Στην ιστορία της λογοτεχνίας, της εικαστικής και μουσικής τέχνης υπάρχει μια εποχή που γοητεύει για την αισθαντικότητα, την τολμηρότητα και το μυστηριακό μεγαλείο της. Είναι η επονομαζόμενη «fin de siècle», η μεταιχμιακή εκείνη περίοδος στο τέλος του 19ου αιώνα των κινημάτων των Βρετανών αισθητιστών (Ουόλτερ Πέιτερ) και των Γάλλων συμβολιστών (Μαλαρμέ, Μορό, Ντεμπισί). Κύριοι τόποι δράσης τους: Λονδίνο, Παρίσι, Οξφόρδη. Μότο τους: «Art for Art's sake» / «Art pour l'art» / «Η Τέχνη για την Τέχνη».
Ο αισθητισμός ξεκίνησε με τον συγγραφέα-καθηγητή Κλασικών Σπουδών και Φιλοσοφίας στην Οξφόρδη, Ουόλτερ Πέιτερ (1839-1894), όταν εξέδωσε το έργο του «Η Αναγέννηση», μια ημι-ιστορική ματιά στους κυριότερους εκφραστές της ιταλικής Αναγέννησης Μιχαήλ Άγγελο και Λεονάρντο ντα Βίντσι, αλλά και άλλους διανοητές, αναλύοντας με τον πιο ασυνήθιστο τρόπο τα έργα τους. Η «Αναγέννηση» σκανδάλισε τον ακαδημαϊκό χώρο της Οξφόρδης ως αιρετικό κείμενο, όπου το «πάθος» γίνεται έννοια διανοητική και ο ηδονισμός εναντιώνεται στο χριστιανικό πνεύμα της αυταπάρνησης. Αθεΐα, νεοπαγανισμός και μια κωδικοποιημένη μορφή ομοερωτισμού και παθητικότητας ήταν οι επικρίσεις των συντηρητικών μεσοαστών της βικτωριανής Αγγλίας που ήθελαν το άτομο δυναμικό και προσηλωμένο στο «προτεσταντικό ήθος της εργασίας» (protestant work ethic). Στον αντίποδα, οι δανδήδες, μποέμ νεαροί, συνήθως αριστοκρατικής καταγωγής, κινήθηκαν προς μια υψηλή θεώρηση της ομορφιάς που η τέχνη μπορεί να δώσει, χωρίς απαραίτητα να γίνεται χρηστική ή χρήσιμη.
Η «Σαλώμη» του Ουάιλντ προτάσσει το εγχείρημα μιας πολιτιστικής αναγέννησης, καθώς η Τέχνη ενώνει την ψυχοπνευματική κατάσταση του ανθρώπου με λέξεις, χρώματα και ήχους που δημιουργούν θαυμαστές εικόνες/σύμβολα. Ο ποιητής καταδεικνύει την υστερία του διχασμένου ατόμου που αρνείται να δεθεί με την ερωτική ουσία της φύσης και να ολοκληρωθεί.
Μεταξύ αισθητισμού και συμβολισμού κινείται ο Ιρλανδός ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και δοκιμιογράφος Όσκαρ Ουάιλντ (1854-1900), μαθητής του Πέιτερ στην Οξφόρδη και θαυμαστής του «Χρυσού Βιβλίου», όπως ονόμασε την «Αναγέννηση», με την περίτεχνη, καινοτόμα γραφή ενός ποιητικού-δοκιμιακού ύφους που θα ονομαστεί από τους κριτικούς «pateresque» (χαρακτηρισμός που εισέπραξαν τα πρώιμα δοκίμια και οι ιστορίες του Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς). Στην «Αναγέννηση» ο Ουάιλντ θα διαβάσει την έκφραση «Κόρες της Ηρωδιάδας», όπως ο Πέιτερ αποκαλεί τους πίνακες της Μόνα Λίζα και της Μέδουσας του Ντα Βίντσι. Ακόμα, συζητώντας με τον ποιητή Στεφάν Μαλαρμέ, δημιουργό του πολυεπίπεδου και υπαινικτικού ποιήματος «Ηρωδιάς», ο Ουάιλντ γοητεύεται από το όραμα του συμβολισμού που τείνει στην ένωση και των τριών τεχνών, ποίησης-ζωγραφικής-μουσικής, καθώς η έντονη εικόνα μέσα από τη μαγική/αινιγματική εκφορά του λόγου, ο μουσικός επιτονισμός, ο πειραματισμός μορφής και περιεχομένου, ακόμα και η τυπογραφία συνοδεύουν το κράμα τέχνης-αισθήσεων. Υπάρχει ήδη ο πίνακας του Γκιστάβ Μορό, «Η Σαλώμη χορεύει μπροστά στον Ηρώδη» (1876), που εμπνέει τον Ουάιλντ με τη μυστηριακή ατμόσφαιρα και το επιβλητικό, παγανιστικό σκηνικό του. Έτσι γεννιέται η μονόπρακτη τραγωδία «Σαλώμη» που γράφεται από τον ποιητή στα γαλλικά το 1891.
Στα ελληνικά η «Σαλώμη» κυκλοφόρησε πρόσφατα από τον οίκο Gutenberg, σε τρίγλωσση έκδοση, με το πρωτότυπο γαλλικό κείμενο και την πρώτη αγγλική του μετάφραση, περιέχοντας δεκάξι εικόνες του Όμπρεϊ Μπίρντσλεϊ. Η «δημιουργική μεταγραφή» του θεατρικού μονόπρακτου από τους Χαρά Σύρου και Θανάση Τριαρίδη διαφέρει από παλιότερες μεταφράσεις του έργου στα ελληνικά. Ο Γιάννης Μαμάης, αυθεντία στην τυπογραφική τέχνη, μας προσφέρει μια επιμελημένη έκδοση- objet d'art, όπου η «Σαλώμη», ως εμβληματικό λογοτεχνικό έργο του αισθητισμού, με το γαλλικό κείμενο σε κόκκινο μελάνι και το αγγλικό σε μπλε, στοιχισμένα απέναντι στη μαύρη γραμματοσειρά της ελληνικής απόδοσης, προωθεί μια υλικο-πνευματική, τρόπον τινά, εμπειρία ανάγνωσης.
Το ειρωνικό πνεύμα του Ουάιλντ, θέλοντας να τονίσει την υπερβατική φύση της τέχνης και των εσωτερικών συμβολισμών της, τη διαχωρίζει από την κριτική της Ηρωδιάδας («Αυτός ο Προφήτης μιλά σαν μεθυσμένος ποιητής... Δεν αντέχω όμως ν' ακούω τη φωνή του. Μου προκαλεί αποστροφή η φωνή του», σελ. 119) και του Ηρώδη («Δεν πρέπει να γυρεύουμε σύμβολα σε κάθε πράγμα που βλέπουμε. Κάτι τέτοιο κάνει τη ζωή μας αφόρητη», σελ. 133), καθώς τα συμβάντα που οδηγούν στην τραγωδία έχουν τη χροιά του απόκοσμου και του ακατανόητου. Η βιβλική ιστορία προσφέρεται σε πολλαπλές αναγνώσεις/ερμηνείες και οι χαρακτήρες του θεατρικού μιλούν ως πιθανές σκέψεις των θεατών της «Σαλώμης».
Μετά τον χορό των εφτά πέπλων, η Σαλώμη απαιτεί από τον Ηρώδη το κεφάλι του Ιωάννη πάνω σε ασημένιο δίσκο. Η εμμονή της να φιλήσει το στόμα του Προφήτη φτάνει στην εκστατική κορύφωσή της, καθώς κρατά το κεφάλι στα χέρια της και του μιλά: «Ναι, θα πάρω το στόμα σου, Ιωάννη. Σ' το είπα, δεν σ' το είπα; Ναι, σου το είπα» (σελ. 161). Τώρα, τα τρομερά του μάτια δεν μπορούν να τη δουν, η φαρμακερή του γλώσσα δεν μπορεί να τη δηλητηριάσει. Η πάλη του ιερού με το ανίερο έχει τελεσθεί. Ποιος, όμως, αντιπροσωπεύει το ιερό; Ο Προφήτης ή η Παρθένα; Ο Ιωάννης, βυθισμένος στη στέρνα, προκάλεσε με τα λόγια του τη Σαλώμη που τώρα αναπολεί: «Η φωνή σου ήταν θυμιατήρι που σκόρπιζε παραλυτικά αρώματα − κι όταν σε κοιτούσα, άπλωνε γύρω μου μια διαβολική μουσική! Αχ! Γιατί δεν με κοίταξες, Ιωάννη;» (σελ. 165). Ο Ιωάννης προκαλεί τον αρχέγονο πόθο στη Σαλώμη και εκείνη κυριεύεται από το αρχέτυπο της Μητέρας Φύσης, της Ίσιδας, θεάς του έρωτα και του θανάτου. Σύμβολό της η Σελήνη που διαχέει το ψυχρό φως της πάνω από τους τρομαγμένους στρατιώτες. Δεν πρέπει να κοιταχτεί η Σελήνη-Σαλώμη. Ο νεαρός Σύριος, επικεφαλής της φρουράς, αυτοκτονεί, χάνοντας τα λογικά του από τον έρωτα που προκαλεί η όψη της. Το βλέμμα που δεν αντικρίζεται είναι το βλέμμα που ανοίγει την είσοδο στο ασυνείδητο, στη δύναμη της ψυχής να φαντάζεται και να ποθεί την ένωση λόγου-ενστίκτου. Οι πολλαπλές αναφορές σε πολύτιμους λίθους που διατρέχουν τους διαλόγους υπαινίσσονται το πάθος για τον αισθητισμό. Η Σαλώμη αντικρίζει το κεφάλι του Ιωάννη πάνω στον ασημένιο δίσκο, ενώ διακειμενικά, στον ελληνικό μύθο, το κεφάλι της Μέδουσας καθρεφτίζεται στην ασπίδα του Περσέα. Ο Ηρώδης λέει: «Δεν πρέπει να κοιτάζει κανείς ούτε τα πράγματα ούτε τους ανθρώπους. Μόνο στους καθρέφτες πρέπει να κοιτάζει κανείς. Γιατί οι καθρέφτες μάς δείχνουν μόνο είδωλα... Είδωλα που δεν έχουν ούτε αίμα ούτε φαρμάκι...» (σελ.147). Το βλέμμα της Μέδουσας πετρώνει το θύμα της, το καθιστά άψυχο σαν πολύτιμο λίθο. Η παρθένα Σαλώμη θυσιάζει και θυσιάζεται σε αυτή την τρομαχτική ιεροτελεστία, όπου η κατάκτηση του φιλιού του Ιωάννη οδηγεί στον θάνατο, δηλαδή στην παντοτινή απώλεια των αισθήσεων.
Η «Σαλώμη» του Ουάιλντ προτάσσει το εγχείρημα μιας πολιτιστικής αναγέννησης, καθώς η Τέχνη ενώνει την ψυχοπνευματική κατάσταση του ανθρώπου με λέξεις, χρώματα και ήχους που δημιουργούν θαυμαστές εικόνες/σύμβολα. Ο ποιητής καταδεικνύει την υστερία του διχασμένου ατόμου που αρνείται να δεθεί με την ερωτική ουσία της φύσης και να ολοκληρωθεί. Στο τέλος, το ανούσιο, μικρόνοο κατεστημένο έχει σκοτώσει τα πάντα.