Ενώ επί τουλάχιστον δυόμισι χιλιετίες οι μύθοι του «Αισώπου» παρέμεναν ζωντανοί σε πολλές πτυχές της κοινωνικής ζωής, πλέον οι περισσότεροι έχουν ξεχαστεί, και οι ελάχιστοι που επέζησαν θεωρούνται ιστορίες αποκλειστικά για μικρά παιδιά. Είναι όμως;
Τον Νοέμβριο θα κυκλοφορήσουν από τις εκδόσεις Νεφέλη σε κείμενα Ροδούλας Παππά και εικόνες Κώστα Μαρκόπουλου «Οι Μύθοι του Αισώπου», ένα βιβλίο που θα περιέχει 179 μύθους με επιμύθια, σε δεκαπεντασύλλαβο.
Οι μύθοι του βιβλίου δεν είναι μεταφράσεις, ούτε και ακολουθούν πιστά κανένα από τα παραπάνω κείμενα, σε αρκετές περιπτώσεις απέχουν πολύ.
Δεν είναι όμως ούτε και διασκευές, γιατί σέβονται το περιεχόμενο, την πλοκή, των μύθων όπως έχουν παραδοθεί (η χελώνα κερδίζει τον λαγό, το μυρμήγκι δεν δίνει στο τζιτζίκι να φάει).
Ως πηγές χρησιμοποιήθηκαν κατά κύριο λόγο (156 από τους 179 μύθους) οι τρεις αρχαιότερες σωζόμενες συλλογές, οι μύθοι του Φαίδρου — έμμετρη, στα Λατινικά, 1ος π.Χ. - 1ος μ.Χ. αι., οι μύθοι του Βάβριου — έμμετρη, στα Ελληνικά, 1ος - 2ος μ.Χ. αι., οι μύθοι που περιλαμβάνονται στην Αυγουσταία Συναγωγή (Collectio Augustana), 1ος - 3ος αι. μ.Χ. Πρόκειται για στεγνή καταγραφή μύθων, χωρίς λογοτεχνικές αξιώσεις.
Στην πραγματικότητα ο Αίσωπος, όπως ο Όμηρος ή ο Σωκράτης, δεν έγραψε τίποτε ο ίδιος. Όπως και για τον Όμηρο, γνωρίζουμε γι’ αυτόν ελάχιστα. Ίσως να μην υπήρξε καν. Το πιο πιθανό είναι πως ήταν απελεύθερος με καταγωγή από τη Θράκη, πως έζησε κατά τον 6ο αι. π.Χ., και πως είχε το χάρισμα της αφήγησης ή και της επινόησης μύθων.
Στην πραγματικότητα ο Αίσωπος, όπως ο Όμηρος ή ο Σωκράτης, δεν έγραψε τίποτε ο ίδιος. Όπως και για τον Όμηρο, γνωρίζουμε γι’ αυτόν ελάχιστα. Ίσως να μην υπήρξε καν. Το πιο πιθανό είναι πως ήταν απελεύθερος με καταγωγή από τη Θράκη, πως έζησε κατά τον 6ο αι. π.Χ., και πως είχε το χάρισμα της αφήγησης ή και της επινόησης μύθων.
Το πόσο εκτιμούσαν τους μύθους στην αρχαιότητα μαρτυρά και το γεγονός ότι ο Σωκράτης, κατά τις τελευταίες ώρες της ζωής του, όταν βρισκόταν στη φυλακή περιμένοντας να πιει το κώνειο, μετέτρεψε σε έμμετρο λόγο μύθους του Αισώπου, κατόπιν υποδείξεως ενός ονείρου.
Οι μύθοι που γνωρίζουμε είτε αποτελούν καταγραφή υλικού που διαδιδόταν προφορικά, είτε έχουν συγκεκριμένο δημιουργό, ο οποίος όμως υπογράφει ως «Αίσωπος», συχνά εντάσσοντας τις δικές του δημιουργίες μέσα σε μια συλλογή αισώπειων μύθων.
Κάποιοι από τους μύθους που γνωρίζουμε ως μύθους του Αισώπου είναι πιθανότατα (ή με βεβαιότητα) προγενέστεροι ή μεταγενέστεροι.
Οι μελετητές των μύθων τους διακρίνουν σε «αισώπειους», που είναι εκείνοι που θα μπορούσαν να έχουν επινοηθεί από έναν υπαρκτό Αίσωπο· και σε «αισωπικούς», εκείνους δηλαδή που ανήκουν στη συγκεκριμένη παράδοση, στο συγκεκριμένο (λογοτεχνικό) είδος. Κατά μία έννοια, όλοι οι μύθοι θα μπορούσαν να θεωρηθούν αισωπικοί.
Πιθανόν η παλαιότερη συλλογή μύθων συντάχθηκε τον 4ο - 3ο αι. π.Χ. από τον Δημήτριο τον Φαληρέα, ως ευρετήριο για συγγραφείς και (μαθητευόμενους) ρήτορες. Δεν σώζεται ωστόσο.
Οι παλαιότερες σωζόμενες συλλογές μύθων είναι: του Φαίδρου (έμμετρη, στα Λατινικά, 1ος π.Χ. - 1ος μ.Χ. αι.)· του Βάβριου (έμμετρη, στα Ελληνικά, 1ος - 2ος μ.Χ. αι.)· και η Αυγουσταία Συναγωγή(Collectio Augustana), 1ος - 3ος αι. μ.Χ.. Οι δύο πρώτες έχουν λογοτεχνικές αξιώσεις· πιθανότατα περιλαμβάνουν και μύθους πρωτότυπους, δημιουργίες των συγγραφέων τους, που δεν επισημαίνονται όμως ως τέτοιες. Η τρίτη αποτελεί λίγο πολύ στεγνή καταγραφή μύθων, πιθανότατα για χρήση σε ρητορικές σχολές. Συχνά η Αυγουσταία, ή τμήμα της, εκδίδεται με τον (παραπλανητικό) τίτλο «Άπαντα του Αισώπου».
Οι μύθοι έμειναν ζωντανοί κατά τα χριστιανικά χρόνια, και στο Βυζάντιο και στη Δύση. Όταν σταμάτησαν να χρησιμοποιούνται σε ρητορικές σχολές, παρέμειναν μέρος της εκπαίδευσης για την εκμάθηση της αρχαίας ελληνικής και της λατινικής γλώσσας, καθώς και επειδή θεωρούνταν ότι συνέβαλλαν στην ηθική καλλιέργεια των παιδιών.
Με την επινόηση της τυπογραφίας, ήταν από τα πρώτα βιβλία που τυπώθηκαν. Τη δημοφιλία τους στη Δύση ξεπερνούσε μόνο η Βίβλος. Τη μεγάλη άνθησή τους όμως οι μύθοι γνώρισαν κατά την περίοδο του διαφωτισμού, καθώς θεωρήθηκαν κατάλληλοι φορείς των ιδεών του. Έγιναν εκδόσεις σε όλες τις μείζονες ευρωπαϊκές γλώσσες, που γνώρισαν τεράστια επιτυχία. Τη μεγαλύτερη επιρροή άσκησε και εξακολουθεί η έμμετρη εκδοχή των μύθων από τον Λα Φοντέν.
Στην Ελλάδα έφτασαν ξανά με τον ελληνικό διαφωτισμό, με περίπου έναν αιώνα καθυστέρηση. Σημαντική ήταν η έκδοση από τον Κοραή μιας συλλογής αισωπικών μύθων στα αρχαία Ελληνικά. Ο Κοραής φοβόταν ότι θα επικρατούσαν και στην Ελλάδα μεταφράσεις δυτικοευρωπαϊκών εκδοχών των μύθων [κάτι που συμβαίνει σήμερα].
Με τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, οι μύθοι ήταν διαρκώς παρόντες στα σχολικά βιβλία.
Οι αισωπικοί μύθοι ως είδος άρχισαν να παρακμάζουν για διάφορους λόγους στη Δύση ήδη από τον 19ο αι. και στην Ελλάδα κατά τον 20ο.
Οι αισωπικοί μύθοι παρουσιάζουν μια διόλου ωραιοποιημένη εικόνα της ζωής, με όλη της τη βία, τη σκληρότητα, την αδικία. Ελάχιστες φορές καταφέρνει να νικήσει ο πιο αδύναμος, και μόνο η ευφυΐα ή η τύχη μπορούν να τον σώσουν.
Οι μύθοι συχνά ειρωνεύονται ή και σαρκάζουν τις ανθρώπινες αδυναμίες, με ιδιαίτερη προτίμηση στην απληστία και την ανοησία — ακόμη κι όταν αυτή η τελευταία συνοδεύεται από καλοσύνη. Μόνο την ευγνωμοσύνη φαίνεται να εκτιμούν ιδιαιτέρως, αλλά και αυτή ενίοτε αντιμετωπίζεται ως μέσο για την εξασφάλιση της επιβίωσης.
Είναι ένα είδος πραγματιστικού εγχειριδίου χρήσης της ζωής, ένας οδηγός πλεύσης μεταξύ των σκοπέλων της ανθρώπινης κοινωνίας, ένας οδηγός επιβίωσης σε μια ζούγκλα, όπου οι άνθρωποι παρουσιάζονται με μορφές ζώων.
Η Έλλη Αλεξίου (Μύθοι του Αισώπου, Καστανιώτης, 1985) διασκεύασε μερικούς μύθους για παιδιά, ο Στρατής Τσίρκας (Αισώπου Μύθοι, Ηριδανός [1968]) μετέφρασε ένα μέρος της Αυγουσταίας Συναγωγής, ενώ κυκλοφορεί επίσης και η τρίτομη μετάφραση του Νάσου Κυριαζόπουλου στη σειρά του Κάκτου.
Έξι μύθοι του Αισώπου
1.
Δουλειά πάλι δεν είχανε, όμως δεν χολοσκάνε,
δυο ποτηράκια πίνουνε, γελούν, χαζολογάνε…
Κι ο ένας λέει: «Δες! Ποντικός ξερακιανός περνάει,
ξοπίσω άλλον ένανε, ψόφιο, τραβολογάει».
Και πράγματι, λιπόσαρκος γκρι ποντικός πηγαίνει,
κι άλλον έναν, που του ’μοιαζε, απ’ την ουρά του σέρνει.
Θέαμα ήταν θλιβερό. Μα οι δυο δεν κρατηθήκαν,
αντί για ενός λεπτού σιγή, στα γέλια διπλωθήκαν.
«Γελάτε,» λέει ο ποντικός, αυτός που ζούσε ακόμα.
«Μα, αντί χάχανα ανόητα να βγάζετε απ’ το στόμα,
πώς θα γεμίσετε αύριο, κοιτάξτε, την κοιλιά σας —
φαΐ είναι στο κελάρι σας πολύ σαν τα μυαλά σας…»
Μας λέει ο μύθος:
Η συμφορά του πιο μικρού θαρρείς είναι μακριά σου;
Γελιέσαι. Κι άμα δεν νοιαστείς θα γίνει και δικιά σου.
2.
Ο ήλιος μεσουράνησε κι η αλεπού γυρίζει
με το στομάχι αδειανό, κοιλιά που γουργουρίζει.
Σ’ ένα κλαδί ψηλούτσικο, κοράκι ανταμώνει·
θα προσπερνούσε, μα γυρνά, τα μάτια της γουρλώνει:
στο ράμφος του —τι λες!— κρατά —ωχ, θα της έρθει ζάλη!—
τυρί —ποιος θα το πίστευε!— ολόκληρο κεφάλι.
«Εδώ με θέλω», μουρμουρά. «Μυαλό κουκούτσι αν έχω,
αρπάζω το παχύ τυρί, καπνός γίνομαι, τρέχω…»
Και παίρνει ύφος ταπεινό, μαζεύει την ουρά της,
στέκεται κάτω απ’ το κλαδί και λέει το ποίημά της:
«Χαίρε, ορνίθι ευγενικό, πολλή σου καλημέρα!
Τι τύχη που η στράτα μου μ’ έφερε εδώ πέρα.
Συμπάθα που δεν σε κοιτώ, που δεν σε αντικρίζω —
μπροστά σε τέτοια ομορφιά θαμπώνω, αλλοιθωρίζω.
Καθότι ποιον δεν τύφλωσε το φέγγος του φτερού σου,
του ράμφους σου το γυάλισμα, η λάμψη του νυχιού σου;
Γι’ αυτό των ζώων ο λαός σε θέλει βασιλέα —
μα είν’ κακόχρονοι που λεν “Φωνή δεν έχει ωραία”.
Τι κρίμα, λαμπροθώρητε, ο φτερωτός ποπός σου
να μη θρονιάζεται απαλά εκεί που ’ναι σωστό σου.
Προσπέφτω σου εγώ, η φτωχή, τραγούδησε λιγάκι,
να κλείσουν στόματα κακά (ν’ αρπάξω το τυράκι)!»
Κι ο κόρακας έκανε κρα κι έπιασε τραγουδάκι —
δεν ξέρω αν κλείσαν στόματα, μα πάει το τυράκι.
Μας λέει ο μύθος:
Θυμήσου πως τους κόλακες ο άμυαλος ταΐζει,
με τη δική του την μπουκιά το πιάτο τους γεμίζει.
3.
Πλάι σε δροσερό νερό, γάργαρο ποταμάκι,
απάντησε γερόλυκος του γάλακτος αρνάκι.
«Εσύ, δεν είσαι, Πρόβατο, πέρσι που ’χα ανταμώσει
κι “Είθε”, έλεγες, “παλιόλυκε, κάποιος να σε σκοτώσει”;»
«Λύκε, πέρσι δεν ήμουνα, πέρσι εγώ δεν ζούσα,
ούτε στης μάνας την κοιλιά πέρσι δεν κολυμπούσα».
«Κι απ’ την πλαγιά ετούτη δω μου κλέβεις το χορτάρι».
«Λύκε, τρώω απ’ της μάνας μου ακόμη το μαστάρι».
«Πίνεις το γάργαρο νερό, φταις λάσπη που γεμίζει».
«Της μάνας, Λύκε, το βυζί ακόμη με ποτίζει».
«Κι αν είσ’ αθώο, Πρόβατο, ό,τι και να μιλήσεις —
πεινάω! Και το στομάχι μου εσύ θα το γεμίσεις!»
Μας λέει ο μύθος:
‘Οταν πεινά ο δυνατός, αδύναμο θα φάει —
αν είν’ αθώος, ένοχος, για πρόφαση κοιτάει.
4.
Τα στάρια κιτρινίσανε, τζιτζίκια τραγουδούνε,
δυο άγρια ζώα στην πηγή έρχονται για να πιούνε.
«Τι ζέστη αυτή, κυρ-Λέοντα! Βράζω μες στο ζουμί μου,
η γλώσσα μου είναι πιο στεγνή κι απ’ το στεγνό πετσί μου».
«Καλά τα λες, κυρ-Κάπρε μου, μα για κάνε στην πάντα,
καθότι είμαι βασιλεύς και πρώτος πίνω πάντα».
«Κυρ-Λιόντα, θα σε βάρεσε η ζέστη η μεγάλη
κι άρχισες να παραμιλάς, κι έχεις μια παραζάλη».
«Κάπρε, στην άκρη! Προσοχή! Οφείλεις πειθαρχία,
τον σεβασμό τον δέοντα μπρος στην ιεραρχία!»
«Σε ποιον νομίζεις πως τα λες, μπάρμπα, τα παραμύθια;
Πες τα σε ζέβρες, σε λαγούς, κροκόδειλους, ορνίθια!»
«Έτσι είσαι, παλιογούρουνο; Τόσο ξερό κεφάλι;
Άρπα την τούτη τη νυχιά — σε περιμένει κι άλλη!»
Και μες στη ζέστη τη σκληρή, μες στο μεσημεράκι,
παλεύανε αντί να πιουν το γάργαρο νεράκι.
Κόκκινη βάφτηκε η γη και, πριν περάσει η ώρα,
μαζεύτηκαν και θεατές: όρνια φριχτά, μοβόρα.
Κι όταν κι οι δυο, αιμόφυρτοι, τον ουρανό κοιτάξαν,
τη μοίρα τους κατάλαβαν, τη γνώμη τους αλλάξαν.
«Τόσο παχιά η χαίτη σου, κυρ-Λιόντα, θα πλαντάξεις.
Για έλα, πιες λίγο νερό πρώτος, να ξεδιψάσεις».
«Τι λες, κυρ-Αγριόχοιρε; Βασιλική ευθύνη
έχω να δίνω στον λαό πρώτος νερό να πίνει».
Κι έτσι μια ηλιόλουστη, καυτή μέρα ωραία
δυο άγρια ζώα στην πηγή ξεδίψασαν παρέα.
Μας λέει ο μύθος:
Άμα δεν θέλεις φαγητό να γίνεις για τα όρνια,
έχε στον νου σου πάντοτε τη λέξη αυτή: ομόνοια.
5.
Στο ρέμα που ’πιναν νερό είχε τα δίχτυα στήσει
κι η μπάζα του ήταν καλή — έχουν πουλιά γεμίσει.
Κι άμα κανένα φτερωτό τυχόν ακόμα ζούσε,
με δόντια τον λαιμό του σπάει, κι εκείνο σιωπούσε.
Καθώς τα δίχτυα μάζευε μέσα στ’ αγκάθια τ’ άγρια,
το πόδι κάπου πλήγωσε· τον παίρνουνε τα δάκρυα.
Κι ένα πουλί, μικρό πουλί, τον βλέπει και μιλάει:
«Κοίτα, μητέρα, ο άνθρωπος για μας ίσως πονάει».
«Ό,τι κι αν πει μην τον ακούς, μη βλέπεις που ’χει κλάψει,
μόν’ κοίτα πόσο αίμα μας τα χέρια του ’χει βάψει».
Μας λέει ο μύθος:
Λόγια μπορεί να ειπωθούν, δάκρυα να χυθούνε,
μονάχα όμως οι πράξεις μας αληθινά μιλούνε.
6.
— Τι πάθανε τα πρόβατα και ξαφνικά βελάζουν;
Μη λύκος τα πλησίασε; Πεινούν, διψούν, νυστάζουν;
— Στη στάνη απλώθηκε σκιά κι ήταν πηχτή και μαύρη,
για ένα από τα πρόβατα η μέρα έγινε βράδυ.
— Και τίνος είναι η σκιά π’ απλώθηκε στη στάνη;
— Λεν, ο χασάπης έφτασε και τη δουλειά του κάνει.
Και δυο θρεφτάρια βέλαζαν: «Εμένα τι με κόφτει;
Όποιος το χόρτο του κοιτά, μες στη ζωή προκόφτει».
Και άλλα καναδυό, σκυφτά, λιγάκι παραπέρα
τις πρασινάδες μύριζαν στον δροσερό αέρα…
Μα του χασάπη η δουλειά δεν μοιάζει να τελειώνει —
η στάνη η χιλιοπρόβατη αρχίζει ν’ αραιώνει.
Με κάθε γλυκοχάραμα όλο πιο λίγα μένουν
τα ζωντανά — αλλά πυκνό το χόρτο είναι, χορταίνουν.
«Κι όσο πιο λίγοι νοματαίοι είμαστε,» λέει ένα,
«πιο πολύ θα ‘ναι το φαΐ που μένει και για μένα».
Όπως το φανταστήκατε, καιρός λίγος περνάει —
μένει ένα ζώο, μοναχό, δίχως σκοπό γυρνάει.
Κι είν’ το τριφύλλι άφθονο, έρημη η στάνη, άδεια —
στέκεται και τη μελετά με δάκρυα στα μάτια.
Δεν χαίρεται την άπλα του, τη χλόη τη δροσερή του,
μόν’ περιμένει την αυγή και κλαίει για τη ζωή του.
Μας λέει ο μύθος:
Κακό παθαίνει ο γείτονας; Καλό είναι να σε νοιάσει —
λίγο μόνο χρειάζεται σε σένα ώς να φτάσει.