Ο ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ (1947-2014) ήταν δοκιμιογράφος που αγαπήθηκε από τους αναγνώστες, ιδιαίτερα μέσα από τα ιδιοσυγκρασιακά, ανθρωπολογικά δοκίμιά του. Ο ίδιος χαρακτήριζε τον εαυτό του ως «γραφιά». Εμείς μπορούμε να τον χαρακτηρίσουμε ως ακατάτακτο αλλά και απείθαρχο – όπου η πειθαρχία, η discipline, ερμηνεύεται ως επιστημονική ειδίκευση. Άλλωστε, ο ίδιος έλεγε ότι επειδή δεν διαθέτουμε ισχυρό θεσμικό πλαίσιο που να επικουρεί τα άτομα, ο καθένας γίνεται εφευρέτης του εαυτού του, με διαμφισβητούμενη πάντα την πατέντα.
Στα ανθρωπολογικά δοκίμιά του, που από το 1990 «στεγάζονται» συστηματικά στις εκδόσεις Καστανιώτη, όπως και όλα τα βιβλία του, γράφει, συχνά με τρόπο βιωματικό και εξομολογητικό, για ποικίλα θέματα του σώματος, της ψυχής, της τέχνης, της Ιστορίας, χωρίς να βαραίνει τον λόγο του το άγχος της εξειδίκευσης.
Αρχίζοντας από εκείνο το Περί μέθης (1987), μια εξιστόρηση και βίωση της μέθης, ο Κωστής Παπαγιώργης μας οδήγησε στον κόσμο της ζήλιας και της ζηλοτυπίας (Ίμερος και κλινοπάλη), της καθημερινής μεταφοράς (Λάδια ξίδια), της μισανθρωπίας και των ανθρωπίνων σχέσεων (Η κόκκινη αλεπού / Οι ξυλοδαρμοί), των νεκρών (Ζώντες και τεθνεώτες), της ανθρώπινης ουσίας (Σιαμαία και ετεροθαλή), των αρνητικών παθών και των ολόψυχων αφοσιώσεων (Μυστικά της συμπάθειας), της αγοραφοβίας (Σύνδρομο αγοραφοβίας).
Ο Παπαγιώργης δεν ήταν διανοούμενος του κλειστού χώρου. Δεν τον απασχολούσαν μόνο τα δικά του κείμενα ούτε είχε την αγωνία «να πιάσει τον αναγνώστη στο δόκανο των λέξεων». Συνομιλούσε συστηματικά με τα κείμενα των άλλων.
Έγραψε ακόμα για τη μνήμη (Περί μνήμης), για τον ιστορικό και μεταφυσικό γρίφο του μηδενός μέσα από το έργο του Νίτσε, του Μαλαρμέ και του Χάιντεγκερ (Τρία μουστάκια - Ψιχία μηδενισμού), συνέθεσε δυο πολύ προσωπικά πορτρέτα, του Παπαδιαμάντη (Αλέξανδρος Αδαμαντίου Εμμανουήλ) και του Ντοστογιέφσκι, σκιτσάρισε το πρόσωπο του φίλου του συγγραφέα Χρήστου Βακαλόπουλου που χάθηκε πρόωρα (Γεια σου, Ασημάκη) και περιέγραψε τον ομηρικό πολεμιστή και τις αξίες του, που γεννιούνται πάντα μέσα στον κίνδυνο και στον πόλεμο (Η ομηρική μάχη). Το 2002 κυκλοφόρησε το βιβλίο του Κανέλλος Δεληγιάννης, το πιο επιτυχημένο μιας τριλογίας για τους μηχανισμούς και τις ψυχολογικές καταστάσεις στο 1821. Ακολούθησαν τα Καπάκια: Βαρνακιώτης, Καραϊσκάκης, Ανδρούτσος και το βιβλίο Εμμανουήλ Ξάνθος.
Σε αυτά τα τόσο προσωπικά και εξομολογητικά βιβλία ακόμα και η αυθαιρεσία της ερμηνείας, ιδιαίτερα στα δοκίμια που στηρίζονται σε πραγματολογικό υλικό, αποβαίνει υπέρ τους, καθώς ο Παπαγιώργης μας παρέσυρε σε μονοπάτια ανορθόδοξα, μας υποδείκνυε αθέατες λάμπες για να φωτίσουμε τις σκοτεινές γωνίες ή να ξεκαθαρίσουμε υποθέσεις εργασίας. Έτσι κι αλλιώς τα βιβλία του δεν ήταν ακαδημαϊκές ασκήσεις προορισμένες να διαβαστούν από συγκεκριμένο, ειδικό κοινό μιας συντεχνίας αλλά «απορητικές αναζητήσεις σε ερωτήματα ζωής και θανάτου».
Για παράδειγμα, στον Κανέλλο Δεληγιάννη ο συγγραφέας, κρατώντας μια στάση άρνησης και συμπάθειας απέναντι στον κοτζαμπάση της Γορτυνίας, στηρίχθηκε στα απομνημονεύματα του προκρίτου για να δείξει πώς μια τουρκόφρων τάξη προκρίτων της Πελοποννήσου γίνεται επαναστατική, μέσα από ποιες φατριαστικές και εμφύλιες διαμάχες, και πώς στο τέλος απογοητεύεται βλέποντας τους «ξένους», τους «φερέοικους», τους δευτεροκλασάτους, τους ξεβράκωτους κλέφτες, να αποκτούν την εξουσία στο μικρό ελληνικό κράτος.
Σε μια εποχή που οι πανεπιστημιακοί ιστορικοί δεν είχαν ακόμη αγγίξει το 1821, είτε από αμηχανία είτε από φόβο, ο Παπαγιώργης άνοιξε δρόμο, επιβεβαιώνοντας ότι δεν είναι αποκλειστικά το πανεπιστήμιο «χώρος παραγωγικής σκέψης». Άλλωστε ούτε ο Ράμφος ούτε, πολύ περισσότερο, ο Παναγιώτης Κονδύλης, δυο στοχαστές που περιλαμβάνονται στον τόμο Έλληνες στοχαστές, έγιναν δεκτοί από ελληνικό πανεπιστήμιο.
Σε αυτήν τη μεγάλη βιβλιογραφία, το βιβλίο του για τον Παπαδιαμάντη, που εκδόθηκε το 1997, θεωρείται ότι αποτελεί τομή στο έργο του. Σύμφωνα με τον Δημήτρη Καράμπελα, επιμελητή της σειράς «Τα βιβλία των άλλων» που περιλαμβάνει τα κριτικά σημειώματα του Παπαγιώργη για το έργο πεζογράφων, ιστορικών, φιλοσόφων, στοχαστών, η μονογραφία για τον Παπαδιαμάντη σηματοδοτεί την αλλαγή πλεύσης.
«Από τη δοκιμιακή προσήλωσή του στο βίωμα, στο σώμα και στα πάθη του, πέρασε γόνιμα στη νεοελληνική εμπειρία και πραγματικότητα», γράφει ο Καράμπελας στην εισαγωγή του δεύτερου τόμου της σειράς «Τα βιβλία των άλλων», που τιτλοφορείται Έλληνες στοχαστές και το οποίο κυκλοφόρησε πριν από λίγες ημέρες. Ο Δημήτρης Καράμπελας γράφει ακόμα ότι μέσα από την ανάγνωση του Παπαδιαμάντη ο Κωστής Παπαγιώργης ξαναείδε με άλλο μάτι τους σύγχρονους στοχαστές της ελληνικής ταυτότητας, όπως ο Λορεντζάτος, ο Γιανναράς ή ο Ράμφος.
Ο Παπαγιώργης –το είπαμε κιόλας– δεν ήταν διανοούμενος του κλειστού χώρου. Δεν τον απασχολούσαν μόνο τα δικά του κείμενα ούτε είχε την αγωνία «να πιάσει τον αναγνώστη στο δόκανο των λέξεων». Συνομιλούσε συστηματικά με τα κείμενα των άλλων. Όχι για να καταγράψει τι λένε οι άλλοι αλλά για να ανοίξει έναν ουσιαστικό διάλογο μαζί τους, δηλαδή με τις ιδέες τους, τα ερμηνευτικά τους σχήματα, τις ακροβασίες τους.
Για τέσσερις δεκαετίες, από το 1975 μέχρι τον θάνατό του το 2014 ο Παπαγιώργης έγραφε τακτικά και με τάξη για «τα βιβλία των άλλων», χρησιμοποιώντας πλήθος μέσων, ηλεκτρονικών και έντυπων, από περιφερειακά ή και περιθωριακά περιοδικά μέχρι μέσα της κεντρικής σκηνής, με μεγάλη αναγνωστική εμβέλεια. Ένα από τα μέσα αυτά ήταν η LiFO, όπου ο Παπαγιώργης αρθρογράφησε συστηματικά τόσο για κοινωνικά και πολιτικά όσο και για αθλητικά θέματα, και, φυσικά, με βιβλιοκριτικές. Κείμενά του για βιβλία του Στέλιου Ράμφου ή του Παναγιώτη Κονδύλη που περιλαμβάνονται στον τόμο «Έλληνες στοχαστές» είχαν πρωτοδημοσιευθεί στη LiFO.
Στο βιβλίο Έλληνες στοχαστές, δεύτερο τόμο της σειράς «Τα βιβλία των άλλων», συγκεντρώνονται κριτικά σημειώματα και κάποια σχόλια του Παπαγιώργη για δέκα στοχαστές που σχετίζονται με το νεοελληνικό βίωμα, τη σχέση ελληνισμού και χριστιανισμού, τη διάσταση ή την ώσμωση ανατολικής και δυτικής παράδοσης, την παρακμή ή όχι της σύγχρονης Ελλάδας κ.ά. (ο πρώτος τόμος, με κείμενα για Έλληνες συγγραφείς είχε κυκλοφορήσει το 2020). Οι στοχαστές αυτοί είναι, με τη σειρά που παρουσιάζονται στον τόμο τα κριτικά σημειώματα που τους αφορούν, ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, ο Χρήστος Μαλεβίτσης, ο Χρήστος Γιανναράς, ο Στέλιος Ράμφος, ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ο Κώστας Αξελός, ο Παναγιώτης Κονδύλης και, με σύντομα κείμενα σχεδόν μιας σελίδας, ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, ο Σταύρος Ζουμπουλάκης και ο Ιωάννης Ζηζιούλας.
Τα περισσότερα κείμενα (πάνω από τα 2/3 του τόμου, 228 σελίδες σε σύνολο 305) αφορούν βιβλία ή μελέτες του Λορεντζάτου, του Μαλεβίτση, του Γιανναρά, του Ράμφου και του Καστοριάδη. Ο επιμελητής του τόμου Δημήτρης Καράμπελας διακρίνει τα κείμενα αυτά σε δύο περιόδους, μια νεανική (1975-1980) και μια ώριμη (1997-2014). Θεωρεί, μάλιστα, ότι η διαφορά στην αποτίμηση των στοχαστών από τον Παπαγιώργη, μεταξύ αυτών των δύο περιόδων, είναι τόσο μεγάλη « που αν γνώριζε κανείς την εξέλιξή του, θα πίστευε ότι έχουν γραφτεί από άλλον άνθρωπο».
Δεν με βρίσκει σύμφωνο αυτή η διαπίστωση. Καθώς ο διάλογος του Παπαγιώργη με το έργο αυτών των στοχαστών είναι ουσιαστικός και όχι περιγραφικός και επιπλέον έχει μεγάλη διάρκεια, προσωπικά δεν βλέπω τομή αλλά εξέλιξη, που σημαίνει επιβεβαίωση, επανεκτίμηση ή αναθεώρηση. Ενοποιητικά στοιχεία αυτής της εξέλιξης είναι το ύφος του Κωστή Παπαγιώργη αλλά και η εντελώς δική του μεθοδολογική προσέγγιση, αναγνωρίσιμα σε όλα τα κείμενα αυτής της σαραντάχρονης διάρκειας.
Τον Ζήσιμο Λορεντζάτο ο Παπαγιώργης τον θαυμάζει από την πρώτη στιγμή. Γράφοντας, για παράδειγμα, το 1975 για τη γνωστή μελέτη του Λορεντζάτου περί του Χαμένου Κέντρου, θεωρεί ότι «οδηγεί σ’ έναν από τους πιο μεγάλους φενακισμούς της νεοελληνικής πραγματικότητας», καθώς αυτός ο στοχαστής κλείνει τις πόρτες στη Δύση. Ταυτόχρονα γράφει όμως ότι αυτό το κείμενο του Ζήσιμου Λορεντζάτου «είναι ίσως η πιο κομψή και η πιο ουσιώδης έκφραση του ελληνοκεντρισμού». Τριάντα χρόνια μετά, το 2004, στη νεκρολογία του για τον στοχαστή γράφει ότι «μαζί του αποχώρησε τελεσίδικα μια εσώτερη πνευματική ευθύνη έναντι του παρελθόντος, που ατυχώς δεν διδάσκεται».
Τον Χρήστο Μαλεβίτση τον θεωρεί λίγο, κρίνοντας το βιβλίο του Η φιλοσοφία του Χάιντεγκερ (1975). Γράφει ότι είναι συμπίλημα από σκόρπιες απόψεις, που δεν βοηθά ούτε καν στη «συνάντηση του Χάιντεγκερ με τη νεοελληνική γλώσσα».
Τον Χρήστο Γιανναρά τον θεωρεί συνομιλητή. Κρίνοντας το βιβλίο Το πρόσωπο και ο έρως (1977) θεωρεί ατελέσφορο τον συσχετισμό της βυζαντινής θεολογίας με τα οντολογικά ερωτήματα της δυτικής φιλοσοφίας για το Είναι. Κι ενώ υποστηρίζει ότι η ανάγνωση του Χάιντεγκερ από τον Γιανναρά είναι «αθέμιτη οικειοποίηση της υπαρξιακής θεματολογίας», τη βρίσκει ταυτόχρονα από «τις βαθύτερες που γράφτηκαν σε ελληνική γλώσσα».
Μια ανέκδοτη επιστολή του Γιανναρά που δημοσιεύεται στο παράρτημα του τόμου Έλληνες στοχαστές, χρονολογημένη το 1976, δείχνει ότι Παπαγιώργης και Γιανναράς ήταν συνομιλητές από τότε. Το 2000, κρίνοντας το βιβλίο του Γιανναρά, Ελληνική ετοιμότητα για την ευρωπαϊκή ενοποίηση, ο Παπαγιώργης γράφει ότι «ο Γιανναράς, παρότι θεολόγος, διαθέτει σεβαστά αποθέματα πολιτικού ρεαλισμού».
Τον Στέλιο Ράμφο τον αντιμετωπίζει με άρνηση, αμφιθυμία ακόμη και με κρυφό θαυμασμό ταυτόχρονα, μια στάση που είναι φανερή στο κείμενό του Η βαλσαμωμένη γλώσσα (1977). Το 1985 γράφει για το βιβλίο Μαρτυρία και γράμμα: Απόλογος για τον Μαρξ και λόγος για τον Καστοριάδη ότι είναι περίπτωση στιβαρής σκέψης που υπερασπίζεται σαθρές αλήθειες. Το 1994 αποκαλύπτεται μπροστά στο βιβλίο του Ράμφου, Πελεκάνοι ερημικοί, καθώς μαθαίνει για τους αναχωρητές. Ενώ το 2000, σαν να συνοψίζει τη στάση του απέναντι στο Ράμφο, γράφει, με αφορμή το βιβλίο Μια καλοκαιρινή ευτυχία τρίζει, ότι η διαδρομή αυτού του στοχαστή αρχίζει από βαριά και δυσμάσητα κείμενα για τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και του Πατέρες και φτάνει σε κείμενα που συνθέτουν τον ελληνικό πολιτισμό με τον ευρύτερο.
Τον Κορνήλιο Καστοριάδη ο Παπαγιώργης τον κατεδαφίζει, γράφοντας για το βιβλίο του Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας (1979). «Από τις δύο χιλιάδες σελίδες του βιβλίου (τόσες γίνονται αν διαβαστεί τρεις τέσσερις φορές) ξεπηδάει ένας άνθρωπος αλλόκοτος που θυμίζει σε πολλά τον Σάτωφ των Δαιμονισμένων: για να μιλήσεις μαζί του πρέπει πρώτα να τον δώσεις», γράφει.
Τον Κώστα Αξελό τον αποδέχεται, καθώς τον θεωρεί «διάδοχο» μέσα στον ορίζοντα της χαϊντεγκεριανής σκέψης. «Εξαρχής ο Αξελός κατέχει δική του στέγη και δικά του κλειδιά. Οι επισκέψεις και οι φιλίες του δεν είναι μόνο με τους ζωντανούς αλλά (κυρίως) με τους πεθαμένους», γράφει.
Τον Παναγιώτη Κονδύλη τον θαυμάζει απεριόριστα. «Ιστορικός της φιλοσοφίας με την καλλίστη έννοια του όρου… Γνώστης ολόκληρου του δυτικού φιλοσοφικού αρχείου», γράφει.
Τον Γεράσιμο Λυκιαρδόπουλο τον παραδέχεται για τον τρόπο του να παραμένει ακέραιος και να απολαμβάνει την αποδοχή αν και «οξύχολος συγγραφέας».
Τον Σταύρο Ζουμπουλάκη τον διαβάζει για τις εντυπωσιακές γνώσεις του και τον ισορροπημένο τρόπο του μεταξύ θυμού και ευφράδειας.
Τον Ιωάννη Ζηζιούλα, μητροπολίτη Περγάμου, τον διαβάζει για το ουσιώδες μάθημα που δίνει περί ελληνισμού και χριστιανισμού.
Ο τόμος κλείνει με το ανέκδοτο κείμενο του Κωστή Παπαγιώργη «Οργή Θεού» (1978), μια πολιτική ανάγνωση της Βίβλου, μέσα από την οπτική της εξουσίας, της πειθήνιας υπακοής, της βίας, της καταστολής και του εξαναγκασμού.
Το βιβλίο Έλληνες στοχαστές με τα κριτικά κείμενα του Κωστή Παπαγιώργη δείχνει και κάτι άλλο για την παραγωγή ιδεών και στοχασμού σήμερα: παράγεται στοχασμός; Και αν ναι, σε ποιο επίπεδο; Γίνεται διάλογος; Κι αν ναι, σε ποιο επίπεδο;
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.