Η πρώτη ημερολογιακή γραφή της Μαργαρίτας Καραπάνου εντοπίζεται το 1959, στα δεκατρία της χρόνια, όταν φεύγει με τη μητέρα της για το Παρίσι, και ολοκληρώνεται το 1980 όταν έχει μόλις εκδώσει το Η Κασσάνδρα και ο λύκος. Ο Βασίλης Κιμούλης των εκδόσεων Ωκεανίδα, που μαζί με τη Μαργαρίτα Καραπάνου επιμελήθηκε τη συγκέντρωση του υλικού και τη συνολική έκδοση του Η ζωή είναι αγρίως απίθανη, περιγράφει την περιπέτεια αυτής της σπάνιας συλλογή προσωπικών κειμένων: «Πριν από ένα χρόνο, τακτοποιώντας το αρχείο της Μαργαρίτας (αλληλογραφία με ξένους εκδότες και συγγραφείς, χειρόγραφα βιβλίων και διηγημάτων, σημειώσεις, φωτογραφίες, κ.ά.), έπεσα πάνω στα ημερολόγια. Τα έβαλα σε μια σειρά χρονολογική (μεγάλο μέρος του ήταν σε σκόρπια φύλλα, μπλοκάκια, μπλοκ αλληλογραφίας και κάθε λογής τετράδια, λευκώματα και σημειωματάρια) και ξεκίνησε η μεταγραφή τους και παράλληλα η μετάφραση (τα δύο τρίτα είναι γραμμένα στα γαλλικά, πολύ λίγα και στ' αγγλικά), σε συνεργασία πάντα με τη Μαργαρίτα Καραπάνου.
Τα ημερολόγια ξεκινάνε το 1959, όταν η Μαργαρίτα Καραπάνου σε ηλικία 13 ετών (ξανα)φεύγει με τη μητέρα της Μαργαρίτα Λυμπεράκη για το Παρίσι, όπου θα σπουδάσει στο College Sevigné. Η τελευταία καταγραφή εντοπίζεται το 1980, όταν πλέον ζει ανάμεσα κυρίως στην Αθήνα, το Παρίσι και την Ύδρα. Εκείνη την εποχή έχει ήδη εκδοθεί το πρώτο της βιβλίο, Η Κασσάνδρα και ο λύκος (το 1976 στη Γαλλία, στις ΗΠΑ και στην Ελλάδα, στο Ισραήλ το 1977 και στη Σουηδία το 1978). Μάλιστα τα ξένα έντυπα («Monde», «Figaro», «New York Times») δεν διστάζουν να συγκρίνουν αυτή την άγνωστη συγγραφέα από την Αθήνα με τονΠρουστ, τον Κοζίνσκι, τον Κάρολ, τονΜπέκετ και τον Κάφκα. Σπέρματα τηςΚασσάνδραςανακαλύπτουμε ανάμεσα στις εμπειρίες και στις σκέψεις που καταγράφει στο ημερολόγιό της. Μέχρι που γύρω στα 1971-1972, στις τελευταίες σελίδες ενός σκληρόδετου μαύρου τετραδίου, διαβάζουμε -με δεκάδες διορθώσεις, σβησίματα και αλλαγές- ένα από τα κεφάλαια της Κασσάνδρας, το «Σπίτι-πλοίο». Επιπλέον, στο τελευταίο μέρος των ημερολογίων της παρακολουθούμε τη (βασανιστική...) γέννηση ενός δεύτερου έργου -σενάριο; θεατρικό; μυθιστόρημα;- το οποίο θα πάρει την τελική του μορφή μερικά χρόνια αργότερα, όταν θα εκδοθεί ο Υπνοβάτης (1985), που θα τιμηθεί το 1987 με το γαλλικό Βραβείο Καλύτερου Ξένου μυθιστορήματος. (Συνυποψήφιοι για το βραβείο εκείνης της χρονιάς -το οποίο θεωρείται ο... προάγγελος ενός μελλοντικού Νόμπελ- ήταν οι συγγραφείς Πέτερ Χάντκε, Άιρις Μέρντοχ, Φίλιπ Ροθ, Γιασάρ Κεμάλ καιΠατρίσια Χάισμιθ).
Τα κείμενα του Η ζωή είναι αγρίως απίθανηξεκινάνε ως ένα εφηβικό ημερολόγιο (γραμμένα, όμως με την ταλαντούχα πένα ενός ξεχωριστού κοριτσιού που ήδη διαβάζει από Αντρέ Ζιντ και Όσκαρ Ουάιλντμέχρι Πόε και Μαρκήσιο ντε Σαντ και ζει και διαμορφώνεται στην πρωτεύουσα της καλλιτεχνικής Ευρώπης, κινούμενη σ' έναν κύκλο δημιουργών, από τον Αλμπερ Καμί και τον Ιονέσκο μέχρι τον Σαρτρ και τη Σιμόν ντε Μποβουάρ) και καταλήγουν σε τετράδια εργασίας ενός συγγραφέα που έχει συνειδητοποιήσει ότι «το γράψιμο είναι η ζωή του».
1959 (13 ετών)
Δευτέρα 5 Οκτωβρίου
Στο σχολείο πάω καλά, αλλά αισθάνουμαι παντού τόσο μόνη! Χρειάζομαι μια φίλη. Μια αληθινή φίλη, με την οποία θα μπορώ να μιλάω, να γελάω, να λέω τι σκέπτουμαι, μια φίλη που ν' αγαπάω.
Έχω νοσταλγήσει τρομερά την Ελλάδα. Αλλά ίσως πάω τα Χριστούγεννα. Ευτυχώς που είναι η μαμά μαζί μου. Την αγαπάω τόσο πολύ!
Μου φαίνεται τόσο περίεργο που βρίσκουμαι στο Παρίσι. Η ψυχή μου βρίσκεται στην Ελλάδα, στην Ύδρα. Μου φαίνεται απίστευτο ότι είμαι 5, Rue de l' Odeon, Paris VI.
Αυτή τη στιγμή διαβάζω ένα καταπληκτικό βιβλίο που λέγεται LesFaux-monnayeursτου André Gide. Ευτυχώς που μου αρέσει το διάβασμα.
Θα συνεχίσω αργότερα το ημερολόγιό μου, διότι έχω μαθήματα.
Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου
Αυτή τη στιγμή διάβασα ένα βιβλίο, που με ανατάραξε ολόκληρη. L' amant de Lady Chatterley. Περιγράφει σκηνές έρωτος τόσο λεπτομερειακώς, που σε πιάνει ένα γλυκό ρίγος. Σε μια σκηνή περιγράφει τον άντρα που χαϊδεύει το όργανο της γυναίκας. Το χέρι του περνάει ανάμεσα, με δυο δάχτυλα χαϊδεύει τις τρίχες.
Άμα τα διαβάζεις αυτά τα πράματα, είναι τόσο ωραία γραμμένα, που δεν αισθάνεσαι καμιά ντροπή. Μας περιγράφει και την ανακάλυψη της δυνάμεως του αντρός από τη γυναίκα.
1960 (14 ετών)
Κυριακή 25 Απριλίου
Η τελευταία στιγμή ήρθε. Ο ταυρομάχος αρπάζει το σπαθί, το κρύβει μέσα στην κάπα. Το ζώο ερεθίζεται, ορμάει, δυο, τρεις, πέντε, δέκα φορές. Ξαφνικά σκύβει το κεφάλι, είναι σαν μαγνητισμένο απ' το σπαθί που λάμπει μπροστά του. Αυτό περιμένει ο ταυρομάχος. Ο σβέρκος του ταύρου σκύβει, σκύβει, περιμένει. Το σπαθί μιλά, σημαδεύει, πρέπει να βρει το σημείο, όπου ο ταύρος πεθαίνει αμέσως. Το βρήκε. Μπήγει το σπαθί πηδώντας στον αέρα, το μπήγει ολόκληρο μέσα. Στα μάτια του λάμπει κιόλας ο θρίαμβος. Ο ταύρος τρικλίζει. Σηκώνει το κεφάλι του, σαν να ψάχνει το Θεό, κι έπειτα προσπαθεί να μην πέσει. Ψάχνει τη θέση, το κακόμοιρο, τη θέση που θα κλείσει τα ματάκια του. Δεν βαστάει πια άλλο. Με μια τεράστια προσπάθεια πέφτει ανάσκελα, βγάζει έναν περίεργο γρυλισμό γεμάτο πόνο και το κεφάλι του χτυπάει στη ματωμένη άμμο.
Ο λαός φωνάζει, ουρλιάζει από χαρά. Εγώ δεν μπόρεσα να κοιτάξω άλλο. Αισθανόμουν δάκρυα να κυλάνε στα μάγουλά μου, και ψιθύριζα συνέχεια: «Όχι, μην το σκοτώσετε, όχι, όχι, όχι!» Κάτι φούσκωνε μέσα μου, αισθανόμουν μια αδικία σε ό,τι έβλεπα, ήθελα να φωνάξω βοήθεια, να σκοτώσω όλους όσους ούρλιαζαν από χαρά. Έμπηγα δυνατά τα νύχια μου μέσα στις παλάμες μου, για να μην στριγκλίσω από αγωνία. Έτρεμα ολόκληρη. «Γιατί; Γιατί;».
Όλα είναι σαν όνειρο, σαν εφιάλτης. Δεν λέγονται όλα τα αισθήματα που είχα μέσα μου. Μαζί με το κλάμα όμως έπρεπε να κοιτάζω, μ' άρεσε να πονάω, μ' άρεσε αυτή η αγωνία. Αισθανόμουν και μια ανεξήγητη χαρά μαζί, αλλά μια χαρά άσκημη, πρόστυχη. Ήταν σαν κάτι που ήθελα να κρύψω απ' τον λυπημένο εαυτό μου.
Επτά και δέκα. Ο λαιμός μου είχε κλείσει. Η ζέστη ήταν αφόρητη. Ο ήλιος είχε γίνει κόκκινος. Η αρένα είχε πάρει μια αφύσικη λάμψη και το αίμα έλαμπε χάμω σαν χρυσάφι. Αισθανόμουν ολόκληρη ότι με είχαν βασανίσει σαν τους Χριστιανούς.
Τρίτη 6 Δεκεμβρίου
Δεν πιστεύω στην ηθική. Δεν πιστεύω, επειδή δεν υπάρχει. Ό,τι κι αν κάνει ο άνθρωπος, αναγκαστικά θα βάλει κάτι βρόμικο μέσα του. Αλλά απ' τη βρομιά μπορεί κανείς να βγάλει αριστουργήματα. Πρέπει να ξέρεις να βρίσκεις την ομορφιά στο καθετί. Πρέπει να βλέπεις παντού την ομορφιά, γιατί κατά βάθος όλα είναι όμορφα. Τα πάντα κρύβουν κάτι όμορφο και πρέπει να μπορείς να το ανακαλύψεις - εκείνοι που μπορούν είναι οι «καλλιτέχνες». Αυτή είναι η δουλειά τους, ο σκοπός τους. Να ψάχνουν, να βρίσκουν, να ομορφαίνουν, να δείχνουν.
1961 (15 ετών)
Τετάρτη 8 Ιουνίου
Διαβάζωμε προσοχήτα έργα του Marquis de Sade. Μου σηκώθηκαν οι τρίχες του κεφαλιού μου μ' αυτό το φρικιαστικόδημιούργημα, αυτό το ασύλληπτο, ασυγχώρητο τερατούργημα. Χωρίς αμφιβολία αυτός ο άνθρωπος φοβόταν τον κόσμο, τις γυναίκες, τη ζωήτην ίδια, για να καταφεύγει σε τέτοιες ιδέες. Κι ο Edgar Poe ήταν πιθανώς σαδιστής, αλλά, Θεέ μου, τι διαφορά! Αναρωτιέμαι πώς ένιωθε αυτός ο άνθρωπος όταν έγραφε, ή καλύτερα, όταν ξερνούσε αυτό το ανοσιούργημα... Το βρίσκω τόσο σιχαμένο, που αισθάνομαι την ανάγκη να κάνω ένα καλό μπάνιο!
1967 (21 ετών)
9 Οκτωβρίου
Επιθυμία για Επιθυμίες. Η ελλαδα. Κι έπειτα, να σταθώ στα πόδια μου, μόνη μου. Να με ανακαλύψω, για να με χάσω. Ποτέ δεν με ανακάλυψα, για να με χάσω, να μπορέσω να με ξεχάσω, δηλαδή ν' αντικρίσω και ν' αγαπήσω τους άλλους.
Επιθυμία να έχω επιθυμίες - τίποτ' άλλο. Νιώθω τη ζωή κάπου κοντά και ωστόσο, ένα εμπόδιο. Πρέπει να το διαλύσω. Όμως φοβάμαι να το διαλύσω, όχι εξαιτίας του αγνώστου, αλλά επειδή νιώθω τρυφερότητα και ήδη νοσταλγία γι' αυτό το εμπόδιο.
Αλίκη... μπορούσες να περάσεις μέσα απ' τον καθρέφτη, αλλά ανακάλυπτες μονάχα αντανακλάσεις...
Η επιστροφή μου στην Ελλάδα είναι μια αρχή ή το τέλος; Επιστροφή πίσω και πήδημα μπροστά είναι η επιστροφή μου στην Ελλάδα. Δίψα να αποκαλυφθώ, και φόβος, φόβος, φόβος, φόβος, φόβος, φόβος, φόβος, φόβος ν' αλλάξω την τύχη μου στον έρωτα, το όραμα όσων αγάπησα. Άγχος, άγχος, άγχος.
Δεν θέλω να υπάρχω για να είμαι αυτό που είναι πιθανό να είμαι, θέλω τα όριά μου να είναι το απίθανο.
1968 (22 ετών)
Κυριακή 24 Μαρτίου
Αυτή είναι η αιώνια καταδίκη μου; Να συγκρούομαι με την πραγματικότητα, μια πραγματικότητα πάντα διαφορετική από τα όνειρά μου; Πιστεύω όμως πως η ψυχανάλυση θα με κάνει να περάσω από το «φαντασιακό» πεδίο στο άλλο, το «πραγματικό», χωρίς πολλές απώλειες.
Τι φοβάμαι να χάσω μ' αυτή την «υποκατάσταση»; Ίσως το βαθύτερο εγώ μου, την ίδια την πηγή της ζωής μου. Δεν λένε μερικοί ότι η ζωή είναι πολύ σκληρή για να τα βάλεις μαζί της, κι ότι τ' αδύναμα πνεύματα καταφεύγουν στ' όνειρο; Τι ξέρουν αυτοί; Τ' όνειρο έχει κι αυτό τις απαιτήσεις του, την ηθική του. Κι αν όλοι οι ποιητές είναι αδύναμοι, τότε ζήτω η Αδυναμία!
1970 (24 ετών)
Τετάρτη 14 Ιανουαρίου
Ξαναδιαβάζοντας αυτό το ημερολόγιο, χωρίς να διεκδικώ δάφνες, αισθάνομαι ικανή να γράψω ένα Μυθιστόρημα. Πιστεύω ότι δεν πρέπει να ψάχνεις να πεις «σπουδαία πράματα», απλώς «πράματα». Για μένα, όλοι οι «μεγάλοι» με συγκίνησαν, με ταρακούνησαν κι όξυναν την ευαισθησία μου με «πράματα», με «τίποτα», που, απ' τη στιγμή που τα γράφεις, γίνονται θαυμαστά, μεγαλειώδη, τεράστια. Και είμαι σχεδόν βέβαιη ότι τα μεγάλα «μηνύματα» είναι αυτά που και οι ίδιοι οι μεγάλοι συγγραφείς αγνοούν, αυτά που είπαν, χωρίς να δώσουν σημασία.
1975 (29 ετών)
Τετάρτη 9 Απριλίου
Όνειρο.
Είμαι παιδί κι ο πατέρας μου με βαστάει απ' το χέρι, βρισκόμαστε σε μια «εξοχή». «Θα σε πάω να δεις τη μητέρα σου», μου λέει. Βρισκόμαστε μπροστά σ' ένα μεγάλο σπίτι με κολόνες, λίγο «colonial».1Είναι τρελοκομείο. Μπαίνουμε σ' ένα δωμάτιο με πολλές γυναίκες, γριές, απαίσιες, τρελές, ξαπλωμένες σε κρεβάτια, το ένα πάνω στ' άλλο, όπως στα τραίνα. Εκεί βρίσκεται και η μητέρα μου, γριά, τρελή, απαίσια. Μπαίνει ένας γιατρός, ο οποίος αρχίζει να «παίρνει παρουσίες», φτάνει στο όνομα της μητέρας μου, η οποία πρέπει να πει: «Λυμπεράκη». Δεν μπορεί να το πει. Ο γιατρός γυρίζει προς εμένα και περιμένει εγώ να μιλήσω αντί αυτή, να πω: «Λυμπεράκη». Μου είναι αδύνατον να πω αυτή τη λέξη, διότι «τραυλίζω», δεν βγαίνει κανένας ήχος απ' το στόμα μου. Γύρω μου, οι γυναίκες γελάνε, δείχνουνε τα σάπια δόντια τους με απαίσιους μορφασμούς. Ξυπνάω με τρομακτική αγωνία, απ' την ανικανότητα να μιλήσω.
6 Νοεμβρίου
Σκέψεις για ένα δεύτερο μυθιστόρημα. Πρέπει να τολμήσω, να γράψω, ξεχνώντας πως θα διαβαστεί. Κανένας άνθρωπος που γράφει πραγματικά, δεν σκέπτεται τους αναγνώστες. Και αν μπορέσω να το γράψω, ίσως τα φαντάσματα εξαφανιστούν.
Διότι, τι είναι το γράψιμο; Μια συνεχής προσπάθεια να κάνεις λίγο φως εκεί κάτω που ζούνε τα φαντάσματα και σε βασανίζουν. Να φωτίσεις, έστω και για μια στιγμή τα πρόσωπα, φευγαλέα, ν' αναγνωρίσεις και να σ' αναγνωρίσουν, μία επίδειξη ισχύος κι απ' τις δυο μεριές.
1976 (30 ετών)
Οκτώβριος
Ίσως με το γράψιμο ξαναπάρω λίγο οξυγόνο πίσω. Αλλά θα 'πρεπε να πάρω κι απ' τη ζωή, και αυτή μου είναι ακόμη κλειστή.
Αλλά ίσως βγει ένα βιβλίο απ' αυτή την ιστορία, δεν ξέρει κανείς ποτέ. Όχι ερωτική ιστορία, το έχω βαρεθεί αυτό το είδος. Αλλά ένα βιβλίο γύρω απ' το πρόσωπο του Christian, να είναι αυτός ο κεντρικός ήρωας. Ένας άνθρωπος που κόβεται σιγά-σιγά απ' όλα, μέχρι το θάνατο. Λίγο σαν το Κάτω από το ηφαίστειο, αλλά πρέπει να το αισθάνομαι, για να το γράψω. Πρέπει βασικά να το έχω ζήσει. Έχω ζήσει μέρος αυτού του πράματος μαζί του, και θα φανταστώ το υπόλοιπο.
Το καταπληκτικό των βιβλίων του Faulkner είναι ότι δεν μιλάει ποτέ για ένα, δύο ή τρία πρόσωπα. Είναι χιλιάδες πρόσωπα που μπλέκονται, οι ζωές τους είναι μπερδεμένες σαν την ίδια τη ζωή, με μια πειστικότητα, σαν να τους γέννησε. Και βασικά, τους γέννησε. Αυτό έχει ο μεγάλος συγγραφέας. Γεννάει κυριολεκτικά τα πρόσωπά του, που παίρνουν σάρκα και οστά και έχεις την αίσθηση πως τους γνωρίζεις, πως γίνανε φίλοι σου για πάντα. Ενώ με τους μέτριους συγγραφείς τα πρόσωπα χάνονται μέσα στη μνήμη σου, εξαφανίζονται.
Να ξαναδιαβάσω το Κάτω από το ηφαίστειοκαι τ' Ανεμοδαρμένα ύψη. Όχι για ν' αντιγράψω, αλλά για να μυρίσω λίγο πάθος.
Σκέπτομαι πολύ τα Ανεμοδαρμένα ύψη.Πώς αυτό το κορίτσι, που δεν ήξερε τίποτα απ' τη ζωή, έγραψε ίσως την πιο μεγάλη ιστορία αγάπης στην παγκόσμια λογοτεχνία. Είναι απίστευτο. Πώς έπιασε τον άντρα, τον Heathcliff, τόσο ολόκληρα, τόσο διαβολικό; Ίσως όμως, ακριβώς επειδή δεν είχε ζήσει τίποτα, να είχε τέτοιες «πνευματικές καύλες», που να βγήκε αυτό το αριστούργημα.
1977 (31 ετών)
Σεπτέμβριος
Βλέπω ένα υπόγειο -κελάρι- σκοτεινό σαν τις προϊστορικές σπηλιές. Παράθυρα μεγάλα, αλλά πολύ ψηλά. Απ' έξω, ή θα βλέπουμε ένα δάσος, ή θα μιλάνε γι' αυτό το δάσος. Αυτό που θέλω, όμως, είναι οι ώρες της ημέρας να περνάνε απ' τα παράθυρα, να φωτίζουν το κελάρι, σούρουπο, νύχτα, φεγγάρι, ήλιος, κ.λπ. Ο κόσμος να είναι ψηλά. Η θάλασσα, όμως, θα είναι στο ίδιο επίπεδο με το κελάρι. Σαν το κελάρι να είναι στο βυθό, να το περιχύνει θάλασσα.Από την πόρτα θα μπαίνουν κύματα και θα ξεβράζουν γράμματα μέσα στο δωμάτιο, κάτω από την πόρτα. Κοχύλια-γράμματα, αχινούς-γράμματα. Σαν ο λόγος να προέρχεται από τα εντόσθια ενός θαλασσινού τέρατος. Θάλασσα-μητρότητα- θάνατος.
1977 (31 ετών)
Μάιος
Επανέρχομαι συνέχεια στο ίδιο, όπως κάθε φορά στην αρχή μιας δουλειάς. Σαν έμμονη ιδέα γυρίζω συνέχεια στο ίδιο, ίσως γιατί δεν το έχω συνειδητοποιήσει ακόμα η ίδια, δεν το 'χω βρει. Άμα το βρω, δεν θα 'χω πια ανάγκη να το γράψω, διότι θα υπάρχει μέσα στο σενάριο.
Το καταπληκτικό με το γράψιμο είναι ότι σιγά-σιγά πλησιάζεις το στόχο σου όπως ο κυνηγός το θήραμα, σαν το ερωτικό πλησίασμα, με την μόνη καταπληκτική διαφορά ότι πλησιάζοντας, ο στόχος αλλάζει, έτσι μπορεί να καταλήξεις σε κάτι τελείως διαφορετικό, δηλαδή, όλες αυτές οι σημειώσεις που παίρνω μπορεί να πεταχτούν, να είναι άσχετες με το τελικό αποτέλεσμα, αλλά το βιβλίο-σενάριο είναι εδώ μέσα. Σαν το έμβρυο. Κλισέ, αλλά αληθινό.
Νομίζω ότι πρέπει ν' αρχίσω... να γράφω! Έχω ένα τρακ φοβερό, βουτάω πάλι στα βαθιά νερά. Αυτά που γράφω εδώ είναι τα δεκανίκια. Σε λίγο θα πεταχτούν.
Να χρησιμοποιήσω το σενάριο του Borges με τα μουσεία και τους καθρέφτες. Να διαβάσω τις νουβέλες της Highsmith με τα ζώα. Και το Lesmétéoresτου Tournier. Το όλο να είναι πορεία προς το θάνατο. Αλλά, αυτή τη φορά, όχι σαν την Κασσάνδρα, ένας θάνατος ανεπιθύμητος, ένας βιασμός, αλλά μια αργή πορεία προς το θάνατο-τη ζωή. Ιδίως ο ήρωας να περνάει μέσα από όλες τις καταστάσεις, τις καλές και τις κακές, με όλο και περισσότερη ένταση και αδιαφορία.
Αυτό είναι. Πρέπει να είναι και τα δυο μαζί, πάντα το διφορούμενο. Το μεγάλο μυστικό κάθε καλού βιβλίου. Ταυτόχρονες καταστάσεις, αισθήματα, αντιθέσεις ταυτόχρονες.
Η ζωή η ίδια.
1978 (32 ετών)
Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου
Η ανάγκη μου να συγκεντρωθώ και να δουλέψω έχει πια γίνει οργανική, όπως όταν θέλεις παιδί. Οι μέρες περνάν και μέσα μου το κενό μεγαλώνει. Και η ανάγκη. Ίσως και η κούρασίς μου να οφείλεται σ' αυτό. Το παράδοξο είναι πως, πριν γράψω την Κασσάνδρα, έγραφα συνέχεια! Η Κασσάνδραμ' έκανε συγγραφέα. Όπως ένα παιδί «κάνει» μια γυναίκα μητέρα. Δεν μπορείς να ξεφύγεις απ' αυτό. Γι' αυτό και τώρα «το γράψιμο» έχει άλλη signification.2Το συναίσθημα μιας εσωτερικής ευθύνης.
σχόλια