ΣΕ ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΜΕ ό,τι προοιωνίζεται ο τίτλος του, ο Έφηβος δεν είναι ένα βιβλίο για το άγουρο ακόμα στάδιο της ζωής ούτε ένα μυθιστόρημα μαθητείας από αυτά που επικρατούν στην ευρωπαϊκή και αμερικανική λογοτεχνία. Αντίθετα, ο πολύπλοκος χαρακτήρας του πρωταγωνιστή, του 21χρονου Αρκάντι Μακάροβιτς Ντολγκορούκι, δεν καταφέρνει εύκολα να βρει τη θέση του στην αυγή ενός νέου ρωσικού κόσμου που μόλις έχει κλείσει το κεφάλαιο της δουλοπαροικίας και δίνει μύριες αιτίες στους νέους για να χαθούν, όπως ο ίδιος, σε έναν κόσμο ρηχό, όπου επικρατούν η απληστία και η αδυναμία διάκρισης μεταξύ του καλού και του κακού.
Γραμμένο το 1875, δηλαδή λίγο πριν από τους Αδελφούς Καραμάζοφ, ο Έφηβος κατά κάποιον τρόπο προοικονομεί τον ανθρωπότυπο του επαναστατημένου Αλιόσα που θα δούμε να πρωταγωνιστεί στο επόμενο μυθιστόρημα, ενώ ταυτόχρονα φέρει έντονα εντός του τους επιβλητικούς χαρακτήρες που συναντάμε στα προηγούμενα ντοστογιεφσκικά μυθιστορήματα, τα γοητευτικά αποτυπώματα του ορμητικού Σταυρόγκιν, που εδώ βρίσκουμε στον Βερσίλοφ, και τις μύχιες αρετές του καλοκάθαγου προσκυνητή, μιας γεροντικής εκδοχής του πρίγκιπα Μίσκιν, που συναντάμε στο πρόσωπο του θετού πατέρα του Ντολγκορούκι, Μακάρ Ιβάνοβιτς.
Κυρίως όμως το βιβλίο ανιχνεύει τις προϋποθέσεις μιας δαντικής κόλασης βγαλμένης κατευθείαν από τα υπόγεια και τα ασφυχτικά δωμάτια, όπου συμβαίνουν υπαρξιακές συζητήσεις, κρυφές συνομιλίες, φονικές σχεδόν αντιπαραθέσεις, ακόμα και αυτοκτονίες.
Η κεντρική διαφορά είναι ότι το τραγικό αντισταθμίζεται για πρώτη φορά από ένα έντονο νεανικό χιούμορ αλλά και από μια ελευθεριακή, σχεδόν σαιξπηρικού τύπου ατμόσφαιρα που δεν απαντά σε κανένα σχεδόν έργο του Ντοστογιέφσκι, καθώς οι αφηγηματικές αρχές του, για τις οποίες τόσο έντονα τον κατηγόρησαν, εδώ είναι πολύ πιο χαλαρές. Αυτή όμως είναι η κύρια αρετή του Εφήβου και το μεγαλείο του.
Πρόκειται, εν ολίγοις, για ένα απολύτως μοντέρνο έργο, ακόμα και στην περίπτωση των πιο συντηρητικών διακηρύξεών του, κάτι που αναδεικνύει με τον πλέον κατάλληλο τρόπο η ζωντανή και άκρως επικαιροποιημένη στα σημερινά γλωσσικά μέτρα νέα μετάφραση της Ελένης Μπακοπούλου.
Σημαντικό ρόλο στο σημείο αυτό φαίνεται να διαδραματίζει η πρωτοπρόσωπη γραφή που απελευθερώνει εκφραστικά και νοηματικά το άκρως φιλόδοξο κείμενο (ο Ντοστογιέφσκι έλεγε ότι στον Έφηβο κρύβονται τέσσερα βιβλία, κάτι που φαίνεται και από τις σημειώσεις του).
Και μόνο η άμεση παραδοχή, στην αρχή κιόλας του μυθιστορήματος, ότι ο δικός του Έφηβος δεν μιλάει και δεν γράφει ως λογοτέχνης – «δεν θέλω να γίνω λογοτέχνης και το να περιγράφω τα εσώψυχά μου και τις ωραίες περιγραφές συναισθημάτων στις λογοτεχνικές αγορές θα το θεωρούσα απρέπεια και ντροπή»– αρκεί για να καταδείξει εξαρχής τις προθέσεις του συγγραφέα.
Ο Ντοστογιέφσκι, μέσω του ήρωά του, απελευθερώνεται, αποδομεί τις αρχές της εξιστόρησης, εμπλέκοντας τον ακραίο ρεαλισμό με τα μελοδραματικά γεγονότα, γίνεται αγύρτης και πολυπρόσωπος, αμφισβητεί το υπάρχον και κυρίως τινάζει στον αέρα μια ρωσική λογοτεχνική παράδοση που ήταν άκρως τακτοποιημένη πίσω από τις μεγάλες οικογενειακές σάγκες και τα μεγαλόπνοα, άκρως φροντισμένα, λυρικά σχήματα. Αν ο Τολστόι και ο Τουργκένιεφ μιλούσαν για τις μεγάλες παραδοσιακές οικογένειες της ρωσικής υπαίθρου, ο Ντοστογιέφσκι εδώ φέρνει στο φως μια διαλυμένη οικογένεια του αστικού κόσμου της Πετρούπολης, της πόλης που κατεξοχήν απηχεί τις άδοξες περιπλανήσεις κάθε ασώτου.
Τα εξωραΐστικά στρογγυλέματα εκλείπουν στο μισοσκόταδο της πάντοτε καλυμμένης από την ομίχλη Πετρούπολης, όπου περιπλανιέται άλλοτε μεθυσμένος, άλλοτε ταπεινωμένος και με καθόλου χρήματα ο πρωταγωνιστής Αρκάντι Ντολγκορούκι, ως flâneur σε μια αφιλόξενη στα μάτια του πόλη, που, όπως συμβαίνει κατεξοχήν στον Πλάτωνα, άλλοτε μαθαίνει και άλλοτε εκδικείται.
Ακριβώς, όμως, επειδή δεν έχει τίποτα να χάσει, ο ήρωας έχει το θάρρος που πηγάζει από μια έντονη σαδομαζοχιστική τάση να αυτοσυστήνεται ως Αρκάντι Μακάροβιτς Ντολγκορούκι, γιος ενός δουλοπάροικου με πριγκιπικό όνομα και νόθο παιδί του πρώην αφεντικού του, Βερσίλοφ, και της υπηρέτριάς του της Σόνιας, έχοντας βαθιά επίγνωση πως ούτε η εξωτερική του εμφάνιση ήταν ποτέ ένα από τα πλεονεκτήματά του ούτε και ο χαρακτήρας του. Εν ολίγοις, αυτό που φαίνεται αρχικά να τον κινητοποιεί είναι η ακραία φιλοδοξία του, η «ιδέα», όπως την αποκαλεί, που έχει να γίνει ένας νέος Ρότσιλντ, ώστε με τα πολλά χρήματα να αποκτήσει τη δύναμη και την εξουσία που του λείπoυν.
Μόνο που, όπως συμβαίνει σε ανάλογες ντοστογιεφσκικές περιπτώσεις, σκοντάφτει διαρκώς σε έναν κόσμο γεμάτο απατεώνες, όπως ο Γάλλος λακές Λαμπέρτ, ή σε μοιραίες, τρελές γυναίκες, όπως η Κατερίνα Νικολάγιεβνα, την οποία επιθυμούν ταυτόχρονα ο ίδιος και ο πατέρας του, αλλά κυρίως στον ίδιο τον αντιφατικό, ακραίο και επιθετικό χαρακτήρα του. Εξού και, ενώ αποφασίζει να ζήσει με εγκράτεια, έχοντας στην κατοχή του μόλις δύο κοστούμια και τρώγοντας ελάχιστα, παρασύρεται πολύ εύκολα από το πάθος του τζόγου και εμπλέκεται σε μια κατάσταση έμμεσου εκβιασμού.
Όλα ξεκινούν όταν η ωραία χήρα του στρατηγού Αχμάκοβ και κόρη του ηλικιωμένου πρίγκιπα Σοκόλσκι, Κατερίνα Νικολάγιεβνα, σε μια στιγμή απελπισίας γράφει ένα γράμμα, όπου θέτει υπό αμφισβήτηση την επάρκεια του πατέρα της να διαχειριστεί τα οικονομικά του. Την επομένη, βέβαια, από φόβο μήπως πέσει στα χέρια του πατέρα της και την αποκληρώσει, το μετανιώνει. Χωρίς η ίδια να το γνωρίζει, το γράμμα καταλήγει στα χέρια του Αρκάντι, ο οποίος το ράβει στο εσωτερικό του παλτού του, μόνο που μια σειρά από γεγονότα φέρνουν σταδιακά στο φως την αλήθεια και καθώς το γράμμα έχει κλαπεί εν αγνοία του, το αντικείμενο του εκβιασμού φτάνει να γίνει όπλο θανάτου.
Ωστόσο, είναι τεράστιο το διάστημα που θα διανύσει ο νεαρός ονειροπόλος αλλά και μισάνθρωπος Αρκάντι μέχρι να συνειδητοποιήσει το «όπλο» που είχε ραμμένο πάνω του, δίνοντας πλείστες αφορμές στον συγγραφέα, μέσα από τις μετατοπίσεις του πρωταγωνιστή του, να γίνει άλλοτε κυνικός και διαστροφικά εξομολογητικός –στην αρχή είναι έντονες οι επιρροές από τον παραληρηματικό λόγο του Ρουσό αλλά και από τις ρομαντικές ενορασιακές στιγμές του Σίλερ– και άλλοτε υπερβολικά δραματικός και ποιητικά απελπισμένος, διατηρώντας το προνομιακό δικαίωμα του παιχνιδιού και αντιμετωπίζοντας, όντως, τους εναλλασσόμενους ρόλους και τις διαρκείς μεταμορφώσεις των χαρακτήρων του βιβλίου σαν μια ατελείωτη παρτίδα πόκερ.
Μερικές φορές έχει κανείς την αίσθηση ότι πολλά περιστατικά, όπως η αυτοκτονία του Κραφτ, την οποία κρυφακούει, δεν εκπλήσσουν μόνο τον Ντολγκορούκι αλλά και τον ίδιο τον συγγραφέα. Επιπλέον, η έντονη αυτή τάση της ακραίας προφορικότητας, που γίνεται ενίοτε γοητευτικά παραληρηματική, αντισταθμίζεται από τις επιστολικές παρεμβολές που επιτρέπουν στον Ντοστογιέφσκι να αποκαλύψει τα βασικά χαρακτηριστικά των υπόλοιπων πρωταγωνιστών, καθιστώντας έτσι τον Έφηβο ένα άκρως πρωτοποριακό μυθιστόρημα, ακόμα και στις πιο αμήχανες στιγμές του.
Πρόκειται, εν ολίγοις, για ένα απολύτως μοντέρνο έργο, ακόμα και στην περίπτωση των πιο συντηρητικών διακηρύξεών του, κάτι που αναδεικνύει με τον πλέον κατάλληλο τρόπο η ζωντανή και άκρως επικαιροποιημένη στα σημερινά γλωσσικά μέτρα νέα μετάφραση της Ελένης Μπακοπούλου από τις εκδόσεις Άγρα. Οι υποσημειώσεις της είναι άκρως κατατοπιστικές, παρεμβαίνοντας εκεί όπου πρέπει ώστε να αποσαφηνιστούν τα σκοτεινά σημεία, να επισημανθούν οι όποιες ασυνέπειες και να σχολιαστούν σε μια συγκεκριμένη στιγμή υπό δεδομένο φιλοσοφικό αλλά και ιστορικό πρίσμα.
Κυρίως, όμως, αυτό που φαίνεται να απασχολεί κατά κόρον τον Ντοστογιέφσκι στον Έφηβο, όπως και στα υπόλοιπα έργα του, είναι το μόνιμο ερώτημα της ελευθερίας, καθώς αυτή η κλασική περίπτωση του εμμονικού αντιήρωα καταδεικνύει ότι η ανθρώπινη βούληση δεν πρόκειται ποτέ να φτάσει στην απόλυτη ελευθερία «αν δεν τρυπήσει τον τοίχο», όπως επαναλάμβανε διαρκώς ο Αχάαβ και όπως επισήμανε πολύ σοφά ο Τζορτζ Στάινερ στο Τολστόι ή Ντοστογιέφσκι (μτφρ. Κώστας Σπαθαράκης), τονίζοντας πως «πολύ πριν από τους υπαρξιστές επιγόνους του, ο άνθρωπος από το Υπόγειο εγκωμιάζει το μεγαλείο του παραλόγου» – ένας άνθρωπος του Υπογείου είναι και ο Έφηβος. Επομένως, το φιλοσοφικό απόλυτο δεν μπορεί να εκφραστεί από τις λογικές εξηγήσεις, οι οποίες εξαντλούνται όχι μόνο μπροστά στο παράλογο της ύπαρξης αλλά κυρίως στα όρια των λέξεων.
Ο μυστικισμός που διαπερνά κάθε κόχη του ντοστογιεφσκικού κόσμου είναι προφανής όχι μόνο στο διαρκές παραλήρημα αλλά και στην πιο απλή μεταφορά που διαπερνά κάθε εκφραστικό μέσο στον Έφηβο, όπως αυτή όπου μια σκληρή πέτρα παραπέμπει στο ανέφικτο της ουτοπίας ή στην ομορφιά ενός πίνακα που απεικονίζει το φρούδο της ευτυχίας σε αυτή την επίγεια ζωή, π.χ. ο «Άκις και Γαλάτεια» του Κλοντ Λορέν που «συναντάει» ο Βερσίλοφ στη Δρέσδη. Πρόκειται για άλλη μια παράδοξη συνάντηση-ονειροπόληση με τον ίδιο πίνακα που βρίσκουμε στην «Εξομολόγηση» του Στραβόγκιν στους Δαιμονισμένους αλλά και στο «Όνειρο ενός γελοίου», μια απτή απόδειξη της εικονοπλαστικής δεινότητας του Ντοστογιέφσκι και της καίριας σημασίας που διαδραματίζουν ηθικά στο έργο του η ομορφιά και οι κυρίαρχες εικόνες.
Αυτή η επιστροφή στον παραδείσιο κόσμο του ελληνικού αρχιπελάγους, την οποία αναδεικνύει ο συγκεκριμένος πίνακας, με το φως να καταυγάζει κάθε ερωτική λεπτομέρεια, καθώς «οι θεοί είχαν κατέβει από τα ουράνια και είχαν σμίξει με τους ανθρώπους», φέρει τον τίτλο «Χρυσή Εποχή» και είναι η στιγμή της υπέρλαμπρης αποκάλυψης που αρκεί για να σαρώσει το διαρκές σκοτάδι. Άλλωστε, τι νόημα θα είχε η λογοτεχνία αν ο λογοτέχνης-δημιουργός δεν μπορούσε να καταστεί ο ενδιάμεσος μεταξύ της θείας και της θνητής παρουσίας, του σκοταδιού και του φωτός;
Εδώ, θαρρεί κανείς, αρχίζει και τελειώνει η αποστολή του Ντοστογιέφσκι, που δεν είναι παρά ένα δυναμικό σάλτο μορτάλε στο χάος ή, όπως σημειώνει και ο Ζορζ Νιβά στην εξαίσια εισαγωγή της συγκεκριμένης έκδοσης του Εφήβου, η αποκάλυψη «του κατακερματισμού του κόσμου» και του «εκφυλισμού», τόσο εμφανής και στις μέρες μας. Ποτέ άλλοτε το «όμοιέ μου, αδελφέ μου» του Μποντλέρ δεν βρήκε το απόλυτο αντίστοιχο παρά στον χαμένο αδελφό του Αρκάντι, που δεν είναι άλλος από τον αναγνώστη, ο οποίος υψώνει με αγωνία τον δικό του καθρέφτη και μας καλεί να δούμε στα άδυτα τη δική μας ψυχής, σήμερα περισσότερο από ποτέ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.