Αν μας αρεσουν οι μεγάλες επιτυχίες όσο και οι μεγάλες αποτυχίες, τότε μπορούμε -προς τέρψη και συμμόρφωση- να συγκρίνουμε τις ιστορίες της Δεξιάς και της Αριστεράς όπως εκδηλώθηκαν σε όλο το μάκρος του εικοστού αιώνα. Η Αριστερά, όλοι το ξέρουμε, επέδειξε κύρος πολιτικής θρησκείας στην οποία δεν έλειψαν τα κατορθώματα (επαναστάσεις στη Ρωσία, τη Γερμανία, την Κίνα, την Κούβα, τη Νότια Αμερική, εμφύλιος στην Ισπανία και την Ελλάδα) όσο και οι αντίστοιχες απογοητεύσεις. Στον αντίθετο πόλο η Δεξιά, με τις γνωστές παραφθορές της (φασισμός, ναζισμός, δικτατορίες) αλλά και με τον φιλελευθερισμό της τείνει να επιδεικνύεται συμφιλιωμένη με τη νεωτερικότητα και να συνάπτει αγαστές σχέσεις με την ευημερία.
Δικαιολογημένα, λοιπόν, ο Ιταλός Ραφαέλε Σιμόνε -προφανώς ως απογοητευμένος αριστερός- αποφασίζει να θέσει τον δάκτυλο εις τον τύπον των ήλων, επιχειρώντας μια τολμηρή αναθεώρηση των χρόνιων επιχειρημάτων που υποβαστάζουν αυτά τα δύο πολιτικά συγκροτήματα. Για παράδειγμα: μια ματιά στα σημερινά πολιτεύματα των ευρωπαϊκών χωρών δείχνει ότι η Δεξιά προελαύνει (Γαλλία, Δανία, Ισπανία, Γερμανία, Ολλανδία, Σουηδία, ΗΠΑ, πρώην κομμουνιστικές χώρες), ενώ η Αριστερά περιορίζεται στο 26% του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Καθώς, λοιπόν, είναι εύκολο για τον πρώτο τυχόντα Ευρωπαίο πολίτη να συμφωνεί με τον πάπα όταν λέγει ότι ο μαρξισμός απέτυχε όσο και καπιταλισμός, στην πραγματικότητα ο καπιταλισμός, με όλες τις παραφθορές του, φαίνεται (τουλάχιστον διά γυμνού οφθαλμού) να χαίρει άκρας υγείας.
Η μαρξική εννοιολογία μπορεί να συγκινεί ακόμη τους ορκισμένους οπαδούς της, ωστόσο η πίστη στον μαρξισμό μάλλον ερείδεται στην πολεμική κατά του καπιταλισμού παρά στις ιστορικές πραγματώσεις του μαρξισμού-λενινισμού. Άλλωστε, το προλεταριάτο (ο κληρονόμος της γερμανικής φιλοσοφίας κατά Ένγκελς…) έδυσε, η ταξική συνείδηση υπαναχώρησε αισθητά, η θετική έννοια της «δικτατορίας» -προλεταριακής ή σοβιετικής- αφανίστηκε, με αποτέλεσμα η Αριστερά να επιχειρηματολογεί, αλλά ουσιαστικά να έχει εγκαταλείψει την εργατική τάξη. Στη Δεξιά, βέβαια, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Άλλωστε, η βαρύνουσα σημασία που παρουσιάζει το βιβλίο του Σιμόνε δεν αφορά ένα κάποιο μνημόσυνο της Αριστεράς με τα γνωστά συμπαρομαρτούντα (ταξικός εχθρός, νοικιασμένος κονδυλοφόρος, υστερόπρωτος προδότης), αλλά τη συναρπαστική διαπίστωση ενός νέου πολιτιστικού παράγοντα που δεν είναι άλλος από την κοινωνία της αφθονίας, από τη μεταστροφή δηλαδή του κοινωνικού προς την αμεσότητα, την κατανάλωση, τη μαζική κουλτούρα, ό,τι τέλος ονομάζουμε σήμερα μαζικότητα και εν ταυτώ νεωτερικότητα.
Γράφει ο Σιμόνε: «Εδώ και τουλάχιστον είκοσι χρόνια, όλα τα ιδανικά της Αριστεράς και οι αρχές στις οποίες στηρίζονται είναι έρμαια του ανέμου που αποκαλείται “πνεύμα της εποχής”, έχουν παρασυρθεί από την καταιγίδα της νεωτερικότητας και των τεράστιων καινοτομιών που αυτή η καταιγίδα έχει φέρει: νέα οικονομία, νέες μορφές δικαίου και θεσμών, νέα πολιτική, νέες επιθυμίες, νέες τέχνες και νέους τύπους θεάματος και ψυχαγωγίας, νέες ιδιωτικές και δημόσιες συμπεριφορές, νέα πάθη, νέες καταναλωτικές συνήθειες, νέες μορφές φαντασίας, νέες αναπαραστάσεις του εαυτού μας και των άλλων, νέα σχέση με τη φύση και το σώμα…» (σ. 97). Το σημαντικό, βέβαια, δεν είναι η διαπίστωση όλων αυτών των καινοτομιών, όσο το γεγονός ότι η Αριστερά ουδέποτε προέβλεψε την εμφάνιση αυτού του «πολιτιστικού δεσποτισμού». Στραμμένη προς την κοινωνική αντίθεση και εν τέλει προς τη διασφάλιση της ψήφου, δεν κατάφερε να συλλάβει ολικά το νέο φαινόμενο που αψηφά τα παλαιά δεδομένα.
Παραδόξως, το φαινόμενο αυτό είχε καταδειχθεί από τον διάσημο Αλέξις ντε Τοκβίλ στο περίφημο βιβλίο του Η δημοκρατία στην Αμερική (1840) (μεταφρασμένο στην ελληνική από τον αδικοχαμένο φίλο μας Μπάμπη Λυκούδη, εκδ. Στοχαστής), ο οποίος μιλούσε για έναν απόλυτο ηγεμόνα που δεν θα ήταν βασιλιάς, δικτάτωρ, οδηγός των συνειδήσεων ή ό,τι άλλο, παρά μια αόρατη οντότητα που σήμερα ονομάζεται «μαζική κουλτούρα» και ο Σιμόνε την ξαναβαπτίζει «μειλίχιο τέρας».
«Βλέπω ένα αναρίθμητο πλήθος όμοιων και ίσων ανθρώπων -γράφει ο Τοκβίλ- που στρέφονται αδιάκοπα στον εαυτό τους για ν’ αποκομίσουν μικρές και καθημερινές απολαύσεις, με τις οποίες γεμίζουν την ψυχή τους. Καθένας τους, αποτραβηγμένος στην άκρη, δεν ασχολείται με την τύχη των υπολοίπων, τα παιδιά και οι φίλοι του απαρτίζουν γι’ αυτόν όλο το ανθρώπινο γένος, τους συμπολίτες του δεν τους βλέπει· υπάρχει στον εαυτό του και μόνο για τον εαυτό του, αν εξακολουθεί να έχει οικογένεια, ασφαλώς δεν έχει πατρίδα». Πρόκειται δηλαδή για μια εποπτεύουσα εξουσία που είναι απόλυτη, οργανωμένη, μεθοδική, προνοητική και ήπια. Αλλά δεν θυμίζει την πατρική εξουσία που επιδιώκει την ενηλικίωση του παιδιού· αυτή σκοπεί να καθηλώσει αμετάκλητα τους πολίτες στην παιδική ηλικία ώστε να θεωρούν τη διασκέδαση αυτοσκοπό. Άραγε, θυμίζει τίποτα η προφητεία ότι «οι σύγχρονοι άνθρωποι θέλουν να καθοδηγούνται και συνάμα να μένουν ελεύθεροι»;
Πόθεν πορίζεται λοιπόν το «μέλι» του το κατά Σιμόνε «μειλίχιο τέρας»; Καίριο μέλημα του «τέρατος» είναι οι ευχάριστες και αναζωογονητικές εμπειρίες. Με κάποιες «μικρές» καινοτομίες, βέβαια. Ο ελεύθερος χρόνος αντιτάσσεται φυσικά στον σκλαβωμένο χρόνο, ωστόσο δεν υποδηλώνει ανάπαυση όπως στο παρελθόν· σήμερα ο ελεύθερος χρόνος μετασχηματίζεται σε δραστηριότητες όπως γυμναστική, γιόγκα, κηπουρική κι ένα πλήθος παραπλήσιες δράσεις. Ουσιαστικά, οι παραδοσιακοί πολιτισμοί σβήνονται από τον χάρτη, μόνο και μόνο αν σκεφτούμε σοβαρά την εισβολή του θεάματος. Υπάρχει χώρος χωρίς οθόνη; Χωρίς διαφήμιση; Χωρίς «μπριζωμένα» ενδιαφέροντα; Ο άνθρωπος προσομοιάζει στην ηλεκτρονική συσκευή: οι μπαταρίες του αδειάζουν και αναφορτίζονται, οι δίσκοι της μνήμης τα ίδια. Το ταξίδι πωλείται ως προϊόν, προγραμματίζεται μήνες προτού εξοφληθεί. Κάθε σημείο του πλανήτη ανήκει τουριστικά σε παγκόσμιες αλυσίδες, παντού τηλεοράσεις, κονσόλες ηλεκτρονικών παιχνιδιών, κινητά τηλέφωνα. Η απόλαυση κυριαρχεί, έστω και αν τα τουριστικά τοπία συνορεύουν με τόπους που κυβερνιούνται από «άθλιες δικτατορίες».
Έστω κι αν όλες οι απαριθμήσεις του Σιμόνε θυμίζουν πλήθος κειμένων που, κατοπινά, έχουν περιγράψει το φαινόμενο της μαζικότητας, η πρωτοτυπία του Τοκβίλ δεν θαμπώνει για τον απλούστατο λόγο ότι εξέφρασε προφητικά κάτι που δεν υπήρχε ακόμη. «Στον δυτικό κόσμο ελάχιστοι είναι σήμερα οι άνθρωποι που δεν διαθέτουν φωτογραφική μηχανή ή κάμερα. Αυτό έχει συγκεκριμένη συνέπεια: στον τόπο όπου συμβαίνει κάτι -αδιάφορο τι- υπάρχει πάντα κάποιος που το παρατηρεί και το κατα- γράφει μ’ ένα σιωπηλό, κρυστάλλινο μάτι. Έτσι, το μάτι αυτό μπορεί να μετατρέψει ταχύτατα ένα τρέχον γεγονός σε ντοκουμέντο προορισμένο για την ψηφιακή αιωνιότητα, εκτεθειμένο δηλαδή στον διαρκή κίνδυνο ν’ αναπαραχθεί σε μια οθόνη προσιτή σε οιονδήποτε. Μια κάμερα σε παρατηρεί όπου κι αν βρίσκεσαι, ακόμη κι αν δεν το αντιλαμβάνεσαι, παρά τις θορυβώδεις δι- εκδικήσεις του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή, για το οποίο εδώ και χρόνια η Δύση καυχιέται και βασανίζεται».
Ο Σιμόνε -γλωσσολόγος το επιτήδευμα- δεν τσιγκουνεύεται ειρωνείες ή βολές κατά της Αριστεράς - την οποία πιθανότατα υπηρέτησε επί χρόνια.
«Μα, εγώ είμαι αριστερός!» - «Κόφ’ το, μας ακούει ο κόσμος» (Αλτάν).
«Είναι γνωστό πως το να είσαι πρώην κομμουνιστής μπορεί να γίνει πραγματικό επάγγελμα, ικανό σε μερικές χώρες (Ιταλία, Γερμανία) να σου εξασφαλίσει αναγνώριση και οικονομική άνεση»
«Η ριζοσπαστική Αριστερά προσείλκυσε πολλούς σοσιαλιστές με περούκα» (Ζίμελ).
«Κάποιοι παρατήρησαν πως όταν η Αριστερά δεν είναι στην εξουσία, μετανιώνει πικρά, κι όταν είναι στην εξουσία κλαίει και οδύρεται».
«Ο σοσιαλισμός ενδιαφέρεται περισσότερο για την παραγωγή και λιγότερο για την κατανάλωση» (Γκίντες).
Ωστόσο, το ζήτημα του βιβλίου υπερβαίνει κατά πολύ την αριστερή κοιλάδα του κλαυθμώνος ή τα αριστερά καβδιανά δίκρανα. Μέσα από τη σχοινοτενή αντιπαραβολή της Αριστεράς προς τη Δεξιά, το εξαγόμενο δεν είναι «πολιτικό» με την τρέχουσα έννοια· το μειλίχιο τέρας υπερβαίνει κατά πολύ τις πο- λιτικές παρατάξεις, το πολιτικό παρελθόν αγωνιστών και μη, την οιαδήποτε καλή ή κακή βούληση. Ο λόγος είναι απλός: δεν υπάρχει αριστερός ή δεξιός τρόπος να ζει κανείς. Ενώ υπάρχει ακόμη δεξιός ή αριστερός τρόπος να σκεφτόμαστε.
σχόλια