«ΝΑ ΕΙΜΑΙ ΚΡΥΜΜΕΝΟΣ, ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΜΕΝΟΣ, περιφρουρημένος, μόνο αυτό λαχταρούσα ανέκαθεν, να σκάψω ένα λαγούμι που θα μου παρείχε τη θερμότητα της μήτρας και να έμενα εκεί, μακριά από το αδιάφορο βλέμμα του ουρανού και τα καταστροφικά περάσματα του αέρα. Γι’ αυτό το λόγο το παρελθόν αποτελεί το τέλειο λημέρι για μένα, επιστρέφω σ’ αυτό ανυπόμονα, τρίβοντας τα χέρια και τινάζοντας από πάνω μου το κρύο παρόν και το ακόμα πιο κρύο μέλλον».
Το τέλειο λημέρι του Μαξ Μόρντεν, του ηλικιωμένου κριτικού τέχνης που κρατά τον ρόλο του αφηγητή στο βραβευμένο με Booker μυθιστόρημα του Ιρλανδού Τζον Μπάνβιλ «Η θάλασσα» (μετ. Τ. Κοβαλένκο, Καστανιώτης, 2005), δεν είναι άλλο από το παραθαλάσσιο χωριουδάκι όπου περνούσε, παιδί, τα καλοκαίρια του. Σ’ αυτό καταφεύγει και τώρα, προσπαθώντας να ξεπεράσει τον θάνατο της γυναίκας του, ανακαλώντας μνήμες που καθόρισαν και την ενήλικη ζωή του.
Επιστρέφει έπειτα από μισό αιώνα και καθώς εισέρχεται στην πανσιόν που θα τον φιλοξενήσει –το σπίτι που στο μυαλό του ήταν άρρηκτα συνδεδεμένο με την οικογένεια που παραθέριζε κάποτε σ’ αυτό, τους Γκρέις– εκπλήσσεται, αηδιάζει σχεδόν, από το πόσα λίγα έχουν αλλάξει έκτοτε. «Γιατί να επιθυμώ αλλαγές εγώ, που επέστρεψα για να ζήσω μέσα στα ερείπια του παρελθόντος;» αναρωτιέται.
Ωστόσο, στην πανσιόν –φαινομενικά τουλάχιστον– δεν υπάρχει ίχνος από το κομμάτι εκείνο που βίωσε ο ίδιος, ούτε καν «μια ξεθωριασμένη φωτογραφία σ’ ένα συρτάρι, μια μπούκλα μαλλιών ή ακόμα κι ένα τσιμπιδάκι, σφηνωμένο στις σανίδες του πατώματος»…
Στη «Θάλασσα» ο Τζον Μπάνβιλ δίνει φωνή σ’ έναν άνθρωπο που βιάζεται να καυχηθεί ότι είναι απόλυτα συμφιλιωμένος με το ριζικό του. Ο Μαξ ισχυρίζεται πως εξελίχθηκε σε ό,τι ακριβώς ονειρευόταν: σε κάποιον με βολικά ενδιαφέροντα και ελάχιστη φιλοδοξία. Η εκδοχή του μέλλοντος που λαχταρούσε καλυπτόταν από μια «παλιομοδίτικη πατίνα» ενισχυμένη με ισχυρές δόσεις αριστοκρατικότητας, σαν ένα «παρατεταμένο εύκρατο φθινόπωρο» στον αντίποδα της γεμάτης γρίφους παιδικής του ηλικίας.
Ιστορία συμφιλίωσης με τον θάνατο, με όχημα μια έστω και καθυστερημένη διάθεση αυτογνωσίας, η «Θάλασσα» είναι από αυτά τα δύσκολα αλλά γοητευτικά μυθιστορήματα που, τελειώνοντάς τα, νιώθεις την ανάγκη να τα πιάσεις από την αρχή. Όχι για να τα κατανοήσεις καλύτερα, αλλά για ν’ αντλήσεις από τον πλούτο τους ξανά.
Να όμως, που τώρα, αυτός που πέρασε τη ζωή του οχυρωμένος μέσα στον κόσμο των βιβλίων του αντικρίζοντας τους γύρω του σαν μοντέλα του Βερμέερ ή του Μπονάρ, απογοητευμένος από τη δοτική αλλά άχαρη κόρη του επειδή διέψευσε τις υψηλές προσδοκίες του και στερημένος από τη στιβαρή παρουσία της εύπορης συζύγου του που έφυγε ξαφνικά χτυπημένη από καρκίνο, να λοιπόν που αναγκάζεται να σκάψει λίγο βαθύτερα μέσα του, καθώς και ο δικός του θάνατος δεν είναι πολύ μακριά.
Αναπόφευκτα, ο δεξιοτέχνης της γραφής Μπάνβιλ οδηγεί τον ήρωά του να θυμηθεί το φτωχόπαιδο που υπήρξε κάποτε, το θαμπωμένο από τον αέρα της πλούσιας και ανέμελης οικογένειας Γκρέις, των αστών που φύτεψαν μέσα του τον πόθο για ταξική μεταγραφή.
Μέσα από τον μακρύ, γεμάτο συνειρμούς μονόλογο του Μαξ Μόρντεν ξεπροβάλλουν οι φιγούρες των δίδυμων τέκνων των Γκρέις (του βουβού Μάιλς με τ’ αλλόκοτα πέλματα και της χαρούμενης όσο και προκλητικής Χλόης), η αισθησιακή μορφή της μητέρας τους και το αινιγματικό πρόσωπο της γκουβερνάντας τους, κι αντιλαμβάνεσαι πως πρέπει να διαβάζεις προσεκτικά, καθώς όλα δείχνουν πως, πέρα από την ερωτική και ταξική αφύπνιση του μικρού παραθεριστή, εκείνο το καλοκαίρι ήταν και γι’ άλλους λόγους μοιραίο.
Ο συγγραφέας της «Θάλασσας» –όπως και του «Μεφίστο», του «Αδιάφθορου» ή της «Έκλειψης»–, πεζογράφος αλλά και κριτικός, υπηρετεί μια λογοτεχνία που ούτε ιδιαίτερο βάρος δίνει στην πλοκή ούτε εμπιστεύεται τους διαλόγους. Ο Μπάνβιλ επενδύει στην ακρίβεια της έκφρασης και στις λεπτομέρειες των περιγραφών, στους ήχους και τις εικόνες που κρύβονται πίσω από τις λέξεις, κι όπως έχει επισημάνει η Guardian «πυροδοτεί τους αθέατους μηχανισμούς που προκαλούν εσωτερικές εκρήξεις στον αναγνώστη».
Ιστορία συμφιλίωσης με τον θάνατο, με όχημα μια έστω και καθυστερημένη διάθεση αυτογνωσίας, η «Θάλασσα» είναι από αυτά τα δύσκολα αλλά γοητευτικά μυθιστορήματα που, τελειώνοντάς τα, νιώθεις την ανάγκη να τα πιάσεις από την αρχή. Όχι για να τα κατανοήσεις καλύτερα, αλλά για ν’ αντλήσεις από τον πλούτο τους ξανά.