Κωστής Παπαγιώργης
Τα Βιβλία των Άλλων - ΙΙ, Καστανιώτης
Παρότι ο στοχαστής και θεωρητικός –ο ίδιος προτιμούσε τον όρο «γραφιάς»– Παπαγιώργης φαίνεται πως είχε σχεδόν αποκηρύξει την πρώιμη περίοδο των γραπτών του και ειδικά τα βιβλία του Ο νομοθέτης που αυτοκτονεί και Οντολογία του Μάρτιν Χάιντεγκερ, δυο άρτια και πρωτότυπα, κατά τη γνώμη μας έργα, είναι εξαιρετικά σημαντικά καθώς αποκαλύπτουν την ακάματη διακονία του πάνω στα μεγάλα φιλοσοφικά έργα. Αντίστοιχα πάλι, τα κριτικά του δοκίμια που αφορούν φιλόσοφους-στοχαστές και κομβικά έργα της εποχής αποκαλύπτουν τις βάσεις, πάνω στις οποίες θεμελίωσε τις αρχές της κριτικής του: ανοιχτό βλέμμα και καχυποψία απέναντι σε πάσης φύσεως σχολές, βαθιά απέχθεια για τους δοκησίσοφους και τους από καθέδρας καθηγητές, τον κάθε λογής doctus cum libro, όπως χαρακτηριστικά αποκαλούσε τον κάθε προφέσορα με αυλές, και κριτική στα κλειστά συστήματα.
Ο Μάρτιν Χάιντεγκερ παρέμενε για εκείνον ουσιαστικός οδοδείκτης για τη γόνιμη αποδόμηση του κλειστού οντολογικού συστήματος της Δύσης, οδηγώντας τον αργότερα στον Ντεριντά, κάτι που δικαιολογεί την κριτική του στην παρανάγνωση του χαϊντεγκεριανού έργου από τον Χρήστο Μαλεβίτση. Αντίστοιχα κριτικός φαίνεται να είναι ο Παπαγιώργης προς το περίφημο Χαμένο Κέντρο του Ζήσιμου Λορεντζάτου καθώς, όπως λέει, ο Λορεντζάτος «διαγράφει τη Δύση για να φτάσει στην υψηλή θρησκευτικότητα του Μεσαίωνα», αποκηρύσσοντας συλλήβδην τους φιλοσόφους.
Ανεξαρτήτως, πάντως, του διαλόγου που άνοιξαν, οι πολύτιμες αυτές πρώιμες κριτικές του Παπαγιώργη φανερώνουν τον πλούσιο λόγο και το βάθος της σκέψης του, επιβεβαιώνοντας το τεράστιο κενό που άφησε η πρώιμη τελευτή του.
Αν, όμως, τον ενοχλεί το αντι-φιλοσοφικό πνεύμα και ο «ελληνοκεντρισμός» του Λορεντζάτου, δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να δεχτεί τον καρτεσιανό ορθολογισμό που κρύβει η φαινομενολογία του Καστοριάδη και των οπαδών του, κάνοντας μάλιστα λόγο, με το ευφυές δηκτικό του ύφος, για ανανήψαντες νεο-ορθόδοξους μαρξιστές: «Τους μιλάς για αταξική κοινωνία και ο νους τους τρέχει στον Γολγοθά». Ανεξαρτήτως, πάντως, του διαλόγου που άνοιξαν, οι πολύτιμες αυτές πρώιμες κριτικές του Παπαγιώργη φανερώνουν τον πλούσιο λόγο και το βάθος της σκέψης του, επιβεβαιώνοντας το τεράστιο κενό που άφησε η πρώιμη τελευτή του. Κατατοπιστικότατη η εισαγωγή του Δημήτρη Καράμπελα, ο οποίος έχει αναλάβει με περισσή φροντίδα και την επιμέλεια των τόμων «Τα βιβλία των άλλων».
Γιάννης Ευσταθιάδης
Ποιήματα και στιχουργήματα, Μελάνι
Ένα ιδιότυπο ταξίδι στην αλληγορική επαναφορά της μνήμης, ουσιαστική και μακροχρόνια θητεία στις λέξεις και στην αλήθεια τους, βιωματική έκφραση συναισθημάτων που ξεπερνούν τα πρόσωπα και γίνονται κόσμοι: όπως και να προσδιορίσεις το πλούσιο ποιητικό οικοδόμημα που στήνει εδώ και μισό αιώνα με ακάματο ζήλο ο Γιάννης Ευσταθιάδης, το σίγουρο είναι ότι φέρει αυτούσια την προσωπική του σφραγίδα. Με άλλα λόγια, υπηρετεί με συνέπεια, αισθητική και βαθιά ανθρωπιά –γιατί αυτή είναι η λέξη που ταιριάζει στον εκφραστικής ακρίβειας λεκτικό του κόσμο (με την έννοια της εκλέπτυνσης αλλά και της συνέπειας)– την ποίηση σε κάθε έκφρασή της.
Από τα «Ασπρόμαυρα» πρώτα του ποιήματα και τη στοχαστική Άρση Βαρών μέχρι το τελευταίο Μάθημα ωδικής υπάρχει μια ενιαία γραμμή που χαρακτηρίζει το έργο του: η βαθιά κομψότητα, η ανθρώπινη αλήθεια και η υψηλή αισθητική. Είτε πρόκειται για τον ρυθμό που υπαγορεύει το ύφος κάθε ποιήματος είτε για την εξομολόγηση –ειδικά στα σπαραχτικά στη λιτότητά τους κείμενα που αφιερώνει στον γιο του ή στα πολύ όμορφα για τον έρωτα–, ο Ευσταθιάδης είναι εκεί για να αναλάβει τον ρόλο πιστού εργάτη του λόγου. Το συγκινητικό είναι ότι ακόμα και στις δύσκολες περιπτώσεις που εμφιλοχωρούν στα ποιήματά του δεν χάνει ποτέ την παιγνιώδη διάθεση που ανέκαθεν εκφραζόταν σε ιδιότυπα λογοπαίγνια και τον κατέστησε δημοφιλή και ευρηματικό ανιχνευτή τίτλων στις κορυφές των κειμένων. Η γλώσσα υπαγορεύει, δεν προδίδει, και φαίνεται να προσδιορίζει κάθε γωνιά του κόσμου του. Όπως έγραφε με ακρίβεια σε ένα ποίημά του: «Χρησιμοποιώ / τις λέξεις / για σιδερόπανο / των συναισθημάτων / επιλέγω λέξεις / κομψές / ασυνήθιστες / για να ισιώνω το τσαλάκωμα της ψυχής».
Πέτρος Μάρκαρης
Η Αθήνα της μιας διαδρομής, Κείμενα
Μέχρι σήμερα έχουμε δει τον Ηλεκτρικό της Αθήνας να πρωταγωνιστεί ως σημείο δράσης σε διάφορα μυθιστορήματα, όπως η Κυρία Κούλα του Μένη Κουμανταρέα, μια πρωτότυπη ερωτική ιστορία στην πιο πραγματική διαδρομή της Αθήνας. Αντίστοιχες διαδρομές έχει χαράξει ο ήρωας του Πέτρου Μάρκαρη, αστυνόμος Χαρίτος, ο οποίος μετέτρεψε κυριολεκτικά την Κυψέλη σε κέντρο του σύμπαντος, κάνοντάς τη γνωστή σε διαφορετικές χώρες του κόσμου όπου μεταφράζονται τα ιδιαίτερα δημοφιλή βιβλία του. Επομένως, δεν ήταν απρόσμενη η συγγραφή ενός βιβλίου στα γερμανικά για την ανθρωπογεωγραφία, την ιστορία αλλά και τα μυστικά των περιοχών που περιβάλλουν τον άξονα του Ηλεκτρικού της Αθήνας, ενώνοντας τις δύο άκρες της στον Βορρά και τον Νότο.
Τα βιωματικά αυτά κείμενα, που μας θυμίζουν τις κρυμμένες ιστορίες της πόλης από τον Πειραιά μέχρι την Κηφισιά, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα τις κοινωνικές διαστρωματώσεις και το ετερόκλητο τοπίο, περιλαμβάνονται στο βιβλίο Η Αθήνα της μιας διαδρομής –είχε κυκλοφορήσει αρχικά από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη–, χάρη στο οποίο, μαζί με τον συγγραφέα, ταξιδεύουμε σε όλα τα κοινωνικά στρώματα αλλά και στα αρχαία μονοπάτια και στις άγνωστες ιστορίες. Όπως λέει και ο ίδιος ο Μάρκαρης: «Η σκέψη μου ήταν να μπω σε μια κόντρα μαζί του και να περιγράψω την Αθήνα από τη δική μου οπτική και μέσα από τον Ηλεκτρικό που τόσο αγαπώ».
Θεοδόσης Μίχος
Ένα για τον δρόμο, Μεταίχμιο
Από τότε που ο Λουίς Μπουνιουέλ άνοιξε την αυτοβιογραφική του αφήγηση στην Τελευταία πνοή, εξηγώντας την επιβεβλημένη τελετουργία τού να πίνει κανείς μόνος στην μπάρα ενός μπαρ, πολλοί ήταν οι συγγραφείς που έστησαν τις αφηγήσεις τους στις νυχτερινές διαδρομές μιας τέτοιας ανυπόκριτης μύησης. Πάνω στην μπάρα και με τη βοήθεια του «ευσπλαχνικού αλκοόλ», κατά τον Καβάφη, οι γλώσσες λύνονται και οι ιστορίες μοιάζουν να έχουν μεγαλύτερη διάρκεια, γι’ αυτό έχει δίκιο ο Μίχος που στήνει εκεί το ιδανικό του ντεκόρ. Στον τόπο όπου «όλα χαλαρώνουν και χάνονται μέσα σε μια γλυκιά απόφαση του να μεγαλώσουν οι διάρκειες», όπως επέβαλε η φράση του αγαπημένου του Χρήστου Βακαλόπουλου, ο συγγραφέας ξεδιπλώνει μια σειρά από αφηγήματα που σίγουρα έρχονται να προστεθούν στον μύθο της δικής μας αθηναϊκής μυθογραφίας, και όχι μόνο.
Πρόκειται για διηγήματα που σχετίζονται άμεσα με την μπάρα ενός περιώνυμου, εγγεγραμμένου πλέον στο αθηναϊκό ασυνείδητο κεντρικού μπαρ της πόλης, που αποκαλύπτουν το εύρος της φαντασίας ενός συγγραφέα, ο οποίος πάντοτε βουτούσε τις ιστορίες του στα δικά του αυτοβιογραφικά δεδομένα. Απόλυτα βιωμένη, κάθε του λέξη κρύβει την αλήθεια της έξαρσης και τη βαθιά αγάπη για τη ζωντανή αφήγηση και γραφή. Μια συλλογή διηγημάτων που έρχεται να προστεθεί σε μια σειρά από ωραία βιβλία, όπως τα Η Αλκμήνη και οι Άλλοι και Κράτα το σόου, που μας έχει χαρίσει ο συγγραφέας και μία από τις καλύτερες πένες της γενιάς του – στο παρελθόν.
Βαγγέλης Ραπτόπουλος
Ο Θεός φταίει που έκανε τον κόσμο τόσο ωραίο, Κέδρος
Πολλές φορές συμβαίνει το δεύτερο βλέμμα, η προσέγγιση ενός έργου να αποφέρει καρπούς που δεν μπορεί κανείς να σκεφτεί ότι μπορεί να δώσει το πρωτότυπο και αυτό συμβαίνει με την περίπτωση του Νίκου Καζαντζάκη που έχει εμπνεύσει κατά καιρούς με διαφορετικούς τρόπους διάφορους συγγραφείς. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Βαγγέλη Ραπτόπουλου, ο οποίος φάνηκε να εξιτάρεται από τον λευκό γάμο του Νίκου Καζαντζάκη και της Γαλάτειας κι έτσι έγραψε την Ανέγγιχτη, διεισδύοντας στον ψυχισμό του Έλληνα λογοτέχνη και στοχαστή.
Η εξοικείωση του Ραπτόπουλου με διαφορετικές πτυχές του έργου του Καζαντζάκη, από τον έντονο «μεσογειακό μυστικισμό» της Ασκητικής, όπως τον έχει περιγράψει, έως τα Ταξιδιωτικά, τον έκανε έναν μύχιο, πιστό παρατηρητή του τρόπου που ο παγκοσμίως γνωστός Έλληνας συγγραφέας στήνει τον κόσμο του. Ως εκ τούτου, η περιπλάνηση του Ραπτόπουλου στο έργο του Καζαντζάκη μέσα από ένα μωσαϊκό 259 αλληγοριών σπαρμένων σε ολόκληρο το έργο του, από τα μυθιστορήματα μέχρι τα ταξιδιωτικά, ακόμα και στην αλληλογραφία του, είναι ένας ωραίος, πρωτότυπος τρόπος να συναντηθεί κανείς εκ νέου με τον κόσμο του. Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο ίδιος στον πρόλογό του: «Μέσα στα μεγάλα κομμάτια από πεντελικό μάρμαρο που είναι το έργο του Καζαντζάκη, όποτε έβλεπα ένα φυλακισμένο μικρό άγαλμα πάλευα, όπως οι γλύπτες, να το απελευθερώσω».
Νίκος Ξένιος
Αλλοτεκοίτη, Κριτική
Η περίπτωση του Νίκου Ξένιου είναι άκρως ιδιοσυγκρασιακή και καινοφανής: ακριβώς επειδή δεν μοιάζει με κάτι αντίστοιχο στα ελληνικά γράμματα, φανερώνει γραμμές της εξοικείωσης και του ανοίκειου που διαπερνούν κάθε πτυχή της γραφής του. Δηλαδή, ενώ γράφει για ελληνικές περιπτώσεις αλλοτρίωσης και διαφθοράς, οι συμπαντικοί του κόσμοι μπορούν να αφορούν οποιαδήποτε κοινωνία έχει δεχτεί τόσο πολύ μια τόσο έντονη, ριζική αποσάθρωση, κοινωνική, πολιτική, περιβαλλοντολογική.
Αν στα Σπλάχνα του μιλούσε για το μαύρο χρώμα του φασισμού, στην Αλλοτεκοίτη αποκαλύπτει όλο το περιβαλλοντικό έγκλημα που δεν είναι μόνο προϊόν δυστοπικής φαντασίας αλλά και ακραίας, κυνικής πραγματικότητας. Το βλέμμα του, κινούμενο σε αυτές τις ιδιότυπα πρωτότυπες ιστορίες, μοιάζει με αυτό ενός παράξενου προφήτη που εισέρχεται σε σκοτεινά μέρη και ανιχνεύει λεκτικούς θησαυρούς και οράματα.
Πρωταγωνίστρια στο βιβλίο αυτό είναι η Κυβέλη, μια ρομαντική καθηγήτρια που ερωτεύεται έναν ακτιβιστή οικολόγο και προσπαθεί, μέσα από τον λόγο της, να ανιχνεύσει μια νέα μεταγλώσσα επικοινωνίας μέσα από το άρρητο και μυστικό που εκφράζει η φύση. Η διαφορά της με τον αλλοτριωμένο κόσμο, που αδυνατεί να συλλάβει τα οράματά της, γρήγορα την κάνει να φαντάζει σαν ψυχασθενής, όπως μπορεί σε λίγα χρόνια να φαντάζει ο καθένας από μας που μπορεί να προσδοκά μια άλλη σχέση με τον άνθρωπο, τη φύση, οτιδήποτε τον περιβάλλει και τον ξεπερνά. Στο χέρι του αναγνώστη είναι, όπως υπαγορεύει ο συγγραφέας, να συμπεράνει ποια θα είναι η εκδοχή της ιστορίας, που φτάνει, τελικά, να γίνει και δική του.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LIFO