Το «Ανδρολίβαδο» με βρήκε μια Τετάρτη με καύσωνα στο γραφείο, λίγες μέρες πριν καεί ο τόπος, να ουρλιάζω από τα γέλια. Το νέο βιβλίο της Τζούλης Αγοράκη είναι ό,τι πιο απολαυστικό και αστείο θα διαβάσεις (ακόμα και φωναχτά, σε παρεΐστικες καταστάσεις) φέτος το καλοκαίρι – και αυτό, με πάσα ειλικρίνεια, δεν το γράφω επειδή η Τζούλη είναι συνάδελφος και κατά καιρούς έχει υπάρξει καλή συνεργάτις.
Σε αυτήν τη συλλογή από σκόρπια κεφάλαια της ερωτικής-σεξουαλικής της ζωής, που –ευτυχώς– υπήρξαν αυτοτελή και περιλαμβάνουν περιπτώσεις όπως τον «Βεδουίνο», τον «Περούκα», τον «Φτου μη σε ματιάσω» και τον «Κολονοσκοπάκια», παρελαύνουν ένα σωρό φετίχ, ανδρικές νευρώσεις, παραξενιές, ακόμα και καταστάσεις οριακά επικίνδυνες, που όμως η αγαπημένη δημοσιογράφος έχει πλέον απομυθοποιήσει και είναι σε θέση να τις σαρκάσει, να γελάσει μαζί τους (ποτέ, όμως, εις βάρος τους) κι εν τέλει να τις ξορκίσει.
Αν γνωρίζεις την Τζούλη –ή, έστω, αν την ακολουθείς στο Instagram– καταλαβαίνεις επίσης ότι αυτός ο χείμαρρος ευφυΐας, sexiness και πόζας, κρύβει κάτω από το μικροσκοπικό του περιτύλιγμα μια τεράστια καρδιά, γι’ αυτό και ο τρόπος με τον οποίο προσέγγισε τα ευτράπελα που της έχουν συμβεί δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικός από τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει την ίδια τη ζωή.
Είχα έναν ζωγράφο που μου έφερε ερωτικά εξαρτήματα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου για κολονοσκόπηση και κολποσκόπηση και ήθελε να μου τα εφαρμόσει. Σκουριασμένα! Και όταν του είπα ότι δεν θέλω, μου απάντησε «καλά, θες να μου τα βάλεις εσύ;»
— Σοβαρά, ρε Τζούλη, όλους αυτούς τους ανθρώπους τους έχεις όντως γνωρίσει;
Δεν υπάρχει ούτε μία φανταστική ιστορία, ωστόσο αυτό το βιβλίο δεν είναι οι σελίδες του ημερολογίου μου. Δεν είναι, δηλαδή, μια ημερολογιακή καταγραφή, περισσότερο είναι κάτι αλά Φρανκενστάιν, απ’ τον έναν έχω πάρει το κεφάλι, απ’ τον άλλο το χούι, απ’ τον τρίτο την ταλαίπα, κι έχω κάνει ένα δικό μου μελάνζ απ’ όπου βγαίνουν αυτές οι προσωπικότητες. Εκτός από δύο-τρεις ιστορίες που ήταν ακριβώς έτσι, και τους φωτογραφίζω αρκετά γιατί δεν γινόταν αλλιώς. Είναι αυτά που έχουν τύχει στη ζωή μου.
— Αρχικά, διαβάζοντας κάποιος τη σύνοψη, ενδεχομένως να περιμένει κάτι που θα είναι λίγο chick flick – δεν είναι καθόλου, είναι κάτι τελείως δικό σου. Επίσης αποδίδεις τόσες ιδιαιτερότητες με τρόπο μη προσβλητικό. Πώς το κατάφερες αυτό;
Αφού πέρασα ξώφαλτσα, μεσοτοιχία με τη φρίκη –γιατί κάποιες καταστάσεις ήταν έως τρομακτικές– και αφού βγήκα σώα και αβλαβής, εκ των υστέρων έκανα αυτό που κάνω πάντα στη ζωή μου, αυτό που έκανα και με τον καρκίνο και με όλη αυτή την εμπειρία: θέλω να γελάω, να κρατάω το ένα πράγμα που βγάζει γέλιο και να το γυρνώ μέσα μου θετικά. Κι αυτοί ήταν περιπτώσεις με τις νευρωσούλες τους, που δεν τις διαχειρίστηκαν καλά, δεν πήγαν για ψυχανάλυση που έχω κάνει εγώ για 17 χρόνια, δεν διυλίστηκε σωστά η νεύρωση, έμεινε μέσα τους μπλοκαρισμένη, ζουν ανάμεσά μας. Εγώ την έβγαλα καθαρή, ε, ας γελάσουμε τώρα.
— Άρα αυτό το βιβλίο γράφτηκε κατά τη διάρκεια της περιπέτειας της υγείας σου;
Όχι, το έγραφα εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Έβγαινα με φίλους τα βράδια, καλή ώρα όπως τώρα, και μου έλεγαν «Τζούλη, πες μας τον “Τραγουδιστή”». Τα ‘λεγα, ξεκαρδιζόντουσαν. Κάποια στιγμή κουράστηκα να επαναλαμβάνω ξανά και ξανά τις ίδιες ιστορίες, «παιδιά, θα γράψω ένα βιβλίο για να τα διαβάσει και κανένας άλλος». Και μου λένε τώρα ότι βγαίνουν έξω και διαβάζουν το βιβλίο στις παρέες. Εγώ ξεκίνησα για πλάκα να το γράφω. Όταν ολοκλήρωσα την πρώτη ιστορία και τη διάβασαν συνάδελφοι, τους είδα να ξεκαρδίζονται και σκέφτηκα ότι αυτό είναι καλό.
Θέλω να σου πω ότι για μένα το ευθυμογράφημα, που έχει να γίνει από την εποχή του Τσιφόρου και του Ψαθά, είναι ένα παρεξηγημένο λογοτεχνικό είδος, ως πιο ανάλαφρο. Εμένα μου άρεσε πάντα, όπως και το χρονογράφημα, γιατί θεωρώ το γέλιο πολύ δύσκολη υπόθεση, όπως επίσης και το να γράφεις απλά. Ο Γιώργος Χειμωνάς μου είχε πει, πριν πεθάνει, ότι αν μπορεί να σε «πιάσει» ένα παιδί, είσαι μεγάλος συγγραφέας. Απόδειξη, ο «Μικρός Πρίγκιπας». Το απλό το θεωρώ δύσκολο. Για μένα είναι ικανοποίηση να μου πει ένας αδαής λογοτεχνικά ότι το διάβασε νεράκι.
— Η αλήθεια είναι ότι τα δημοσιογραφικά σου κείμενα δεν είναι τόσο απλά, είναι πιο φορτωμένα, με μακροσκελείς περιγραφές. Εδώ είναι φανερό πως το στοίχημα ήταν η απλότητα.
Το δούλευα για πάνω από μια πενταετία, γιατί ενώ η κάθε ιστορία ξεκινούσε με 8.000-12.000 λέξεις, την έφτανα στις 3.000 με οικονομία, ζύγι, να μην ξεφεύγει. Ήθελα επίτηδες να κυλάει νεράκι, να μένει αυτή η ευχάριστη αίσθηση. Κάποιες ιστορίες είναι γλυκόπικρες.
— Και σε κάποιες, όπως στον «Βεδουίνο», σχεδόν τρομάζεις.
Και τα πράγματα έγιναν ακριβώς έτσι. Εγώ είπα «τι ωραία, θα δω αφίσες της Lady Gaga στη σπηλιά του Βεδουίνου», αυτό ήταν 13χρονο αμούστακο, πόσο κίνδυνο να είχα; «Θα μου δώσεις ένα φιλί;», «θα σου δώσω δύο», και πλάκωσαν τα ξαδέρφια του, που μόνο αμούστακα δεν ήταν, και θα γινόταν η παρτούζα της Πέτρας. Ή η ιστορία με τον «Ντουντούκα», όπως εξελίχθηκε, ήταν αρκετά άγρια.
— Η λεξιπλασία χαρακτηρίζει γενικά τα γραπτά σου: Σου αρέσει να πλάθεις περίεργες λέξεις. Προκύπτει άραγε ως έκφραση των αντιφάσεών σου;
Τώρα που το λες… Νομίζω ότι τα κείμενα έχουν μαθηματικά και μουσικότητα. Τα διαβάζω συνεχώς και τα διαβάζω δυνατά. Όταν διαβάζεις δυνατά σε καθοδηγεί η ίδια η λέξη, «για βάλε μου κάτι», «για βγάλε μου κάτι». Αποκτά μια μουσικότητα το κείμενο καθώς βρίσκω τις λέξεις για να συμπληρώσω ένα νόημα, μια έννοια, μια κατάσταση.
— Η σειρά των ιστοριών έχει κάποιο νόημα;
Κάποιες είναι ευτράπελες και κάποιες light, κάποιες πιο σοβαρές, κάποιες θα ευχόσουν να μη σου συμβούν. Προσπάθησα να κρατήσω μια ισορροπία, να μην είναι δίπλα-δίπλα δύο ανωμαλάκια καλλιτέχνες – γιατί, όπως καταλαβαίνεις, στο βιβλίο οι περισσότεροι είναι καλλιτέχνες, πράγμα λογικό, καθώς νομίζω ότι και ο ερωτισμός επηρεάζεται από το πόσο ανοιχτό είναι το πορτάκι του ασυνείδητου, όπως υπάρχει, για παράδειγμα, την ελευθερία στη ζωγραφική. Είχα έναν ζωγράφο που μου έφερε ερωτικά εξαρτήματα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου για κολονοσκόπηση και κολποσκόπηση και ήθελε να μου τα εφαρμόσει. Σκουριασμένα! Και όταν του είπα ότι δεν θέλω, μου απάντησε «καλά, θες να μου τα βάλεις εσύ;» Ένας άλλος αστέρας του κινηματογράφου του ’70, που ήταν αλκοολικός, μου ζήταγε «ευρουλίνια» για να πάρει το κρασάκι του, τον χαρτζιλίκωνα! Πολλά τέτοια αστεία.
— Όλες αυτές οι ιστορίες τοποθετούνται σε ένα χρονικό διάστημα πόσων, είκοσι ετών;
Όχι, το παράδοξο είναι ότι μου έτυχαν όταν εγώ ήμουν μεταξύ είκοσι και τριάντα, στην πρώτη νιότη, που ήμουν φρεσκαδούρα και ίσως όχι τόσο υποψιασμένη.
— Και τι έχεις μάθει για τους άντρες μετά από όλα αυτά; Τι είναι ο άντρας και πώς τον προσεγγίζεις;
Κοίτα να δεις, εγώ λατρεύω τους άντρες και επ’ ουδενί αυτές οι ιστορίες δεν μου λένε κάτι γι’ αυτούς. Μου έχουν τύχει οι συγκεκριμένοι, αλλά μου έχουν τύχει και άλλοι πενήντα που είναι φανταστικά παιδιά και γλύκες. Επίσης έχω φίλες γυναίκες τρομερά νευρωτικές.
— Επίσης σου έχουν τύχει και εκατό γκέι άντρες γύρω σου, που ξέρω ότι τους αγαπάς.
Ακριβώς, όχι μόνο τους λατρεύω, είναι η ζωή μου όλη. Όπως μου έχει πει ο Παναγιώτης Χατζηστεφάνου, «εσύ ήσουν για εφτά ζωές γκέι και σε μια ζωή γεννήθηκες η Τζούλη Αγοράκη, δεν είσαι γυναίκα, βρε κούκλα μου». Και στη νοοτροπία δεν είμαι κανονικό κορίτσι, δεν θα κοιτάξω να πάμε δυο-δυο στην τουαλέτα, δεν θα ρωτήσω την άλλη τι κραγιόν φοράει. Τα ξέρεις.
Έχω ζήσει χιλιάδες ιστορίες αγριορομαντισμού και με τους γκέι φίλους μου, συμβαίνουν σε όλους, είναι το δεύτερο «Ανδρολίβαδο». Το θέμα είναι πως εγώ, ενώ το έβλεπα κάθε φορά να πηγαίνει προς τα εκεί, κάπως ήθελα να το φτάσω μέχρι τέρμα, για χάρη της εμπειρίας. Πρώτα ζω, μετά θα γράψω. Θα τη στύψουμε τη ζωή και μετά θα πιούμε το σφηνάκι της. Είχα πάντα μια περιέργεια. Επίσης ο άλλος δεν γράφει στο κούτελο «τάδε έφη, ανωμαλίδης».
— Εμείς, που σε ξέρουμε, συνδυάζοντας την περσόνα σου και το χιούμορ σου με αυτές τις ιστορίες, νομίζω ότι μπορούμε να γελάσουμε ακόμα περισσότερο. Μπορούμε να κάνουμε εικόνες. Πόσο παρεξηγήσιμο όμως μπορεί να είναι το «Ανδρολίβαδο» από ανθρώπους που δεν σε ξέρουν; Από φεμινίστριες, ας πούμε;
Ξέρεις κάτι; Χέστηκα. Δούλεψα όλα αυτά τα χρόνια και με την ψυχανάλυση για να μπορώ να λέω «χέστηκα». Αυτή είναι η ζωή μου, αρέσει, δεν αρέσει, και στο κάτω-κάτω, αυτό που προτρέπω τις γυναίκες είναι όταν βλέπουν το «κουλασιόν», όπως τώρα που μεγάλωσα κι εγώ, να στρίβουν. Η περιέργεια πληρώνεται. Πέρασα σύρριζα απ’ τη φρίκη, δεν με λέρωσε, ήμουν τυχερή.
Δεν υπάρχει σε καμία περίπτωση αυτό που λένε ότι «οι γυναίκες είναι ανάφτρες». Η γυναίκα μπορεί να σου κάνει ό,τι θέλει, να είναι με ζαρτιέρες και να σου πει στα τρία λεπτά «στοπ». Ο άλλος πρέπει να σταματήσει. Αν δεν σταματήσει είναι δικό του θέμα. Από κει και πέρα –και στις περισσότερες ιστορίες βγαίνει αυτό–, φαίνεται ότι έφευγα.
— Πλέον στην όλη συζήτηση για τις γυναικοκτονίες και το #MeToo, το βάρος φαίνεται να πέφτει στις μητέρες των αγοριών και στην ανατροφή τους. Εσύ είσαι αγορομάνα. Θέλω να μου πεις πώς μεγαλώνεις το παιδί σου, τι θες να του περάσεις και τι άντρας θες να τον δεις να γίνεται.
Θεωρώ ότι τα παιδιά είναι μιμητικά όντα, είναι μαϊμουδάκια, αυτό που βλέπουν, αυτό αντιγράφουν. Ό,τι κι αν θέλω εγώ να γίνει, δεν πρόκειται να γίνει αν δεν βλέπει ποια είμαι εγώ, πώς συμπεριφέρομαι και πώς αναπνέω στον κόσμο. Δεν έχω πει ποτέ στον Κωνσταντίνο «διάβασε ένα βιβλίο», αλλά ζει μέσα στα βιβλία. Δεν του λέω «θα πηγαίνεις κινηματογράφο». Την αγωγή, την ηθική τους τρόπους τους αναπνέεις, τους φυσάς σε ένα παιδί.
Δεν έχω καμία προσδοκία να γίνει κανενός είδους άντρας. Τι θα κάνει στη ζωή του δεν με αφορά. Του δίνω την ταυτότητα σε ένα αξιακό σύστημα που για μένα είναι τρομερά σοβαρό: να είναι ένας ευγενικός άνθρωπος. Η περιουσία μας είναι η ευγένειά μας, οι τρόποι μας. Όσο και να φαίνομαι τρελοκομείο, σε αυτό είμαι τρομερά αυστηρή. Με αφορά πάρα πολύ. Αν είσαι ένας ευγενικός, ένας απαλός άνθρωπος, αυτό βγαίνει και στις γυναίκες και παντού.
Δεν του λέω τίποτα, δεν θέλω τίποτα, δεν θέλω να τον κάνω τον τέλειο άντρα. Κι αυτός σε ένα ψυχαναλυτικό ντιβάνι θα πρέπει να ξεπεράσει την Τζούλη Αγοράκη, και φαντάζομαι ότι είναι βαριά η σκιά, καθότι είμαι κάπως έντονη. Παρόλ’ αυτά, αν για κάτι προσπαθώ, είναι να μην του αφήνω τεράστιο ίσκιο. Αγαπάω τόσο πολύ τη ζωή μου, τους φίλους μου, δεν το χαλαλίζω αυτό, θέλω ο Κωνσταντίνος να είναι ο γιος μιας μαμάς χαρούμενης. Όσο είμαι χαρούμενη και με κρατάνε καλά οι φίλοι μου, οι παρέες μου, η ζωή μου, τα βιβλία μου, αυτά που ονειρεύομαι, αναπνέει κι αυτός.
Στο «Η Ζωή είναι αλλού» του Κούντερα, η ηρωίδα νομίζει ότι έχει γεννήσει έναν ποιητή κι εκείνος δεν γράφει ούτε μια μέτρια έκθεση. Ε, δεν έχω τέτοιες προσδοκίες, ότι έχω δημιουργήσει τον τέλειο άντρα, γιατί εκεί νομίζω ότι ξεκινά μια πελώρια νεύρωση, του άντρα που εσένα σου λείπει. Έχω μια φίλη που φίλαγε το «πιπί» του παιδιού της και τον έλεγε «πασά μου». Της λέω, «βρε κούκλα μου, δεν πας να βρεις κανέναν γκόμενο να του κάνεις ένα τσιμπούκι;» Και προσβλήθηκε. Αλλά εγώ το εννοούσα. Τι σκιά αφήνεις σε αυτό το παιδί;
— Θέλω να σε γυρίσω πίσω, τότε που είχες βγάλει την πρώτη σου ποιητική συλλογή. Πόσο έχεις απομακρυνθεί από εκεί;
Νομίζω ότι είμαι κατεξοχήν παιδί της ποίησης. Ξεκίνησα 9 χρονών – εντάξει, θα μου πεις, δεν ήμουν ο Ρεμπώ, αλλά στους γονείς μου έκανε εντύπωση, νόμιζαν ότι τα αντέγραφα από κάπου. Η εφηβεία ήταν μόνο ποίηση-αυτοκτονία-ποίηση-αυτοκτονία. Η ποίηση για μένα είναι αντίσταση του προδιαγεγραμμένου. Ό,τι με πιέζει θα το κάνω στίχους. Σαν να ρευστοποιείται το συναίσθημα και να βγαίνει μπροστά.
Τώρα έχω ολοκληρώσει μια ποιητική συλλογή που τη λέω «Έθελ Μ. Ανατολικού». Η Έθελ από τον «Μεγάλο Ανατολικό» του Εμπειρίκου, αφού βγήκε από το καράβι και πήγε στην Αμερική, βρέθηκε στον κήπο του Επίκουρου με άλλες καταραμένες ηρωίδες. Ο λόγος της, σαν παραληρηματικός. Το έχω ήδη δώσει στην Άγρα, αυτό είναι το στοίχημά μου. Θέλω να βγάλω μπροστά αυτό που η Τζούλη τελικά είναι. Νομίζω ότι με αφορά μόνο η ποίηση, αλλά τη βγάζω τώρα, που είναι περιουσία το «γράφε και πέτα».
— Έχεις πετάξει πολύ πράμα;
Πάρα πολύ, θα μπορούσα να έχω βγάλει ήδη δέκα συλλογές. Ήθελα όμως όταν βγει να έχει αξία. Και μέστωσε. Βλέπω τώρα το πρώτο μου βιβλίο, το «Blonde Ambition», τα κομμάτια που έγραφα τότε στο (Symbol) για τη στήλη, που ήταν καλά, αλλά ήμουν 26 χρονών και έγραφα πάρα πολύ. Είχα ανάγκη να δείξω ότι έχω διαβάσει τον Πεσσόα, ήμουν πολύ ακουσμένη. Το δύσκολο είναι να τον χωνέψεις. Τώρα είναι η στιγμή να βγάλω ποίηση. Πιο πριν ήταν σαν να μάθαινα την τέχνη στο μάρμαρο. Τώρα νομίζω πως μπορώ να σταθώ ποιητικά. Δεν σου κρύβω όμως ότι είμαι τρομερά εκτεθειμένη.
— Δηλαδή με την ποιητική συλλογή, όταν εκδοθεί, θα νιώθεις ότι εκτίθεσαι περισσότερο απ’ ό,τι με το «Ανδρολίβαδο»; Μου φαίνεται τρομερό, δεν θα μπορούσα να φανταστώ μεγαλύτερη έκθεση του εαυτού σου από αυτήν εδώ.
Το «Ανδρολίβαδο» είναι εμπειρίες, είναι μια πτυχή μου, αυτή που πειραματιζόταν, η εικοσάχρονη Τζούλη, έτσι κι αλλιώς το κορίτσι που τα ζούσε αυτά δεν έχει καμία σχέση με αυτό που είμαι σήμερα, οπότε τα βλέπω κι εγώ με μεγάλη απόσταση. Τα έζησα, πέρασαν, γελάμε. Η ποιητική συλλογή είναι γυμνή η ψυχή μου, χωρίς χειρολαβές, δεν έχει να πιαστεί από πουθενά, βλέπεις μέσα μου και τα καταλαβαίνεις όλα, αν έχεις αυτό το αισθητήριο.
— Πόσο σημαντικό είναι τελικά για έναν άνθρωπο να είναι συμφιλιωμένος με τη σεξουαλικότητά του, ό,τι κι αν περιλαμβάνει αυτή;
Είναι το νούμερο ένα. Τι λέμε τώρα. Δύο πράγματα δεν αγγίζουν στην ψυχανάλυση, τον ερωτισμό και την επιθετικότητα. Αν όμως δεν ξέρεις ποιον βυθό κουβαλάς, είσαι σε άγνοια για το ποιος είναι ο κόσμος σου. Είναι πολύ γενναίο, δειλά-δειλά, γιατί είναι λίγο αταξινόμητο, να ξέρεις ποιος είσαι, τι θέλεις και πού θέλεις να πας.
Η πιο σημαντική ερώτηση, κι ας ακούγεται λίγο κλισέ, αλλά αν δεν την έχεις πει έστω μια φορά στον εαυτό σου, για μένα είσαι λίγο ούφο, είναι «τι ζωή θέλω να ζήσω;» Θέλεις την κίτρινη Λαμποργκίνι; Δούλεψε γι’ αυτήν. Θες να ζεις σε ένα δυάρι μποέμ και να διαβάζεις ποίηση; Ό,τι και να κάνεις, αποφάσισε ποιος θες να είσαι. Εγώ είχα καταλάβει από πολύ νωρίς ότι είμαι ένα κορίτσι με ετερόκλητες μέσα μου περσόνες, γιατί είναι δύσκολο να συμβαδίζει ο Σαμπρόλ και η Ταινιοθήκη με το φορεματάκι Ιβ Σεν Λοράν…
— … και την τηλεόραση.
Αυτό πού το πας; Εντάξει, μια σεζόν έκανα, με την Τατιάνα, και φέτος λίγο στο «Dot».
— Θα μπορούσε όμως να σε ρουφήξει.
Για μένα η τηλεόραση είναι το τέλος της λογικής. Σε όλα τα έντυπα, σοβαρά ή πιο ελαφριά, έβρισκα ένα σημείο επαφής. Στην τηλεόραση πας και αφήνεις τη λογική εκτός. Πρέπει να πεις αυτά, γιατί νομίζουν αυτοί που κάνουν τηλεόραση ότι απευθύνονται σε ηλίθιους εκεί έξω, ότι το κοινό τόσα καταλαβαίνει. Εγώ ένιωθα ένα καθημερινό στραμπούληγμα στον εγκέφαλο. Σαν να έπρεπε να μπαίνω λοβοτομημένη και να υποστηρίζω κάτι που δεν είμαι καθόλου.
— Την αυταρέσκεια πώς τη δουλεύεις; Έχει μειωθεί με τα χρόνια;
Ενώ έδειχνα ένας πελώριος νάρκισσος, ένα κορίτσι αυτοαναφορικό, δεν νομίζω ότι ήμουν πια και τόσο πολύ. Τώρα πηγαίνω με τον χρόνο. Μου έλεγε παλιά ο μπαμπάς μου, που είναι γιατρός και ουμανιστής κι έχει μια ωραία σοφία στη ζωή του, «αγάπη μου, το φοράμε μέχρι να φαίνεται ο κώλος, αλλά όσο χαλάει το μπούτι και το γόνατο, το κατεβάζουμε».
Μεγαλώνω αλλά δεν με χαλάει. Δεν πίστευα ποτέ ότι θα είμαι τόσο συμφιλιωμένη με αυτό. Καθώς χαλαρώνει το δέρμα, χαλαρώνουν και οι εσωτερικές μου αντιστάσεις. Νέα ήμουν πολύ άγρια, ήμουν ένα άλογο που δεν μπορούσες να το πιάσεις από πουθενά, συν ότι αν ανέβαινες πάνω, θα σου έσπαγα τη ραχοκοκαλιά με δύο κινήσεις. Τώρα απολαμβάνω τη διαδρομή, δέχομαι να έρθουν άνθρωποι να με εξημερώσουν λίγο, μου αρέσει που βλέπω τις ατέλειές μου με έναν τρόπο διαφορετικό, που μου δίνει ένα άλλο βάθος. Άλλωστε, με την περιπέτεια της υγείας μου, το να διαρκέσω είναι ευχής έργο. Μένω σ’ αυτόν τον πλανήτη και είναι ωραίο.
— Τώρα είναι όλα καλά; Μιλάμε για καρκίνο του μαστού, σωστά;
Ναι, αλλά και αυτή την εμπειρία την πέρασα τελείως αλμοδοβαρικά. Έμπαινα στο «Σωτηρία» και φορούσα χρυσά τακούνια και παγιέτα και ήταν γύρω μου όλοι με τους ορούς. Το ζούσα σαν περφόρμανς.
Σε αυτές τις εμπειρίες το πιο σημαντικό είναι να σταματήσεις να λες «γιατί σε μένα» και να λες «γιατί όχι σε μένα». Αγκάλιασε κάθε εμπειρία, αφού δεν μπορείς να την αποφύγεις, δες τι έχει να σου μάθει. Shit happens, θα τραβήξεις και άσχημα φύλλα, το θέμα είναι πώς με τα φύλλα που ήρθαν θα παίξεις μέχρι το τέλος. Κι εγώ αποφάσισα και αυτό να το περάσω σε τρελή, και πήγαινα για ακτινοθεραπείες σαν αλμοδοβαρική ηρωίδα.
— Πώς νιώθεις τώρα που, μετά από τόσες συνεντεύξεις που έχεις πάρει στην καριέρα σου, περνάς στην άλλη πλευρά, και σε ρωτάνε πράγματα για σένα, για το βιβλίο, για τα βιώματά σου;
Κοίτα δεν νομίζω ότι είναι πολύ δύσκολο. Η διαδικασία είναι η ίδια. Απλά είναι σαν να κοιτάς το άλλο κάτοπτρο του καθρέφτη. Είναι μια ωραία ανταλλαγή. Χωρίς να θέλω να φανεί επηρμένο, πάντα, όταν έπαιρνα συνεντεύξεις, είχα μια φαντασίωση πώς θα απαντούσα εγώ, ειδικά όταν μου απαντούσαν χάλια. Με τον Χωραφά, ας πούμε, που μου άρεσε πολύ σαν άντρας, δεν έβγαινε η συνέντευξη. Μερικούς ανθρώπους τους έχεις σαν ιερό τοτέμ, αλλά δεν προχωράει, ρε παιδί μου. Την ώρα που μίλαγε ήταν τόσο βαρετός που εγώ σκεφτόμουν και την απάντηση.
Επίσης, πολλές φορές έχουμε φτιάξει ωραίες απαντήσεις, ενώ μας έχουν απαντήσει παπαριές. Απλά με ενοχλεί πολύ να ζητάνε από τον δημοσιογράφο να δουν το κείμενο. Να έχεις την ευθύνη του λόγου σου και αν δεν μπορείς να την έχεις, να μη δίνεις συνεντεύξεις. Με έχει κουράσει πολύ όλα αυτά τα χρόνια. Τα είπες, αν δεν σ’ αρέσουν, κάν’ τα γαργάρα. Άλλωστε, μια συνέντευξη είναι, δεν τρέχει και τίποτα.