«Οι δύστυχες πουτάνες της ζωής μου»: Μια ελεγεία για τα γηρατειά και την αγάπη

μαρκες Facebook Twitter
Ήταν τέτοια η ανυπομονησία των θαυμαστών του Μάρκες που το βιβλίο έπεσε θύμα όχι μόνο ηλεκτρονικής αλλά και εκδοτικής πειρατείας. Φωτ.: Getty Images/Ideal Image
0

ΕΙΝΑΙ ΑΣΧΗΜΟΣ, συνεσταλμένος και παλιομοδίτης, κι ας προσποιείται το αντίθετο σ’ όσους συναντά. Επί εννιά δεκαετίες, όσα και τα χρόνια του, ζει στο ίδιο ηλιόλουστο, αποικιακού ρυθμού σπίτι, χωρίς περιουσία, χωρίς γυναίκα, σκυμμένος πάνω από τα χειρόγραφά του – επιφυλλίδες για κυριακάτικη εφημερίδα, σύντομες μουσικοκριτικές για περιοδικά. Είναι ένα γεροντοπαλίκαρο που δεν «πρόλαβε» να παντρευτεί και δεν ευτύχησε ν’ αγαπήσει, ένας άντρας βυθισμένος σε ενενήντα χρόνια μοναξιάς. Κι είναι ο αφηγητής της νουβέλας του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες «Οι δύστυχες πουτάνες της ζωής μου», που έμελλε να είναι και η τελευταία του.

Αποζημιωμένος και με το παραπάνω από το θαύμα του να είναι ζωντανός στην ηλικία του, ο χρεοκοπημένος συνταξιούχος δημοσιογράφος του Μάρκες, τη χρονιά που συμπληρώνει τα ενενήντα, αποφασίζει να προσφέρει στον εαυτό του ό,τι πιο δελεαστικό γι’ αυτόν: «μια νύχτα τρελού έρωτα με μια έφηβη παρθένα». Αδιαφορεί για το κόστος, θα ξεπουλήσει ό,τι του έχει απομείνει. Ποτέ δεν πλάγιασε με γυναίκα χωρίς να την πληρώσει, άλλωστε, και τις λίγες που δεν ήταν του επαγγέλματος τις έπειθε να δεχτούν χρήματα κι ας τα πετούσαν στα σκουπίδια.

Να τος λοιπόν απέναντι σ’ ένα κοριτσάκι, το πολύ στα δεκατέσσερα, ολόγυμνο και κακομακιγιαρισμένο, με τον ιδρώτα να στάζει στα σκέλια του, ποτισμένο με βαλεριάνες και παραδομένο στον ύπνο. Να τος μπροστά στο «ταυράκι για την ταυρομαχία του». Θα χιμήξει ή θα κουρνιάσει δίπλα του; Ποιος πόθος θ’ αναδειχτεί πιο πιεστικός; Του κορμιού ή της καρδιάς;

Ήταν τέτοια η ανυπομονησία των θαυμαστών του που το βιβλίο έπεσε θύμα όχι μόνο ηλεκτρονικής αλλά και εκδοτικής πειρατείας. Τα χιλιάδες, ωστόσο, κλεψίτυπα που πλημμύρισαν τους δρόμους της Κολομβίας και αγοράστηκαν μισοτιμής, στέρησαν από τους βιαστικούς αναγνώστες το αυθεντικό φινάλε της ιστορίας που έδωσε ο «Γκάμπο» την τελευταία στιγμή.

Σε μια περίοδο όπου όλοι σχεδόν είχαν πιστέψει πως ο Μάρκες (1927-2014) είχε «κλείσει» ως συγγραφέας κι ότι, καταπονημένος από την πολυετή μάχη του με τον καρκίνο, θ’ ασχολιόταν μόνο με την ολοκλήρωση της αυτοβιογραφίας του, εκείνος έκανε την έκπληξη. 

Όπως σημείωνε η Κλαίτη Σωτηριάδου, πρώτη μεταφράστρια της νουβέλας το 2004, «από τη συλλογική μοναξιά μιας ολόκληρης ηπείρου, ο Γκαρσία Μάρκες, ζωγραφίζοντας αριστοτεχνικά μια μινιατούρα με λεπτεπίλεπτο πενάκι, μας φέρνει τώρα αντιμέτωπους με την ιδιωτική μοναξιά του ενός».

Κι ήταν τέτοια η ανυπομονησία των θαυμαστών του που το βιβλίο έπεσε θύμα όχι μόνο ηλεκτρονικής αλλά και εκδοτικής πειρατείας. Τα χιλιάδες, ωστόσο, κλεψίτυπα που πλημμύρισαν τους δρόμους της Κολομβίας και αγοράστηκαν μισοτιμής στέρησαν από τους βιαστικούς αναγνώστες το αυθεντικό φινάλε της ιστορίας που έδωσε ο «Γκάμπο» την τελευταία στιγμή.

ΠΟΥΤΑΝΕΣ
ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΑΓΟΡΑΣΕΤΕ: Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, Οι δύστυχες πουτάνες της ζωής μου, Μτφρ.: Μαρίας Παλαιολόγου, εκδόσεις Ψυχογιός

Παρά τον τίτλο της, αυτή η νουβέλα, η πρώτη του μετά από μια σιωπηλή μυθιστορηματικά δεκαετία, ούτε ακριβώς μας ξεναγεί στα στέκια του αγοραίου έρωτα ούτε αποτελεί πινακοθήκη με δύστυχες, θλιμμένες πουτάνες. Πρόκειται για το γλυκόπικρο τραγούδι κάποιου που βίωνε το σεξ σαν παρηγοριά για την αγάπη που είχε στερηθεί και ο οποίος, στο λυκόφως της ζωής του, ανταμείβεται μ’ ένα «θαύμα». Μ’ έναν έρωτα ανιδιοτελή, χωρίς τις αναστολές της ντροπής και τις βιασύνες του πόθου, που του αποκαλύπτει έστω και καθυστερημένα το αληθινό νόημα της ύπαρξης.

Κεντημένες πάνω σε μοτίβα γνώριμα κι από τα προηγούμενα έργα του δημοφιλούς νομπελίστα, οι «Δύστυχες πουτάνες της ζωής μου» είναι μια ελεγεία για τα γηρατειά και την αγάπη κι ένας ύμνος αισιοδοξίας για την πραγματική ζωή που, σύμφωνα με τον Μάρκες, δεν τελειώνει ποτέ. Γιατί, όπως λέει κάπου κι ο ήρωάς του, «δεν είναι κάτι που περνάει σαν το ορμητικό ποτάμι του Ηράκλειτου, αλλά μια μοναδική ευκαιρία να γυρίσουμε πάνω στη σχάρα και να συνεχίσουμε να ψηνόμαστε από την άλλη πλευρά για άλλα ενενήντα χρόνια».

*Η τελευταία νουβέλα του Μάρκες κυκλοφόρησε στα ελληνικά με τίτλο «Οι θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου» ταυτόχρονα με τον ισπανόφωνο κόσμο και πολύ νωρίτερα από την υπόλοιπη ευρωπαϊκή αγορά, το 2004 από τον Λιβάνη σε μετάφραση Κλ. Σωτηριάδου. Επανεκδόθηκε το 2019 σε μετάφραση Μ. Παλαιολόγου από τον Ψυχογιό ως «Οι δύστυχες πουτάνες της ζωής μου».

Βιβλίο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΚΥΡΙΑΚΗ Κλαίτη Σωτηριάδου: «Ένας καλός μεταφραστής δεν έχει "εγώ"»

Βιβλίο / Κλαίτη Σωτηριάδου: «Ένας καλός μεταφραστής δεν έχει "εγώ"»

Η ποιήτρια, συγγραφέας και μεταφράστρια του Βάργκας Λιόσα, του Κάρλος Φουέντες, της Ιζαμπέλ Αλιέντε, του Πάμπλο Γκουτιέρεθ και του Ερνέστο Σάμπατο ανάμεσα σε άλλους, που το όνομά της συνδέθηκε κυρίως με όλο το λογοτεχνικό έργο του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες μιλά στη LifO.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ποιος σκότωσε τη Βίλμα

Βιβλίο / Ποιος σκότωσε τη Βίλμα: 50 δημοσιογραφικά κειμένα του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες

Η ανθολογία πενήντα δημοσιογραφικών κειμένων του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, που κυκλοφορεί με τον τίτλο «Το σκάνδαλο του αιώνα», αποκαλύπτει ότι ο νομπελίστας συγγραφέας του «Εκατό χρόνια μοναξιά» δεν έπαψε ποτέ να νιώθει δημοσιογράφος και, κυρίως, δεν εγκατέλειψε ποτέ την ιδεολογία του δημοσιογράφου.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο Γκάρι Ιντιάνα δεν μένει πια εδώ 

Απώλειες / Γκάρι Ιντιάνα (1950-2024): Ένας queer ήρωας του νεοϋορκέζικου underground

Συγγραφέας, ηθοποιός, πολυτάλαντος καλλιτέχνης, κριτικός τέχνης, ονομαστός και συχνά καυστικός ακόμα και με προσωπικούς του φίλους, o Γκάρι Ιντιάνα πέθανε τον περασμένο μήνα από καρκίνο σε ηλικία 74 ετών.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Τζούλια Τσιακίρη

Οι Αθηναίοι / Τζούλια Τσιακίρη: «Οι ταβερνιάρηδες είναι ευεργέτες του γένους»

Με διαλείμματα στο Παρίσι και τη Νέα Υόρκη, έχει περάσει όλη της τη ζωή στο κέντρο της Αθήνας - το ξέρει σαν την παλάμη της. Έχει συνομιλήσει και συνεργαστεί με την αθηναϊκη ιντελεγκέντσια, είναι άλλωστε κομμάτι της. Εδώ και 60 χρόνια, με τη χειροποίητη, λεπτολόγα δουλειά της στον χώρο του βιβλίου και με τις εκδόσεις «Το Ροδακιό» ήξερε ότι δεν πάει για τα πολλά. Αλλά δεν μετανιώνει για τίποτα απ’ όσα της επιφύλαξε η μοίρα «εις τον ρουν της τρικυμιώδους ζωής της».
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
«H woke ατζέντα του Μεσοπολέμου», μια έκδοση-ντοκουμέντο

Βιβλίο / Woke ατζέντα είχαμε ήδη από τον Μεσοπόλεμο

Μέσα από τις «12 queer ιστορίες που απασχόλησαν τις αθηναϊκές εφημερίδες πριν από έναν αιώνα», όπως αναφέρει ο υπότιτλος του εν λόγω βιβλίου που έχει τη μορφή ημερολογιακής ατζέντας, αποκαλύπτεται ένας ολόκληρος κόσμος βαμμένος στα χρώματα ενός πρώιμου ουράνιου τόξου.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Αθηναϊκές πολυκατοικίες: Η πιο ζωντανή ιστορία της πρωτεύουσας

Βιβλίο / Αθηναϊκές πολυκατοικίες: Η πιο ζωντανή ιστορία της πρωτεύουσας

Μια νέα ερευνητική έκδοση του Ιδρύματος Ωνάση, ευχάριστη και ζωντανή, αφηγείται την ιστορία της πολυκατοικίας αλλά και της πόλης μας με τις μεγάλες και τις μικρότερες αλλαγές της, μέσα από 37 ιστορίες.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Χυδαιότητα, ένα ελάττωμα της νεωτερικότητας

Βιβλίο / Χυδαιότητα, ένα ελάττωμα της εποχής μας

Το δοκίμιο «Νεωτερικότητα και χυδαιότητα» του Γάλλου συγγραφέα Μπερτράν Μπιφόν εξετάζει το φαινόμενο της εξάπλωσης της χυδαιότητας στην εποχή της νεωτερικότητας και διερευνά τη φύση, τα αίτια και το αντίδοτό της.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ
«Μαθαίνεις να υπάρχεις μέσα στο γράψιμο και αυτό είναι επικίνδυνο»

Βιβλίο / «Μαθαίνεις να υπάρχεις μέσα στο γράψιμο και αυτό είναι επικίνδυνο»

Μια κουβέντα με τη Δανάη Σιώζιου, μία από τις πιο σημαντικές ποιήτριες της νέας γενιάς, που την έχουν καθορίσει ιστορίες δυσκολιών και φτώχειας και της οποίας το έργο έχει μεταφραστεί σε πάνω από 20 γλώσσες.
M. HULOT
«Τα περισσότερα περιστατικά αστυνομικής βίας εκδηλώνονται σε βάρος ειρηνικών διαδηλωτών»  

Βιβλίο / «Τα περισσότερα περιστατικά αστυνομικής βίας εκδηλώνονται σε βάρος ειρηνικών διαδηλωτών»  

Μια επίκαιρη συζήτηση με την εγκληματολόγο Αναστασία Τσουκαλά για ένα πρόβλημα που θεωρεί «πρωτίστως αξιακό», με αφορμή την κυκλοφορία του τελευταίου της βιβλίου της το οποίο αφιερώνει «στα θύματα, που μάταια αναζήτησαν δικαιοσύνη».
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ