ΕΙΝΑΙ ΑΣΧΗΜΟΣ, συνεσταλμένος και παλιομοδίτης, κι ας προσποιείται το αντίθετο σ’ όσους συναντά. Επί εννιά δεκαετίες, όσα και τα χρόνια του, ζει στο ίδιο ηλιόλουστο, αποικιακού ρυθμού σπίτι, χωρίς περιουσία, χωρίς γυναίκα, σκυμμένος πάνω από τα χειρόγραφά του – επιφυλλίδες για κυριακάτικη εφημερίδα, σύντομες μουσικοκριτικές για περιοδικά. Είναι ένα γεροντοπαλίκαρο που δεν «πρόλαβε» να παντρευτεί και δεν ευτύχησε ν’ αγαπήσει, ένας άντρας βυθισμένος σε ενενήντα χρόνια μοναξιάς. Κι είναι ο αφηγητής της νουβέλας του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες «Οι δύστυχες πουτάνες της ζωής μου», που έμελλε να είναι και η τελευταία του.
Αποζημιωμένος και με το παραπάνω από το θαύμα του να είναι ζωντανός στην ηλικία του, ο χρεοκοπημένος συνταξιούχος δημοσιογράφος του Μάρκες, τη χρονιά που συμπληρώνει τα ενενήντα, αποφασίζει να προσφέρει στον εαυτό του ό,τι πιο δελεαστικό γι’ αυτόν: «μια νύχτα τρελού έρωτα με μια έφηβη παρθένα». Αδιαφορεί για το κόστος, θα ξεπουλήσει ό,τι του έχει απομείνει. Ποτέ δεν πλάγιασε με γυναίκα χωρίς να την πληρώσει, άλλωστε, και τις λίγες που δεν ήταν του επαγγέλματος τις έπειθε να δεχτούν χρήματα κι ας τα πετούσαν στα σκουπίδια.
Να τος λοιπόν απέναντι σ’ ένα κοριτσάκι, το πολύ στα δεκατέσσερα, ολόγυμνο και κακομακιγιαρισμένο, με τον ιδρώτα να στάζει στα σκέλια του, ποτισμένο με βαλεριάνες και παραδομένο στον ύπνο. Να τος μπροστά στο «ταυράκι για την ταυρομαχία του». Θα χιμήξει ή θα κουρνιάσει δίπλα του; Ποιος πόθος θ’ αναδειχτεί πιο πιεστικός; Του κορμιού ή της καρδιάς;
Ήταν τέτοια η ανυπομονησία των θαυμαστών του που το βιβλίο έπεσε θύμα όχι μόνο ηλεκτρονικής αλλά και εκδοτικής πειρατείας. Τα χιλιάδες, ωστόσο, κλεψίτυπα που πλημμύρισαν τους δρόμους της Κολομβίας και αγοράστηκαν μισοτιμής, στέρησαν από τους βιαστικούς αναγνώστες το αυθεντικό φινάλε της ιστορίας που έδωσε ο «Γκάμπο» την τελευταία στιγμή.
Σε μια περίοδο όπου όλοι σχεδόν είχαν πιστέψει πως ο Μάρκες (1927-2014) είχε «κλείσει» ως συγγραφέας κι ότι, καταπονημένος από την πολυετή μάχη του με τον καρκίνο, θ’ ασχολιόταν μόνο με την ολοκλήρωση της αυτοβιογραφίας του, εκείνος έκανε την έκπληξη.
Όπως σημείωνε η Κλαίτη Σωτηριάδου, πρώτη μεταφράστρια της νουβέλας το 2004, «από τη συλλογική μοναξιά μιας ολόκληρης ηπείρου, ο Γκαρσία Μάρκες, ζωγραφίζοντας αριστοτεχνικά μια μινιατούρα με λεπτεπίλεπτο πενάκι, μας φέρνει τώρα αντιμέτωπους με την ιδιωτική μοναξιά του ενός».
Κι ήταν τέτοια η ανυπομονησία των θαυμαστών του που το βιβλίο έπεσε θύμα όχι μόνο ηλεκτρονικής αλλά και εκδοτικής πειρατείας. Τα χιλιάδες, ωστόσο, κλεψίτυπα που πλημμύρισαν τους δρόμους της Κολομβίας και αγοράστηκαν μισοτιμής στέρησαν από τους βιαστικούς αναγνώστες το αυθεντικό φινάλε της ιστορίας που έδωσε ο «Γκάμπο» την τελευταία στιγμή.
Παρά τον τίτλο της, αυτή η νουβέλα, η πρώτη του μετά από μια σιωπηλή μυθιστορηματικά δεκαετία, ούτε ακριβώς μας ξεναγεί στα στέκια του αγοραίου έρωτα ούτε αποτελεί πινακοθήκη με δύστυχες, θλιμμένες πουτάνες. Πρόκειται για το γλυκόπικρο τραγούδι κάποιου που βίωνε το σεξ σαν παρηγοριά για την αγάπη που είχε στερηθεί και ο οποίος, στο λυκόφως της ζωής του, ανταμείβεται μ’ ένα «θαύμα». Μ’ έναν έρωτα ανιδιοτελή, χωρίς τις αναστολές της ντροπής και τις βιασύνες του πόθου, που του αποκαλύπτει έστω και καθυστερημένα το αληθινό νόημα της ύπαρξης.
Κεντημένες πάνω σε μοτίβα γνώριμα κι από τα προηγούμενα έργα του δημοφιλούς νομπελίστα, οι «Δύστυχες πουτάνες της ζωής μου» είναι μια ελεγεία για τα γηρατειά και την αγάπη κι ένας ύμνος αισιοδοξίας για την πραγματική ζωή που, σύμφωνα με τον Μάρκες, δεν τελειώνει ποτέ. Γιατί, όπως λέει κάπου κι ο ήρωάς του, «δεν είναι κάτι που περνάει σαν το ορμητικό ποτάμι του Ηράκλειτου, αλλά μια μοναδική ευκαιρία να γυρίσουμε πάνω στη σχάρα και να συνεχίσουμε να ψηνόμαστε από την άλλη πλευρά για άλλα ενενήντα χρόνια».
*Η τελευταία νουβέλα του Μάρκες κυκλοφόρησε στα ελληνικά με τίτλο «Οι θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου» ταυτόχρονα με τον ισπανόφωνο κόσμο και πολύ νωρίτερα από την υπόλοιπη ευρωπαϊκή αγορά, το 2004 από τον Λιβάνη σε μετάφραση Κλ. Σωτηριάδου. Επανεκδόθηκε το 2019 σε μετάφραση Μ. Παλαιολόγου από τον Ψυχογιό ως «Οι δύστυχες πουτάνες της ζωής μου».