτες ως προς το τι ακριβώς υπάρχει μέσα κι έξω από κάθε αμερικανικό «σπίτι»: αποποιήθηκε από νωρίς τις ψευδαισθήσεις, τα ψέματα που τους έλεγαν από μικρά, τα απαλά νανουρίσματα και τα παραμύθια ότι δεν υπήρχαν λύκοι έξω από την πόρτα. Για την ίδια τη Χάισμιθ οι λύκοι παραμόνευαν πάντα και παντού – και συνήθως αποκτούσαν τη μορφή ενός έρωτα.
Ο έρωτας κι ο θάνατος είναι στα κατ' επίφασιν νουάρ μυθιστορήματά της το κλειδί που ξεδιπλώνει τα μύχια του ανθρώπου, αφού σαφές κίνητρο δεν υπάρχει. Σε αντίθεση με τους υπόλοιπους ήρωες των αστυνομικών, οι δικοί της πρωταγωνιστές δεν σκοτώνουν από μίσος, ζηλοφθονία ή φθόνο, σκοτώνουν γιατί κάποιος πρέπει να το κάνει ή γιατί έτσι πρέπει να συμβεί. Βασική, αν και ασυνείδητη κινητήριος δύναμη των πράξεών τους είναι το ένστικτο του έρωτα ή του θανάτου. Ο θάνατος παραμονεύει σε κάθε βήμα ως απλή, φυσική εκδοχή της ατελεύτητης φυσικής ροής των πραγμάτων αλλά και ως απλή, συμβολική μεταποίηση ρόλων, αφού για να επιβιώσεις πρέπει να σκοτώσεις τον άλλο εαυτό σου ή τα αγαπημένα σου κομμάτια (kill your darlings).
Όσο για τον έρωτα, δεν είναι παρά μια δολοφονική, κανιβαλιστική αναμέτρηση με το αντικείμενο του πόθου – ο Ρίπλεϋ ξεκίνησε τις δολοφονίες σκοτώνοντας τον μοναδικό ίσως άνθρωπο που ερωτεύτηκε, έστω κι ασυνείδητα, σε όλη τη σειρά από βιβλία, τον πλούσιο, γοητευτικό Γκρίνλιφ, αποκτώντας μάλιστα τα χαρακτηριστικά του και κλέβοντάς του την ταυτότητα. Το folie à deux που δεσπόζει στα περισσότερα βιβλία της Χάισμιθ αναπτύσσεται κατά κύριο λόγο σε ανθρώπους του ίδιου φύλου, κάτι που συνιστά, πέρα από συνειδητή επίδειξη μιας ομοφυλοφιλικής ταυτότητας, αποτέλεσμα της μόνιμης αναμέτρησης που έχουμε με τον ίδιο μας τον εαυτό. Αυτός είναι που δεν θα πάψει ποτέ να ανταγωνίζεται τα πιο υπέροχα ή απαίσια κομμάτια του και θα μας κάνει φύσεις ανάλγητες και αντιφατικές. Αυτοεξόντωση και τρέλα ενυπάρχουν στον καθένα μας σε αμέτρητες δόσεις.
Γι' αυτό ίσως ο κόσμος αγάπησε τόσο τα βιβλία της Πατρίτσια Χάισμιθ, από τα λιγότερο δημοφιλή, όπως το Κάρολ, το οποίο εξέδωσε με ψευδώνυμο τη συντηρητική δεκαετία του '50, περιγράφοντας τον έρωτα ανάμεσα σε δύο γυναίκες, και έγινε το απόλυτο μπεστ σέλερ, μέχρι τη «Ριπλιάδα», ήτοι τα πέντε βιβλία της σειράς, με πρώτο τον Ταλαντούχο κύριο Ρίπλεϋ (εκδόσεις Άγρα) – για τον συναρπαστικό ψυχοπαθή ήρωα που ζει στα πιο όμορφα μέρη της Μεσογείου (Μοντζιμπέλο, Νάπολη, Ρώμη και, τέλος, έξω από το Παρίσι, όπου βρίσκεται το πανέμορφο εξοχικό του). Ο κοσμοπολιτικός αέρας αντικατοπτρίζει τη μανιακή τάση της Χάισμιθ να ταξιδεύει διαρκώς ως ένας θηλυκός περιπλανητής σε αναζήτηση ταυτότητας. Οι επισκέψεις της στην Κνωσό και στο κέντρο της Αθήνας –ειδικά στα αριστοκρατικά μέρη πέριξ του Συντάγματος– είναι, άλλωστε, που ενέπνευσαν τα Δύο πρόσωπα του Ιανουαρίου (επανεκδόθηκαν πρόσφατα από την Άγρα και παίζονται αυτές τις μέρες στα θερινά σινεμά). Τα πανέμορφα μέρη μετατρέπονταν σε ιδανικά καταφύγια που την προστατεύουν από την τυραννία του κόσμου. «Η φαντασία μου λειτουργεί πολύ καλύτερα όταν δεν είμαι υποχρεωμένη να μιλάω με ανθρώπους» έγραφε στα περίφημα cahiers της και το στοιχείο της μισανθρωπίας της είναι κάτι που υπερτονίζει και ο Άντριου Γουίλσον στη βιογραφία της.
Σε αντίθεση, όμως, με τους ανθρώπους που παραήταν προβλέψιμοι για την οδυνηρά αχαλίνωτη φαντασία της, η ίδια αφοσιώθηκε με υπερβολική θέρμη στις γάτες: τις μεγάλωσε στο σπίτι της, τις έκανε πρωταγωνίστριες στα μυθιστορήματά της, τις έβαλε σε σημειωματάρια, σκίτσα και σε ποιήματα. Αντίστοιχα, πάλι, είχε και μια παράξενη σύνδεση με τα σαλιγκάρια, τα οποία συνήθιζε να κουβαλάει μαζί της στα ταξίδια και να αφήνει ελεύθερα σε διάφορα κοκτέιλ πάρτι, όταν οι συζητήσεις γίνονταν κατά κόρον βαρετές. Σε αυτές τις δεξιώσεις, επίσης, συνήθιζε να κάνει και παράξενες ευχές, όπως σε εκείνο το πρωτοχρονιάτικο πάρτι του 1947: «Σε όλους τους δαίμονες, τις απληστίες, τα πάθη, τις ζήλιες, τους έρωτες και τα μίση, τις παράξενες επιθυμίες, τους φανταστικούς και υπαρκτούς εχθρούς, στον στρατό από αναμνήσεις με τις οποίες δίνω καθημερινά μάχη, εύχομαι να είναι πάντα εκεί και να μη με αφήσουν ποτέ σε ησυχία». Όντως, δεν την άφησαν να ηρεμήσει ποτέ μέχρι τον θάνατό της στην Ελβετία το 1995 και το καλό είναι ότι δεν μετάνιωσε ποτέ για τις ευχές και τις κατάρες της – ακριβώς όπως οι γοητευτικοί ήρωές της.