Σωτήριον έτος 1973. Οι δρόμοι της Νέας Υόρκης είναι ακόμα πιο βρόμικοι από ό,τι τώρα, το βιομηχανικό νέφος πνίγει τον ορίζοντα και σε ένα δωμάτιο του Ιατρικού Κέντρου Καμπρίνι μαραζώνει ένα γοητευτικό, χλωμό φάντασμα.
Γεννημένη το 1944 ως Τζέιμς Σλέιτερι και μεγαλωμένη στο Λονγκ Άιλαντ, η αυτοδημιούργητη τρανς περσόνα Κάντι Ντάρλινγκ −μοντέλο, τραγουδίστρια, ηθοποιός, σούπερ σταρ του Άντι Γουόρχολ («Flesh», «Women in Revolt») και underground «μούσα» (τη μνημονεύει ο Λου Ριντ στο «Walk on the Wild Side» και στο μελαγχολικό «Candy Says»)− είχε βγάλει ένα εξόγκωμα στο στομάχι, το οποίο μεταξύ αστείου και σοβαρού ισχυριζόταν ότι ήταν «το θαύμα της γέννας». Ο Θεός, αστειευόταν, είχε απαντήσει στις προσευχές της. Οι αρχικές ακτινογραφίες, όμως, έδειχναν το αντίθετο.
Την παραμονή της διερευνητικής χειρουργικής επέμβασης η Κάντι θέλησε κάποιος να τη φωτογραφίσει και προς τούτο προσκάλεσε κάποιους διάσημους φωτογράφους που την είχαν απαθανατίσει στο παρελθόν −μεταξύ τους οι Φρανσέσκο Σκαβούλο, Ρίτσαρντ Άβεντον και Ρόμπερτ Μέιπλθορπ −, όμως όλοι αρνήθηκαν. Μόνο ο Πίτερ Χούτζαρ, ο οποίος δεν την είχε φωτογραφίσει ποτέ, δέχτηκε.
Η περίπτωσή της δεν ήταν αυτή ενός παραγνωρισμένου ταλέντου, μιας ανεκπλήρωτης καλλιτεχνικής υπόσχεσης. Ήταν, αντιθέτως, μια ακόμα απόδειξη ότι η έλλειψη ταλέντου, κατάρτισης και εμπειρίας δεν αποτελούσε εμπόδιο για μια αξιόλογη αν και διακεκομμένη καριέρα, αρκεί κάποιος να είχε τη διάθεση και την κλίση να «καεί».
«Η φωτογραφία της Κάντι που τράβηξε εκείνη την ημέρα είναι ένα αριστούργημα», γράφει η Σίνθια Καρ στη νέα της βιογραφία «Candy Darling: Dreamer, Icon, Superstar». Η φωτογραφία του Hujar «Η Κάντι Ντάρλινγκ στο νεκροκρέβατό της» είναι, γράφει, το πορτρέτο μιας κινηματογραφικής σταρ που δεν υπήρξε ποτέ, μια σύγχρονη προραφαηλιτική σπουδή σε λυρική ανάπαυση, όπου τα λευκά νοσοκομειακά σεντόνια, τα λευκά πέταλα των λουλουδιών και το πάλευκο μακιγιάζ της Κάντι σχηματίζουν έναν οικείο αστερισμό.
Προσπαθώντας να φανεί γενναία, η Κάντι χαιρετούσε βασιλικά καθώς την έβαζαν στο χειρουργείο φορώντας τα γυαλιά ηλίου της, αλλά η χειρουργική επέμβαση αποκάλυψε έναν καρκινικό όγκο τυλιγμένο γύρω από τη σπονδυλική της στήλη που έμοιαζε αδύνατο να αφαιρεθεί. Όταν ο Μπομπ Κολατσέλο, φίλος της Κάντι και εκδότης του «Interview», μετέφερε τα άσχημα νέα στον Γουόρχολ, ήταν «η πρώτη και μοναδική φορά στα δεκαεπτά χρόνια που τον ήξερα που τον είδα να κλαίει». Η Κάντι πέθανε έναν χρόνο αργότερα, σε ηλικία μόλις 29 ετών.
Η Κάντι Ντάρλινγκ προκαλούσε ανέκαθεν συμπάθεια και θαυμασμό, όχι τόσο για τα επιτεύγματά της στη σκηνή και τη μεγάλη οθόνη ή ως μία ακόμα ξεχωριστή θαμώνας του θρυλικού «Factory» του Άντι Γουόρχολ, όσο για την ομορφιά και την εύθραυστη αύρα της – ήταν οπωσδήποτε μια χαρακτηριστική παρουσία.
Η περίπτωσή της δεν ήταν αυτή ενός παραγνωρισμένου ταλέντου, μιας ανεκπλήρωτης καλλιτεχνικής υπόσχεσης. Ήταν, αντιθέτως, μια ακόμα απόδειξη ότι η έλλειψη ταλέντου, κατάρτισης και εμπειρίας δεν αποτελούσε εμπόδιο για μια αξιόλογη αν και διακεκομμένη καριέρα, αρκεί κάποιος να είχε τη διάθεση και την κλίση να «καεί».
Η καλλιτεχνική σκηνή της Νέας Υόρκης στα τέλη της δεκαετίας του '60 και στις αρχές της δεκαετίας του '70 που έκανε δυνατή τη λάμψη μιας Κάντι Ντάρλινγκ ήταν ερασιτεχνική με την καλύτερη έννοια − συμπεριληπτική, ποικιλόμορφη και διεστραμμένη, ένα εκτεταμένο κυνήγι θησαυρού αστικής αποσύνθεσης.
Αν και η Κάντι έκανε αξιόλογη δουλειά στο «Small Craft Warnings» του Τένεσι Ουίλιαμς, ίσως η πιο χαρακτηριστική στιγμή της επί σκηνής ήταν στο «Vain Victory: The Vicissitudes of the Damned» του Τζάκι Κέρτις, το οποίο περιέχει την αθάνατη ατάκα «Μια ιστορία τόσο συγκινητική, που πρέπει να ειπωθεί με μαστίγιο». Κατά τη διάρκεια μιας παράστασης το σκηνικό έπιασε φωτιά, αλλά η Κάντι αρνήθηκε να εγκαταλείψει το φλεγόμενο πλοίο: «Πρέπει να βρω τις ψεύτικες βλεφαρίδες μου. Δεν θα πετάξω οκτώ δολάρια στον άνεμο».
Η συγκινητική, ωμά ρεαλιστική ιστορία που αφηγείται η Καρ στο «Candy Darling», όχι με μαστίγιο αλλά με ένα διακριτικό eyeliner, είναι πόση προσπάθεια χρειαζόταν για να δείχνει η Κάντι αβίαστα φυσική και να ανταποκρίνεται στον μύθο της. Εκεί που η άλλη ξανθιά σούπερ σταρ του Γουόρχολ, η Ίντι Σέντζγουικ, μπορούσε να κυλιστεί πάνω σε ένα στρώμα, να ανάψει ηδυπαθώς ένα τσιγάρο και να δείχνει χαριτωμένα όσο και απόλυτα ο εαυτός της, όπως η Τζιν Σίμπεργκ στο «Με κομμένη την ανάσα», η Κάντι έπρεπε να δουλέψει σκληρά για να διαμορφώσει την περσόνα της − να κατασκευάσει μια γυναικεία ταυτότητα από το μηδέν, να πάρει τα ορμονικά χάπια που μπορεί να δημιούργησαν τον καρκινικό όγκο και να κρατά το χαμόγελό της σε ένα ελάχιστο αλά Μόνα Λίζα μειδίαμα λόγω της κακής κατάστασης της οδοντοστοιχίας της.
Παρότι επώνυμη, βίωνε έντονα την αίσθηση του αποκλεισμού: «Δεν μπορώ να πάω για κολύμπι, δεν μπορώ να επισκεφτώ συγγενείς, δεν μπορώ να βγω έξω χωρίς μακιγιάζ, δεν μπορώ να φορέσω ορισμένα ρούχα, δεν μπορώ να έχω φίλο, δεν μπορώ να βρω δουλειά. Είναι τόσα πολλά από τη ζωή που δεν μπορώ να έχω», παραπονιόνταν.
Ήταν μια θλιβερή, μάταιη αναζήτηση αυτή στην οποία βρισκόταν η Κάντι, προσκολλημένη στο γκλάμουρ παρελθόν, μπροστά από την εποχή της ως gender fluid, αλλά με λίγες επιλογές στη διάθεσή της. Οι σταρ του κινηματογράφου που εξιδανίκευε και μιμούνταν −η Κιμ Νόβακ, η Μέριλιν Μονρόε, η Βερόνικα Λέικ, η Τζόαν Μπένετ και η Λάνα Τέρνερ («Ω Λάνα, μεγάλη θεά των δύσκολων καιρών, τι κάνω τώρα;»)− ήταν προϊόντα του συστήματος στούντιο του Χόλιγουντ που είχε προ πολλού εγκαταλείψει την «παραγωγή» μοιραίων γυναικών-προτύπων.
Πίσω απ’ τον αέρα της αριστοκρατικής κυρίας που ανέδιδε η Κάντι παραμόνευε ο κίνδυνος που διέτρεχε απλώς και μόνο με το να είναι μια τρανς γυναίκα σε μια κοινωνία που της άρεσαν τα τακτοποιημένα και ασφαλή δυαδικά συστήματα. Περπατούσε σε τεντωμένο σχοινί κάθε φορά που τολμούσε να εμφανιστεί κάπου. Αν έμπαινε σε ένα δωμάτιο με ένα εντυπωσιακό φόρεμα, μπορεί να έπεφτε σιγή και να γινόταν αντικείμενο λατρείας και αφοσίωσης − σε διαφορετική ωστόσο παρέα μπορεί να τη χλεύαζαν, να την πρόσβαλλαν, να της έκαναν αγενείς ερωτήσεις (η Έθελ Μέρμαν και ο Γκράουτσο Μαρξ επέμεναν να μάθουν τι είχε ανάμεσα στα πόδια της), να την αντιμετώπιζαν σαν «φρικιό».
Η τρανσφοβία μπορούσε να εκδηλωθεί ανά πάσα στιγμή. Η Κάντι κάποτε ρώτησε μια μητέρα που έσπρωχνε ένα καροτσάκι αν μπορούσε να ρίξει μια ματιά στο μωρό, για να λάβει την απάντηση «δεν πίστευα ότι ένα άτομο σαν εσένα θα μπορούσε να αγαπάει τα παιδιά». Επρόκειτο για την ίδια αυτή τρανσφοβία που ακολούθησε την Κάντι Ντάρλινγκ στον τάφο. Ακόμα και το άψυχο σώμα της έγινε αντικείμενο διαμάχης. Ο σχεδιαστής Halston αρνήθηκε να δωρίσει ένα φόρεμα για την κηδεία της, μη θέλοντας να δώσει τίποτα «σε μια νεκρή drag queen». Η μητέρα της έπαθε κρίση πανικού όταν ο δημοσιογράφος Ντάνι Φιλντς έκανε ένα αφιέρωμα στην Κάντι, ήθελε να τον δείρει, ενώ ο παλαιών αρχών πατέρας της ξεκαθάρισε ότι δεν ήθελε drag queens στην αποχαιρετιστήρια τελετή.
Κοντά στο γραφείο τελετών, ένας από τους παριστάμενους στην κηδεία είδε καθώς αποχωρούσε μια ομάδα από αυτές τις «ανεπιθύμητες» drag queens. Είχαν έρθει ντυμένες με τρόπο που θεωρούσαν κατάλληλο για την περίσταση, «δεν είχαν ωστόσο τολμήσει να εμφανιστούν», γράφει η Καρ. «Δεν πίστευαν, βλέπεις, ότι θα ήταν ευπρόσδεκτες…». Το «Candy Darling: Dreamer, Icon, Superstar» τιμά και συνεχίζει την αγρυπνία τους.
Άρθρο του James Wolcott. Ο James Wolcott αρθρογραφεί στο AIR MAIL. Είναι συγγραφέας αρκετών βιβλίων, μεταξύ των οποίων το αυτοβιογραφικό «Lucking Out: My Life Getting Down and Semi-Dirty in Seventies New York».