ΣΤΟ ΑΚΟΥΣΜΑ ΤΗΣ λέξης Κάμα-Σούτρα, το πρώτο πράγμα που έρχεται στο νου -του δυτικού ανθρώπου τουλάχιστον- είναι εικόνες ενός εξωτικού κι εντελώς αποενοχοποιημένου ερωτισμού. Εικόνες όπου σώματα ανδρών και γυναικών, πλεγμένα μεταξύ τους σε στάσεις που απαιτούν απίστευτη ευλυγισία, επιδίδονται στο παιχνίδι της ηδονής σαν ν’ αναζητούν μια απρόσιτη, γλυκιά απελευθέρωση. Ωστόσο, πίσω απ’ αυτές τις εικόνες -που ενίοτε πυροδοτούν κι αστεϊσμούς- υπάρχει ένα αρχαίο ινδικό κείμενο διαπαιδαγώγησης.
Πρώτης τάξεως ντοκουμέντο για τις βάσεις της θρησκείας, της ηθικής και της κοινωνίας της Ινδίας μεταξύ 1ου και 6ου μ.Χ αιώνα, το «Κάμα-Σούτρα», στην πλήρη εκδοχή του, κυκλοφόρησε στη χώρα μας το 2008, σ’ έναν εικονογραφημένο, και δυστυχώς δυσεύρετο πια, τόμο της Άγρας που στηριζόταν στη δουλειά του Γάλλου ανθρωπολόγου Ζαν Παπέν. Ο Παπέν, μελετητής επί δεκαετίες κάθε έκφανσης του ινδικού πολιτισμού, είχε δώσει από το 1991 μια συνολική μετάφραση του Κάμα-Σούτρα από τα σανσκριτικά και την είχε πλαισιώσει με εισαγωγή, γλωσσάρι, σχόλια και σημειώσεις τα οποία συνόδευσαν και την ελληνική έκδοση (μετ. Ι. Λεκκάκου).
Στο «Κάμα-Σούτρα» αποτυπώνονται εύκολες και περίπλοκες ερωτικές στάσεις, μικρές και μεγάλες διαστροφές, επιδέξιες πεολειξίες και σαδομαζοχιστικές τεχνικές, αλλά ο συντάκτης του εγχειριδίου υπενθυμίζει πως «στη φλόγα του έρωτα μόνο το πάθος εμπνέει τις πράξεις».
Ο πουριτανισμός, η θρησκευτικότητα και ο λανθάνων μυστικισμός της σύγχρονης Ινδίας απουσιάζουν από τον κοινωνία που περιγράφεται στο «Κάμα-Σούτρα». Την εποχή, όμως, που ο Βατσιαγιάνα, ο βραχμάνος συντάκτης του «Κάμα-Σούτρα», συμπύκνωνε σ’ αυτό κείμενα συγγραφέων που είχαν ζήσει χίλια ή και δύο χιλιάδες χρόνια νωρίτερα, η ερωτική τέχνη αποτελούσε μέρος της εκπαίδευσης των παιδιών και των εφήβων κι ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τη θρησκευτική παράδοση.
Πιστή στις διδασκαλίες των αρχαίων δασκάλων, η πραγματεία του Βατσιαγιάνα αναγνωρίζει το «κάμα», την ικανοποίηση δηλαδή των αισθήσεων με τον έλεγχο της νόησης, ως την τρίτη μετά το δίκαιο και την ιδιοκτησία από τις εγκόσμιες αρετές, που όσο τις σέβεται κανείς τόσο περισσότερο πλησιάζει την ευτυχία. Το «Κάμα-Σούτρα», βέβαια, απευθύνεται στις τρεις ανώτερες κάστες, τους βραχμάνους, τους γαλαζοαίματους και τους εμπόρους, κι όχι απλώς δεν αμφισβητεί τα προνόμιά τους αλλά υποστηρίζει συστηματικά την αύξηση του πλούτου τους. «Η κατάργηση των καστών», σημειώνει ο Παπέν, είναι πρόσφατη διεκδίκηση δυτικής εμπνεύσεως…Οι περισσότεροι Ινδοί είναι περήφανοι γι’ αυτόν τον χιλιετή θεσμό που τίποτε δεν μπόρεσε και θα μπορέσει να τον διαπεράσει…»
Στο πρώτο από τα επτά συνολικά μέρη του έργου, ο Βατσιαγιάνα απαριθμεί τις εξηντατέσσερις τέχνες που κάθε κορίτσι καλής οικογενείας πρέπει να κατέχει, και των οποίων ο άριστος χειρισμός εξασφαλίζει άνεση και εκτιμάται στις εταίρες υψηλής τάξης: από το τραγούδι, το χορό και τη ζωγραφική, μέχρι το μασάζ, τη γνώση της αγιουβέρδικης ιατρικής και τα παιχνίδια με ζάρια. Κι αφού καταγράψει την καθημερινότητα ενός «εξέχοντος άνδρα» μαζί με σκέψεις γύρω από τις γυναίκες που πρέπει να συναναστρέφεται, περνά στο δεύτερο και διασημότερο μέρος του «Κάμα-Σούτρα», αυτό που αφιερώνεται στην ερωτική ένωση.
«Σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά και τις διαστάσεις του πέους του», διαβάζουμε, «ο άνδρας είναι λαγός, ταύρος ή άλογο. Ομοίως, η γυναίκα είναι αντιλόπη, φοράδα ή ελεφαντίνα, σύμφωνα με το βάθος του κόλπου της». Δεν είναι όμως μόνο οι ταιριαστές μεταξύ τους διαστάσεις που χαρίζουν ισορροπημένη απόλαυση. Αυτή εξαρτάται κι από την θέρμη του πάθους, όπως και από τη διάρκεια της ένωσης. Οι τεχνικές της προσέγγισης, οι ερεθιστικές προετοιμασίες, τα διαφορετικά είδη φιλιού, η χρήση νυχιών και δοντιών, οι δαγκωνιές, τα χτυπήματα, οι ήχοι του έρωτα και οι αναστεναγμοί, όλα μπαίνουν στο μικροσκόπιο.
Στο «Κάμα-Σούτρα» αποτυπώνονται εύκολες και περίπλοκες ερωτικές στάσεις, μικρές και μεγάλες διαστροφές, επιδέξιες πεολειξίες και σαδομαζοχιστικές τεχνικές, αλλά ο συντάκτης του εγχειριδίου υπενθυμίζει πως «στη φλόγα του έρωτα μόνο το πάθος εμπνέει τις πράξεις». Κι ακόμα, ότι οι παραπάνω ερωτικές πρακτικές ούτε σ’ όλον τον κόσμο ταιριάζουν, ούτε εφαρμόζονται σε κάθε στιγμή. Ο Βατσιαγιάνα επιμένει πως η ερωτική συμπεριφορά «πρέπει να υπαγορεύεται από έναν συμβιβασμό των θρησκευτικών νόμων, των τοπικών συνηθειών και των προσωπικών προτιμήσεων του καθενός».
Σ’ αυτό το δεύτερο μέρος γίνεται επίσης εκτενής λόγος για τους ευνούχους που, όπως επισημαίνει ο Παπέν, σε καμιά περίπτωση δεν είχαν την ευθύνη φύλαξης του χαρεμιού όπως νομίζαμε, και των οποίων η κοινωνική θέση, στους αιώνες που μεσολάβησαν, δεν εξελίχθηκε καθόλου. Το πιο λάγνο μέρος του «Κάμα-Σούτρα» ολοκληρώνεται μ’ ένα κεφάλαιο αφιερωμένο στους ερωτικούς καβγάδες, όπου η ζήλια, η υστερία, ο θυμός, μαζί με τα τεχνάσματα της συμφιλίωσης, λες και υπακούουν σ’ ένα τελετουργικό που παραπέμπει σε παιχνίδι ερωτευμένων πουλιών. Από δω και πέρα, όμως, η λαγνεία δίνει τη θέση της στην …αδιακρισία, καθώς εισβάλουμε διαδοχικά απ’ τα δωμάτια των συζύγων σ’ εκείνα των παράνομων ζευγαριών, για να καταλήξουμε στα χαρέμια και το περιβάλλον των εταίρων.
Πώς επιλέγει κανείς το κορίτσι που θα παντρευτεί; Πώς κερδίζεται η εμπιστοσύνη της νεαρής συζύγου; «Εκείνος που αγνοεί μια νεαρή γυναίκα επειδή φαίνεται πολύ σεμνή, κερδίζει μόνο την περιφρόνησή της. Τον αντιμετωπίζει σαν ζώο ανίκανο να τη σαγηνεύσει». Όσο για τους «ηλίθιους που δεν γνωρίζουν τίποτε από γυναικεία ψυχολογία και παίρνουν τα κορίτσια δια της βίας, θα ΄ρθουν αντιμέτωποι με καταθλιπτικές συζύγους που θ’ αποστρέφονται τον άντρα τους»…
Στο τέταρτο και αρκούντως διδακτικό μέρος, το «Κάμα-Σούτρα» κωδικοποιεί τη συμπεριφορά μιας πιστής γυναίκας, παρουσία και απουσία του συζύγου της, τόσο απέναντι στον ίδιο και την οικογένειά του όσο και στις γυναίκες που εκείνος έχει ήδη ή πρόκειται να παντρευτεί. Στο επόμενο κεφάλαιο, το επικεντρωμένο στους μοιχούς εραστές, δίνεται αναλυτικός κατάλογος των ανδρών που γνωρίζουν κατά κανόνα τη μεγαλύτερη επιτυχία. Ανάμεσά τους, οι καλοί ομιλητές, οι γοητευτικά αρρενωποί, όσοι εμπνέουν εμπιστοσύνη και πρώτοι απ’ όλους, βέβαια, όσοι γνωρίζουν το Κάμα-Σούτρα! Στον δε κατάλογο με τις γυναίκες που εύκολα κατακτώνται, θα συναντήσουμε από εκείνες που «περνούν τον καιρό τους πάνω στις ταράτσες κοιτάζοντας τον δρόμο», μέχρι τις νωθρές, τις καμπούρες, τις ζηλόφθονες και τις διεφθαρμένες….
Ποιους εραστές πρέπει ν’ αποφεύγουν οι εταίρες; Η απάντηση δίνεται στο τελευταίο μέρος του εγχειριδίου, αυτό που περιγράφει έναν κόσμο όλο πονηριά, μηχανορραφίες και υποκρισία, κι όπου πρωταγωνιστούν οι μόνες πραγματικά ελεύθερες γυναίκες. Οι εταίρες, λοιπόν, οφείλουν να μένουν μακριά από τους φυματικούς, απ’ όσους έχουν εντερικά προβλήματα ή δύσοσμη αναπνοή, από εκείνους που εγκαταλείπουν τους γονείς αλλά και από μια κατηγορία ακόμη, τους πουριτανούς! Όπως πάντως επισημαίνει ο Παπέν, το βασικότερο μέλημα για τις ιέρειες της ηδονής ήταν ν’ αποτιμούν τα κέρδη και τις ζημίες τους. Κι ενώ κατέστρεφαν τους εραστές τους, αφιέρωναν ταυτόχρονα σεβαστό μέρος της περιουσίας τους για την ανέγερση ναών.
Το «Κάμα-Σούτρα» αντιστάθηκε στο πέρασμα του χρόνου. Κάθε ιδιωτική βιβλιοθήκη στην Ινδία που σέβεται τον εαυτό της διαθέτει αντίτυπό του και το βιβλίο συνεχίζει να πωλείται στα καλύτερα βιβλιοπωλεία στο Δελχί, τη Βομβάη ή την Καλκούτα. Ακόμη και οι αναλφάβητοι γνωρίζουν περί τίνος πρόκειται κι ας αποφεύγουν από σεμνότητα να το σχολιάζουν. Σύμφωνα πάντα με τον Γάλλο μελετητή, δεν πρέπει ν’ αναζητήσει κανείς «πνευματικότητα» στις σελίδες του. Όποιος όμως σκύψει πάνω απ’ αυτό το αρχαίο κείμενο, με το στομφώδες αλλά και περιπαιχτικό κατά τόπους ύφος, θ’ ανακαλύψει την εικόνα μιας κοινωνίας εύπορων, καλλιεργημένων και θρησκευόμενων ανθρώπων, με τις χαρές, τις έγνοιες και τις ανησυχίες τους, ανθρώπων που λαχταρούν ν’ απολαύσουν τα πάντα στο έπακρο, χωρίς να παραβούν ούτε τους νόμους, ούτε την τρυφερότητα και την ευαισθησία τους.