«Κατάλοιπα του ’21»: Προδημοσίευση από μια νέα έκδοση με κείμενα του Κωστή Παπαγιώργη

«Κατάλοιπα του ’21», Κωστής Παπαγιώργης, εκδόσεις Καστανιώτη (Κυκλοφορεί 5 Ιουλίου) Facebook Twitter
Φωτ.: Αλέξανδρος Φιλιππίδης/ LIFO
0

«ΓΙΑ ΝΑ ΦΤΙΑΞΩ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ, είχα πάντα ανάγκη να με συγκλονίσει ένα γεγονός» είχε πει κάποτε σε συνέντευξή του ο Κωστής Παπαγιώργης. Ο σημαντικός δοκιμιογράφος και μεταφραστής άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του στον χώρο των γραμμάτων και του πνεύματος.

Η ματιά του πάνω σε θέματα ιστορικά ήταν πάντοτε αντισυμβατική. Το υλικό των δοκιμίων του εμπνεόταν από την κλασική αρχαιότητα και τον βίο του σημερινού καθημερινού ανθρώπου, καθώς και από πτυχές που αφορούσαν έμμεσα ή άμεσα το φρόνημα του νεοέλληνα. Φυσικά, στο πλούσιο συγγραφικό του έργο ιδιαίτερη θέση έχουν τα κείμενά του για την Ελληνική Επανάσταση, ένα πεδίο έρευνας που τον απασχολούσε έντονα, για το οποίο έλεγε σχετικά: «Οι επαναστάσεις αποτελούν πάντα τα λίκνα των νέων δεισιδαιμονιών».

Η επέτειος των δύο αιώνων αναζωπυρώνει το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού και αποτελεί ιδανική ευκαιρία για αναστοχασμό, κατάθεση προβληματισμών και σκέψεων. Αυτός είναι και ο λόγος που οι εκδόσεις Καστανιώτη θα κυκλοφορήσουν έναν τόμο με τον τίτλο Κατάλοιπα του ’21 (κυκλοφορεί στις 5 Ιουλίου), που θα εμπεριέχει τις απόψεις του γνωστού στοχαστή για το καταλυτικό γεγονός που σφράγισε την εποχή της νεωτερικότητας.

Τα σκόρπια αυτά κείμενα, που αφορούν ζητήματα όπως το υδραίικο ναυτικό του Αγώνα, η γλώσσα και τα απομνημονεύματα των αγωνιστών, κ.ά., είναι που συγκεντρώνει ο καινούργιος αυτός τόμος. Δεν τα λέμε όμως μόνο γι’ αυτόν τον λόγο «κατάλοιπα του ’21» αλλά και γιατί πολλά από αυτά έχουν αφήσει κατάλοιπα στην ιδεολογία μας και στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την Ιστορία μας.

Στα κείμενα αυτά ο Παπαγιώργης επαναπροσεγγίζει αφηγήσεις του παρελθόντος, φωτίζει ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, αναδεικνύει ερμηνευτικά σχήματα αλλά και πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν στον αγώνα της απελευθέρωσης.

Παπαγιώργης
Κωστής Παπαγιώργης, Κατάλοιπα του ’21, εκδόσεις: Καστανιώτη, κυκλοφορεί: 05/07.

Η επιμέλεια και εισαγωγή του βιβλίου είναι του καθηγητή Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και γραμματέα σύνταξης της «Νέας Εστίας» Δημήτρη Π. Σωτηρόπουλου. Για την επικείμενη κυκλοφορία του βιβλίου αλλά και την πολύτιμη συμβολή του Παπαγιώργη στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε το ’21, λέει στη LiFO:

«Είναι γνωστό ότι ο Κωστής Παπαγιώργης, από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 και μετά, είχε αναπτύξει ένα εντονότατο και διαρκές ενδιαφέρον για το 1821. Καρπός της καταβύθισής του στην αρχειακή έρευνα (που, σημειωτέον, ήταν εκτενέστατη) υπήρξε η περίφημη “τριλογία” του για την επανάσταση (για τον Φιλικό Εμμ. Ξάνθο, για τον Κανέλλο Δεληγιάννη και για τα “καπάκια” των αρματολών) αλλά και πολλά, μικρότερα κείμενα, βιβλιοκρισίες σε περιοδικά και εφημερίδες ή συνεντεύξεις για ποικίλα επιμέρους θέματα γύρω από αυτήν.

Τα σκόρπια αυτά κείμενα (ορισμένα εξ αυτών αδημοσίευτα), που αφορούν ζητήματα όπως το υδραίικο ναυτικό του Αγώνα, η γλώσσα και τα απομνημονεύματα των αγωνιστών, ο ανταγωνισμός των αυτοχθόνων και των ετεροχθόνων κ.ά., είναι που συγκεντρώνει ο καινούργιος αυτός τόμος. Δεν τα λέμε όμως μόνο γι’ αυτόν τον λόγο “κατάλοιπα του ’21” αλλά και γιατί πολλά από αυτά έχουν αφήσει κατάλοιπα στην ιδεολογία μας και στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την Ιστορία μας, παρότι έχουν περάσει δύο αιώνες από εκείνο το ιδρυτικό γεγονός του εθνικού μας κράτους.

Ο Κωστής υπήρξε ένας άνθρωπος με στενότατη συναισθηματική σχέση με τους πληθυσμούς των μικρών κοινοτήτων και της υπαίθρου. Ήταν μια σχέση που τροφοδοτούνταν και από τα δικά του βιώματα. Αυτός ο κόσμος ήταν, άλλωστε, που τον έφερε σε επαφή και με τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη (στον οποίο αφιέρωσε μια εκτενή μελέτη), ενώ ο Σκιαθίτης πεζογράφος ήταν με τη σειρά του, όπως έχει παραδεχτεί ο Παπαγιώργης, που τον βοήθησε να κατανοήσει καλύτερα εκείνο που ο ίδιος περιγράφει ως “ντόπιο φρόνημα” των πληθυσμών που πήραν μέρος στην Επανάσταση και υπέστησαν άμεσα τις συνέπειές της.

Υπό αυτή την έννοια, η δική του οπτική είναι μια ανάγνωση του 1821 “από τα κάτω”, δηλαδή από την πλευρά των αυτοχθόνων (κοτζαμπάσηδων, προκρίτων των νησιών και οπλαρχηγών) που, παρά την αμφιθυμία τους και ενίοτε την αντιφατική τους στάση, μπήκαν τελικά στο καμίνι της Επανάστασης και προσέφεραν σε αυτήν τη ζωή τους και τις περιουσίες τους, χωρίς πάντοτε να αναγνωριστούν επαρκώς για τις υπηρεσίες τους. Με αυτούς είναι που ταυτίζεται, θα έλεγα, και αυτόν τον λαϊκό πολιτισμό των τοπικών κοινοτήτων είναι που αισθάνεται ότι εκπροσωπεί ο Κωστής, παλεύοντας να αναδείξει τη διαστρεβλωμένη του φωνή και τη χαμένη ντοπιολαλιά του».

Απόσπασμα από το «Κωστής Παπαγιώργης, Κατάλοιπα του ’21»

(Επιμέλεια - Εισαγωγή: Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος, εκδ. Καστανιώτη)

Ἡ γλώσσα καί τό ’21

Πῶς μιλοῦσαν οἱ ἄνθρωποι τοῦ ’21; Ἄγνωστο. Τί λογῆς ὁμιλία διέκρινε τούς Ντρέδες ἀπό τούς Μπαρδουνιῶτες, τούς Λαλαίους ἀπό τούς Μανιάτες, τούς Ὑδραίους ἀπό τούς Ψαριανούς, τούς  Καβοντορίτες ἀπό τούς Ἀθηναίους, τούς Βρα- χωρίτες ἀπό τούς Σουλιῶτες; Ἀσφαλῶς μιλοῦσαν τήν ἑλληνική καί τήν ἀρβανίτικη, καθότι, ὅπως γράφει ὁ Φίνλεϋ, δύο φυλές κατοικοῦσαν στήν Ἑλλάδα, οἱ Ἕλληνες καί οἱ Ἀρβανίτες. Μιλοῦσαν ἐπίσης ντοπιολαλιές, ἄλλη οἱ Κριτικοί  καί ἄλλη οἱ Μοραΐτες, ὡστόσο λαλοῦσαν ἀλλά σπανίως ἔγραφαν, διότι οἱ πληθυσμοί ἦταν ἀναλφάβητοι καί ἐλάχιστοι ἀνάμεσά τους γνώριζαν τή γραφή – ἱερεῖς, γραμματικοί, σπουδασμένοι, ἔμποροι. Κάποιοι βέβαια εἶχαν μαθητεύσει σέ ἀλληλοδιδακτικά σχολεῖα, κατάφερναν νά μουτζουρώνουν ἀνορθόγραφα τίς σκέψεις τους, ἀλλά δέν ἦταν δυνατόν νά ἀνταποκριθοῦν στίς ἀπαιτήσεις τοῦ συχνότατου πολεμικοῦ ταχυδρομείου. Ἡ γραφή θά ἀνατεθεῖ γιά εὐνόητους λόγους σέ λογίους καί πεπαιδευμένους, οἱ ὁποῖοι, στήν ὑπηρεσία στρατιωτικῶν καί πολιτικῶν, σέ ἀκραιφνή καθαρεύουσα καί ἐνίοτε ἀρχαΐζουσα γλώσσα, θά ἐπικαλύψουν ὁλοκληρωτικά τή ζωντανή λαλιά τῶν ντόπιων μέ μακαρονισμούς τῆς ἐποχῆς.

Ὅταν οἱ Λαλαῖοι τοῦ Ἀλῆ Φαρμάκη, τά «πρῶτα τουφέκια τοῦ Μοριᾶ», δέχονται τήν ἐπίθεση  τῶν Ἑπτανησίων, ὁ ἀγγελιαφόρος Μεσσάρης ἔλαβε μιά ἐπιστολή ἀπό τήν κοινότητά τους πού  ἀποδίδει τό ἰδιότυπο ἦθος ἐκείνων τῶν χρόνων.

691
Το νέο τεύχος της δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.

«Καπεταναῖοι Κεφαλλωνίτες καί Ζακυνθινοί, ἐλάβομεν τό γράμμα σας καί εἴδαμε ὅσα μᾶς γράφετε. Ἀλλά ἐπειδή καί οἱ μπέηδες καί οἱ ἀγάδες εἶναι τριγύρω στοῦ Λάλα μέ τά ἀσκέρια, δέν      ἠμποροῦμεν νά σᾶς ἀποκριθοῦμεν σήμερον [...] Λάβετε ὡς τόσον ὀλίγα κεράσια τοῦ Λάλα καί δύο ρεβανιά δι’ ἀγάπην καί μένομεν». Ὅταν πάλι ἔφτασε ὁ Μπέικος Κεχαγιάς, ἀπεσταλμένος τῶν Λαλαίων, στό ἑπτανήσιο στρατόπεδο καί τοῦ εἶπαν ὅτι πρέπει νά ἐμφανισθεῖ μέ δεμένα  μάτια, ἀπάντησε: «Μόνον ὁ θάνατος καί ὁ ὕπνος μπορεῖ νά κλείσει τά μάτια τῶν Λαλαίων». Πληροφορούμενος δέ τόν γενικό ξεσηκωμό τοῦ Μοριᾶ, ἔδωσε τήν καίρια ἀπάντηση: «Ἀφοῦ ἐχύθηκε τόσο αἷμα τούρκικο, ποιά ὠφέλεια νά σωθεῖ ἕνα ποτήρι αἷμα τῶν Λαλαίων;»

Ἔτσι μιλοῦσαν οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς, ἔτσι αἰσθάνονταν, καί γιά νά καταλάβουμε τή φρικαλέα διαφορά ἀπό τήν ἐπίσημη γραφή, μποροῦμε νά παραθέσουμε ἕνα ἀπόσπασμα τοῦ γραμματικοῦ τοῦ Μιαούλη, Δημήτριου Σαλτέρη: «Τότε δέ τότε καί αὐτός ὁ σοβαρώτατος Πλούτων μετά τοῦ ἀγριωτάτου Κερβέρου ἤθελον μειδιάσει, βλέποντες ἐξ ἑνός μέρους τόν ἐχθρόν ἀπηλ πισμένως κατά τῶν ἑλληνικῶν πλοίων ὁρμῶντα ὡς ἄγριος αἴλουρος καί ἀπό τό ἄλλο τούς Ἕλληνας, πότε μέν ἀντικρούοντας τήν ὁρμήν των καί εἰς μηδέν αὐτήν λογιζομένους, ὡς ἄλλοι μεγαλόφρονες καί τῶν μικρῶν ἄξιοι καταφρονηταί λέοντες, πότε ἐφορμῶντες κατ’ αὐτῶν, ὡς ὑψιπετεῖς ἀετοί καί δριμεῖς σαρκοφάγοι ἱέρακες, πότε πάλιν τόν Δίαν μιμουμένους καί ὡς ἐξ ὕψους τοῦ οὐρανοῦ μακρόθεν τούς ἐχθρούς κεραυνοβολοῦντας, καί ἄλλοτε τόν νεκρόν προσποιουμένους, ὡς ὁ γέρων τῆς οἰκίας αἴλουρος τούς ὄνυχάς του πρός τούς μύας, ὑπό τήν ὅρασιν τῶν ἐχθρῶν ἀποκρύπτοντας...».

Ὁ Μιαούλης, ὅπως γνωρίζουμε, μιλοῦσε τήν ἀρβανίτικη διάλεκτο, δέν ἤξερε οὔτε νά ὑπογράφει, μπέρδευε τά ἄρθρα (ἔλεγε «ὁ γυναίκας μου») καί φυσικά οὔτε μποροῦσε νά διαβάσει τά κατεβατά τοῦ γενναίου Σαλτέρη – καί οὔτε βέβαια νά τά καταλάβει. Αὐτός ναυμαχοῦσε, ὁ γραμματικός του κατέγραφε κατά τό δοκοῦν, χωρίς κάν νά ὑποψιάζεται ὅτι, μέ πᾶσα ἀθωότητα, διέπραττε ἕνα ἐθνικό ἔγκλημα. Δέν εἶναι δύσκολο νά φανταστοῦμε πῶς θά περιέγραφε ὁ ἴδιος ὁ Μιαούλης τή ναυμαχία, μέ ποιά χυμώδη λαλιά θά ἀπέδιδε τά γεγονότα καί τή διάθεσή του. Ἡ ἀπώλεια εἶναι ἀνυπολόγιστη, καθώς, μέ τήν ἐπιδρομή τῆς ἀρχαΐζουσας πού ρεκάζει κυριολεκτικά σέ βάρος τοῦ πραγματικοῦ, ἐξαφανίζεται τόσο ὁ ναυμάχος ὅσο καί ἡ ναυμαχία.

Ἀπορίας ἄξιον παραμένει πῶς ὁ σώφρων Φωτάκος, ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται στούς «γράφοντες μέσα εἰς τά γραφεῖα των», δέν συνέλαβε αὐτήν τή χαοτική παραδρομή ἡ ὁποία κυριολεκτικά ἔθαψε τούς τρόπους καί τό σκέπτεσθαι τῶν ἀγωνιστῶν. Μιλάει βέβαια γιά τούς λογίους καί πεπαιδευμένους πού «καταγίνονται εἰς τό γλαφυρόν τοῦ ὕφους καί τό συναρμολογημένον τῶν λέξεων καί εἰς τήν ρητορικήν εὐφράδειαν», ἀλλά τό πράττει μέ σκοπό νά ὑπερασπιστεῖ τήν ἀλήθεια τῶν συμβάντων πού ἀγνοοῦσαν οἱ καλαμαράδες καί ὄχι τήν ἀλήθεια τῶν προσώπων. Γράφει γιά παράδειγμα: «Θέλετε νά μάθετε καθαρά τήν ἀλήθειαν; Ἀναγνώσατε τά μέχρι τοῦδε ἐκδοθέντα ἀπομνημονεύματα εἰς τούς χωρικούς ἑκάστου τόπου ὅπου ἡ μάχη ἔγεινε, καί τότε ἀκούετε τήν ἀλήθειαν». Οὔτε στιγμή δέν τοῦ περνάει ἀπό τόν νοῦ ἡ σκέψη ὅτι κάποτε ἡ ἐλεύθερη πλέον χώρα θά νοσταλγοῦσε τήν ἀληθινή λαλιά τῶν χωρικῶν, πού ἐκτοπίστηκε ἀπό τήν ἀνοστανάλατη λογιοσύνη. Τό νέο πνεῦμα, φορεῖς τοῦ ὁποίου ἦταν οἱ πε παιδευμένοι (καί οἱ «ἀριστοκρατικοί» πού μέμφε- ται ὁ Φωτάκος, αὐτοί πού δέν πολέμησαν, ἀλλά «παίρνουν τόν κόπον τῶν ἄλλων»), δέν ἔτρεφε καμιά ἐκτίμηση γιά τόν φακίρ φουκαρά καί γιά τούς ἄγριους στρατιωτικούς. Ἡ χώρα εἶχε ἐλευθερωθεῖ, εἶχε ἐπιτέλους δική της πολιτειακή Ἀρχή, ὁπότε οἱ τουρκομαθημένοι, οἱ ἀναλφάβητοι, οἱ ραγιάδες καί οἱ σφάχτες ὄφειλαν νά παραδώσουν τήν ἐξουσία τηρώντας ὑπακοή. Τί νά περιμένουν ἀπό τόν ἄθλιο χωρικό πού δέν εἶχε βγεῖ ποτέ του ἀπό τά ὅρια τοῦ χωριοῦ του; Σέ αὐτόν πού τιμοῦσε τό χωράφι του λέγοντας «καί ἄνθρωπο νά φυτέψεις φυτρώνει», ἡ καθαρεύουσα γλώσσα, ἁγνή (σάν τό ἔθνος) καί χωρίς προσμίξεις, ἐπε βλήθη σάν ἄμεσο παρακολούθημα τῆς ἀπελευθέρωσης. Οἱ νέοι πολίτες ὄφειλαν νά ἀποδείξουν ὅτι κατέχουν «δική τους» γλώσσα, μακριά ἀπό τουρκισμούς καί ἀρβανιτισμούς, ἀπόδειξη ὅτι ὅλα σχεδόν τά ἀπομνημονεύματα γράφτηκαν καθαρευουσιανιστί. Ἡ λαϊκή ρωμιοαρβανιτοτούρκικη γλώσσα ἔπρεπε νά κηρυχθεῖ ἐκτός νόμου.

Σημείωση: Το κείμενο κρατάει το πολυτονικό, διότι αυτή ήταν η πάγια επιθυμία του Παπαγιώργη για ό,τι δημοσίευε.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.

To νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.

Βιβλίο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Κωστής Παπαγιώργης: Ένας αδηφάγος αναγνώστης, ένας ανατρεπτικός βιβλιοκριτικός

Βιβλίο / Κωστής Παπαγιώργης: Ένας αδηφάγος αναγνώστης, ένας ανατρεπτικός βιβλιοκριτικός

Η ανθολογία με τα βιβλιοκριτικά κείμενα του Κωστή Παπαγιώργη από τις εκδόσεις Καστανιώτη μάς θυμίζουν τη μεγάλη συμβολή του συγγραφέα και θεωρητικού στα ελληνικά γράμματα και τη μεγάλη τομή στην προσέγγιση και ανάγνωση των κειμένων.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Η ανάγκη να βγεις έξω από το σπίτι. Του Κωστή Παπαγιώργη

Στήλες / Η ανάγκη να βγεις έξω από το σπίτι. Του Κωστή Παπαγιώργη

Η έξοδος από το σπίτι, το περιπαθές πέρασμα από τον ιδιωτικό χώρο στον δημόσιο είναι πάγια επιθυμία του μοντέρνου ατόμου. Βγαίνεις έξω, για να δεις και να σε δουν. Το βλέμμα είναι το μέγα πλαγκτόν της αστικής ζωής.
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Μιχάλης Γκανάς: Ο ποιητής της συλλογικής μας μνήμης

Απώλειες / Μιχάλης Γκανάς (1944-2024): Ο ποιητής της συλλογικής μας μνήμης

«Ό,τι με βασανίζει κατά βάθος είναι η οριστική απώλεια ανθρώπων, τόπων και τρόπων και το ανέφικτο της επιστροφής». Ο σημαντικός Έλληνας ποιητής έφυγε σήμερα από τη ζωή σε ηλικία 80 ετών.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
«Queer»: Το μυθιστόρημα της στέρησης που πόνεσε τον Μπάροουζ

Βιβλίο / «Queer»: Το μυθιστόρημα της στέρησης που πόνεσε τον Μπάροουζ

Μια αναδρομή στην έξοχη, προκλητική όσο και «προφητική» νουβέλα του Ουίλιαμ Μπάροουζ στην οποία βασίστηκε η πολυαναμενόμενη ταινία του Λούκα Γκουαντανίνο που βγαίνει σύντομα στις κινηματογραφικές αίθουσες.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Βιογραφίες: Aπό τον Γκαρσία Μάρκες στην Άγκελα Μέρκελ

Βιβλίο / Πώς οι βιογραφίες, ένα όχι και τόσο δημοφιλές είδος στη χώρα μας, κατάφεραν να κερδίσουν έδαφος

Η απόλυτη επικράτηση των βιογραφιών στη φετινή εκδοτική σοδειά φαίνεται από την πληθώρα των τίτλων και το εύρος των αφηγήσεων που κινούνται μεταξύ του autofiction και των βιωματικών «ιστορημάτων».
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
ΕΠΕΞ Λευτέρης Αναγνώστου, ένας μεταφραστής

Λοξή Ματιά / Λευτέρης Αναγνώστου (1941-2024): Ένας ορατός και συγχρόνως αόρατος πνευματικός μεσολαβητής

Ο Λευτέρης Αναγνώστου, που έτυχε να πεθάνει την ίδια μέρα με τον Θανάση Βαλτινό, ήταν μεταφραστής δύσκολων και σημαντικών κειμένων από τη γερμανική και αυστριακή παράδοση.
ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ
Κυκλοφόρησε η πιο διεξοδική μελέτη της δεκαετίας 1910-1920, μια τρίτομη επανεκτίμηση της «μεγαλοϊδεατικής» πολιτικής του Βενιζέλου

Βιβλίο / Κυκλοφόρησε η πιο διεξοδική μελέτη της δεκαετίας 1910-1920, μια τρίτομη επανεκτίμηση της «μεγαλοϊδεατικής» πολιτικής του Βενιζέλου

Ο Ιωάννης Στεφανίδης, καθηγητής Διπλωματικής Ιστορίας στη Νομική του ΑΠΘ και επιμελητής του τρίτομου έργου του ιστορικού Νίκου Πετσάλη-Διομήδη, εξηγεί γιατί πρόκειται για ένα κορυφαίο σύγγραμμα για την εποχή που καθόρισε την πορεία του έθνους.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Μανώλης Ανδριωτάκης: «Δεν φοβάμαι τις μηχανές, τους ανθρώπους φοβάμαι»

Βιβλίο / Μανώλης Ανδριωτάκης: «Δεν φοβάμαι τις μηχανές, τους ανθρώπους φοβάμαι»

Με αφορμή το τελευταίο του μυθιστόρημα «Ο θάνατος του συγγραφέα» ο δημοσιογράφος μιλά για την τεχνητή νοημοσύνη, την εικονική πραγματικότητα και την υπαρξιακή διάσταση της τεχνολογίας.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ